«Γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από τη Χαλκίδα, τη Νέα Αρτάκη. Όλες οι αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων συμπυκνώνονται σε ένα ιερατείο με νηστεία, προσευχές, διάβασμα ολημερίς, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι με στρατιωτική πειθαρχία, όπου ακόμη και το ψυγείο αν ήθελα να ανοίξω, έπρεπε να ζητήσω την άδεια της μαμάς. Ήταν, βέβαια, μία μάνα-σύμβολο για μένα, με καταγωγή από Μικρά Ασία και πατέρα Δήμαρχο της Παλαιάς Αρτάκης. Αληθινή Λωξάντρα, μητέρα με ένα μυαλό που, αν και απόφοιτος δημοτικού, τους τελειόφοιτους του Χάρβαρντ τους πουλούσε και τους αγόραζε στο λεπτό.
Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο δεν απέκτησα ούτε ένα φίλο και δεν βγήκα μέχρι τα 18 έξω από το σπίτι μου, παρά μόνο όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα, αφού πέτυχα στις εισαγωγικές για τη Νομική Σχολή. Δεν ήξερα από ξενύχτια, σαββατιάτικες αλητείες κι όταν οι γριές μού φιλούσαν -δεκατριών ετών εγώ- το χέρι, αποκαλώντας με «δέσποτα», ονειρευόμουνα πως όταν μεγαλώσω θα γίνω πολιούχος άγιος.
Έζησα, όμως, σε μια υπέροχη οικογένεια, δίπλα σε δύο εξαιρετικά αδέρφια, με ένα πατέρα σχεδόν άγιο, που όταν τον πρωτακούσαμε -φοιτητής εγώ τότε- για πρώτη φορά να εκστομίζει «αυτός είναι μαλάκας» για κάποιον, κεραυνοβοληθήκαμε. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με μυρωδιές εξαίσιες, με ιστορίες από χαμένες πατρίδες και ένα περιβάλλον τόσο γενναιόδωρο, που, αν και ο πατέρας ασχολιόταν με την αλιεία, εγώ νόμιζα ότι ήμασταν οι πιο πλούσιοι του χωριού.
Το πρώτο μου κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φαντάζιο, με προτροπή της Μαλβίνας. Δεν μπήκε το όνομά μου, αλλά αυτή η δελεαστική πρόταση της Κάραλη, που εκείνη την εποχή ήταν η σταρ για το αναγνωστικό κοινό, με έκανε να αισθανθώ θεός. Ήταν, λοιπόν, ένα αφιέρωμα στους αδερφούς Μπαρμπούτσογλου, κάπου στο Παγκράτι. Αυτοί ήταν δύο αδέρφια με εμφάνιση Νίκου Σταυρίδη, περίπου μεσήλικες, που παρουσίαζαν, ας πούμε, το πρώτο drag show. Ανάμεσα σε κεφτέδες, γιουβετσάκια και συκωταριές, εμφανίζονταν ντυμένοι άτσαλα γυναικεία, σχεδόν σαν καρικατούρες.
Αλλά και στην πρώτη μου εμφάνιση στη Μέδουσα του Μαρίνου το μεγάλο μου σουξέ έγινε με παρωδία σκυλάδικου. Βγαίναμε, λοιπόν, όλα τα νέα παιδιά καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες με λαμπιόνια από πάνω, σαν παρακμιακές σκυλούδες και γινόταν το έλα να δεις. Το «Βρε μελαχρινάκι», το «Αγάπη μου γιατί είσαι παραπονεμένος» και «Ποιος χτυπάει την πόρτα μου» ακούστηκαν για πρώτη φορά στη Μέδουσα και δημιούργησαν παραισθήσεις στην αστική τάξη που σύχναζε εκεί. Ήχοι πρωτόγνωροι, σχεδόν ανατριχιαστικοί για μένα που είχα σαν ιερό ευαγγέλιο το «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, ήχους που όμως αργότερα υιοθέτησα, λάτρεψα και υπηρέτησα με ιερό πάθος δέκα ολόκληρα χρόνια. Τώρα που το σκέφτομαι και έχοντας κάνει αυτή την πορεία στη νύχτα, ήταν σαν ο θεός να ήθελε από την αρχή να μου το πει ξεκάθαρα.
Είχα την τύχη να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους στην Αθήνα. Τον Γιώργο Μαρίνο, τον Κάρολο Κουν, τον μουσικό Στέφανο Βασιλειάδη, τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Στα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα, είχα καημό και πάθος να γνωρίσω τον Μάνο. Δεν έγινε ποτέ. Διακαής μου πόθος ήταν να τον συναντήσω και επειδή ήταν ανέφικτο, σκέφτηκα λίγο αναρχικά. Έμενα Παγκράτι, κάπου στη Φαίδρου, και κάθε βράδυ μες στο ψωφόκρυο τριγυρνούσα έξω από το Μαγεμένο Αυλό, τραγουδώντας με όλη τη δύναμη της φωνής μου -δεν είναι υπερβολή- το «Μεγάλο Ερωτικό», με την ελπίδα να με ακούσει, να ενθουσιαστεί και να μου γράψει τραγούδια.
Σίγουρα οι περίοικοι θα λέγανε «ήρθε πάλι ο τρελός νυχτιάτικα με το ίδιο ρεπερτόριο». Πρωτοετής στο Θέατρο Τέχνης, ήθελα να γνωρίσω από κοντά τη Λούλα Αναγνωστάκη. Βρήκα και το θάρρος και το τηλέφωνό της, πήγα σπίτι αυτής της υπέροχης γυναίκας και ερμήνευσα ένα ρόλο από την «Παρέλαση» που η ίδια είχε γράψει, ένα από τα καλύτερά της έργα. Πώς τα έκανα τότε αυτά; Τα έλεγα αργότερα στη Μαλβίνα και έκανε το σταυρό της. Δεν με πίστευε.
Όταν ήμασταν εικοσάχρονα εμείς θέλαμε να γνωρίσουμε το Γιάννη Ρίτσο, το Δήμο Μούτση, τους αγαπημένους μας συγγραφείς και καλλιτέχνες, ενώ τα σημερινά ονειρεύονται μια συνάντηση με τον Ψινάκη, ακόμα και με το Σπύρο Ρέβη. Τώρα θέλουν πρώτα να βγάλουν CD και μετά να μάθουν πόσες νότες έχει το πεντάγραμμο, ενώ οι περισσότεροι δεν ξέρουν ποια είναι η διαφορά της ύφεσης από τη δίεση. Στη δεκαετία του ’80, οι καλλιτέχνες και το κοινό είχαν ταυτότητα και όταν πήγαινες στη Μέδουσα ήξερες ότι θα συναντήσεις το μεγαλοαστό ντυμένο στο Κολωνάκι, στο Κουτούκι του Νώντα θα έβλεπες τον μπαγάσα με το μουστάκι του κωλομπαρά και στη Λήδρα του Μαρκόπουλου φοιτητές με άρβυλα και αμπέχωνο. Στα σκυλάδικα τότε οι αρτίστες, για να επιβιώσουν και να κρατήσουν τους πελάτες, έβγαιναν σαν Γαβριέλες πάνω στην πίστα και με το ιδιόρρυθμο styling δημιουργούσαν απανωτά εγκεφαλικά στους πελάτες. Ήρθε όμως η παγκοσμιοποίηση και ανέτρεψε εκ βάθρων το σκηνικό. Τώρα ο μεγαλοαστός, ο Νώντας ο μπαγάσας από το Κερατσίνι και ο φοιτητής θα εμπνευστούν, παρά την κρίση, από το ίδιο editorial μόδας και θα κάνουν το ίδιο μαλλί, την ίδια βαφή και το ίδιο θεόστενο παντελόνι, ακριβώς το ίδιο που φορούσε η Νίτσα Μαρούδα.
Είναι συγκλονιστικό, πάντως. Όλοι και όλες θέλουν να είναι αντικείμενα πόθου. Το εντυπωσιακό είναι ότι τώρα τα κορίτσια-πελάτες ντύνονται τόσο Γαβριέλες που μπροστά τους η Γαβριέλα και η Ξαβιέρα Χολάντερ φαντάζουν Ελένη Λουκά. Βλέπω φωτογραφίες νέων τραγουδιστών και είναι όλοι τους κλώνοι του Αργυρού. Κάποτε οι καινούριοι μιας άλλης εποχής προσπαθούσαν να πατήσουν στα βήματα τραγουδιστών που ήταν μεγαθήρια, όπως ο Στέλιος, ο Αγγελόπουλος και ο Μπιθικώτσης. Τώρα τα σημερινά ξεπατικώνουν ντύσιμο και αξύριστο τριών ημέρων στιλ αυτουνού του Αργυρού, που δεν θυμάμαι και το μικρό του. Παθαίνω κάποιες απώλειες μνήμης, γιατί κάνω αυτή τη δίαιτα των υδατανθράκων.
Είναι, φυσικά, και κάποια πράγματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Εμπειρίες από τα σκυλάδικα, ας πούμε… Τα πρώτα μαθήματα κονσομασιόν μού τα έδωσε βετεράνα τραγουδίστρια με κωμικοτραγικά, για μένα, αποτελέσματα. Είναι μόνη στο τραπέζι με ένα μαλάκα και θέλει να αδειάσει το μπουκάλι γρήγορα, για να έρθουν τα υπόλοιπα, αφού το θύμα είναι «φορτωμένο» με τα λεφτά της επιδότησης. Εκείνη τη βραδιά ακούω για πρώτη φορά στη ζωή μου τον όρο αγροτικές επιδοτήσεις. Όλοι οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου καταφτάνουν με τη σαγιονάρα και το τσουράπι, ενώ στο χέρι κρατάνε παραφουσκωμένα τσαντάκια, τα παλιακά εκείνης της εποχής. Πηγαίνω, λοιπόν, που λέτε εγώ το άμοιρο, και την ώρα που το θύμα είναι τουαλέτα, η τύπισσα μου παραδίδει μαθήματα ταχείας εκμάθησης κονσομασιόν. «Θάνο, την ώρα που μιλάμε και τον αγκαλιάζω, εσύ κάνε συνέχεια ‘στην υγειά σας’, γέμιζε τα ποτήρια και να πετάς το ουίσκι στο πάτωμα». Ένα, δύο, τρία, σε λίγο με τρομαγμένες κινήσεις εγώ το έχω τελειώσει και η γκόμενα χαρούμενη ζητάει δεύτερο. Τότε ο μάγκας, ο οποίος ήξερε όλη τη χορογραφία, μου λέει το εξής συγκλονιστικό, που εκείνη την ώρα ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί: «Θάνο, λεβέντη μου, να παραγγείλουμε και δεύτερο και τρίτο άμα γουστάρεις, όταν όμως χύνεις κάτω το ουίσκι να το ρίχνεις στη μοκέτα γιατί η γαλότσα μου έχει πλημμυρίσει.»
Στο μέρος που ανησύχησα για την ασφάλεια των κοριτσιών ήταν στην Καστοριά στο σκυλάδικο Λούσυ. Το πρώτο που ανακοίνωσε το αφεντικό ήταν πως όταν τελειώνει το πρόγραμμα δεν υπάρχουν έξω ταξί για να φύγουν οι καλλιτέχνες και πρέπει να φεύγουν με τα αυτοκίνητα των πελατών. Κατάλαβα ότι ήταν στημένο για να μπορούν οι πελάτες να γαμάνε πιο εύκολα τις τραγουδίστριες και μετά από δύο μέρες αποφάσισα να φύγουμε κρυφά. Μας πήραν είδηση, όμως, γιατί στα καμαρίνια είχαν κρυμμένα μικρόφωνα και μας κυνήγησαν. Εκείνη τη νύχτα φοβήθηκα τόσο πολύ, που νόμισα ότι θα τελειώσει η ζωή μας.
Έχουμε βάλει όλοι και όλες τα δυνατά μας με την παράσταση φέτος, ώστε να αποδοθούν ακριβώς αυτά τα σκηνικά. Πουτάνες, κονσομασιόν, έμποροι ναρκωτικών, αγαπητικοί και όλη η γλυκιά αλητεία της νύχτας συναντούν στην αίθουσα Τεχνόπολις τον Ρολάν Μπαρτ και η συνέχεια επί σκηνής σε ευρηματική σκηνοθεσία της Κίρκης Καραλή. Η Κίρκη έχει εμμονή και έρωτα με τον Μπαρτ και μέσα στη δράση μπερδεύονται γλυκά κονσοματζούδες με φιλοσόφους πάνω στο κοινό θέμα, που είναι η αδυσώπητη καψούρα.
Δεν προσπάθησα να συνδυάσω τίποτε, τίποτε! Πάντα πήγαινα εκεί που με πήγαινε η ζωή, το αλάνθαστο ένστικτό μου και πάντα αναζητούσα στους ανθρώπους την αλήθεια τους, είτε αυτοί ήταν απόφοιτοι του Χάρβαρντ είτε νονοί της νύχτας. Αν έπρεπε υποχρεωτικά να επιλέξω, εγώ, ειλικρινά σου λέω, θα επέλεγα τους δεύτερους γιατί εκεί βρήκα υπέροχους ανθρώπους, ενώ με τους περισσότερους διανοούμενους δεν τα πήγαινα καλά.
Κάποια στιγμή συνάντησα έναν που θεωρείται από τους πιο διανοούμενους της χώρας. Να σκεφτείς πως είχα όνειρο –όχι να συνεργαστώ, πράγμα που θεωρούσα ανέφικτο- αλλά να αξιωθώ μόνο να τον συναντήσω κατ’ ιδίαν. Συναντηθήκαμε και προσφέρθηκε να με κεράσει νες καφέ, τρομάρα του. Χωρίς να ρωτήσει, έβαλε μια κουταλιά ζάχαρη. «Βάζετε λίγο παραπάνω γιατί είμαι του γλυκού;» τόλμησα να εκστομίσω. Ο τύπος με κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τον πίνω με 4 κουταλιές», είπα ικετευτικά. Μόλις άκουσε τον αριθμό ο κουλτουριάρης κόντεψε να του φύγει το κουτί με τη ζάχαρη. Με κοίταξε άναυδος, λες και έκανα μπροστά του χρήση ηρωίνης. «Μα και συ» μου είπε φίλος όταν του το μαρτύρησα -γιατί είμαι και εχέμυθος- «στο λαδέμπορα πήγες να ζητήσεις 4 κουταλιές;»
Δεν σου ζήτησα τις εισπράξεις, αγάπη μου, 2 κουταλιές παραπάνω, καράγυφτα. Αν ερχόσουν στην Αρτάκη και η μάνα μου είχε φτιάξει γαλακτομπούρεκο, θα σου έδινε ολόκληρο το ταψί και θα μου λιποθυμούσες από τη συγκίνηση. Κατάλαβες τη διαφορά; Εγώ είμαι χορτασμένος από τη γενναιοδωρία των δικών μου ανθρώπων και από το σπίτι της Αρτάκης έχω πάρει απλόχερα τόνους αγάπης. Κάποτε όλοι μας, φοιτητές στα πανεπιστήμια, νιώσαμε τις ρίζες μας μικρές και για να ψηλώσουμε προσεγγίσαμε κουλτουριάρηδες που είχαν αποστηθίσει τόνους λογοτεχνίας και παρίσταναν τους σπουδαίους, γιατί έτσι μας είχαν μεγαλώσει από παιδιά οι δικοί μας άνθρωποι. Μάθε, παιδί μου, γράμματα για να γίνεις καλός άνθρωπος. Όταν όμως πήραμε πρέφα την ευτέλεια, ξαναγυρίσαμε πίσω στα δικά μας, εκεί που συντελείτο το επί της ουσίας μεγαλείο και εγώ πάντα για να ηρεμεί η ψυχή μου θα γυρνώ στην Ιθάκη μου, που είναι η Αρτάκη.
Αν και δεν μου αρέσει να μιλάω με τσιτάτα, ταιριάζει απόλυτα η ατάκα του μακαρίτη του Σωκράτη, του φιλοσόφου: «Η μόρφωση είναι θέμα συμπεριφοράς».
Η ζωή μου τα τελευταία χρόνια δεν είναι, ούτε θα ξαναγίνει ποτέ ευτυχισμένη όπως παλιά. Παλιά ξυπνούσα και έλεγα ανέκδοτα στον εαυτό μου, γελούσα, τραγουδούσα. Όταν όμως έχεις βιώσει απώλειες, η ζωή σου θα είναι μελαγχολική. Δεν θα είσαι ποτέ χαρούμενος, θα υποδύεσαι τον χαρούμενο.
Αυτό που δεν θα βαρεθώ ποτέ θα είναι οι ελάχιστοι σπουδαίοι φίλοι μου και πάντα θα θέλω να επιστρέφω στο χωριό μου, κοντά στον αδερφό μου και τους δικούς μου ανθρώπους. Με κουράζουν όλοι αυτοί στην τηλεόραση που σημειολογούν το τίποτε, που είναι όλο πόζα και δεν πήραν είδηση ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Βαριέμαι όλους αυτούς με τις ατομικές φιλοδοξίες που καθημερινά αυτές τους οδηγούν σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς, όπως υπέροχα διατύπωσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Τώρα η μόνη μου αγάπη και η διέξοδος στις καταθλίψεις μου είναι η μαγειρική. Νομίζω ότι είναι το μοναδικό ταλέντο που είμαι σίγουρος ότι έχω. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά προτιμώ κάποιος να παινέψει το μουσακά μου από το να εκθειάσει τα κείμενά μου, αυτό το βαριέμαι.
Η εμπειρία μου στα σκυλάδικα δεν μπορεί να συγκριθεί με μια θεατρική παράσταση, όσο επιτυχημένη και αν είναι. Είναι σαν να συγκρίνεις έναν αληθινό οργασμό με κάποια που τον υποδύεται στο σανίδι. Γίνεται; Αν δεν βιώσεις τις νύχτες στα σκυλάδικα σαν αληθινός εργάτης, δεν μπορείς να νιώσεις τη μαγεία του. Είναι σαν μια ορολογιακή βομβα η εμπειρία που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά θεατρική ή κινηματογραφική.
Η συνεργασία με την σκηνοθέτιδα της παράστασης Κίρκη Καραλή δεν ήταν απλά ευτυχής. Νομίζω ήταν η καλύτερη συνεργασία της ζωής μου. Υπερταλαντούχα, όμορφη, κορίτσι με συμπόνοια, δεν με εξιτάρει τόσο για το μεγάλο της ταλέντο -το ταλέντο πια δεν με εντυπωσιάζει στους ανθρώπους- αυτό που με κάνει και τη λατρεύω είναι η καλοσύνη της».
Το βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Παναγιωτόπουλου και η θεατρική παράσταση της Κίρκης Καραλή επανακυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Περίπλους του Διονύση Βίτσου. Η παράσταση παίζεται για 3 τελευταίες φορές (Παρασκευή 21:30 –Σάββατο 23:00- Κυριακή 20:00)στο Αμφιθέατρο της Τεχνόπολης (Πειραιώς 100, Γκάζι, τηλ.: 213 0109300), στο πλαίσιο της έκθεσης GR80S.