Η σχέση μου με το θέατρο, είναι η εκτίμηση κι ο σεβασμός που έχω στους ανθρώπους που καταφέρνουν να ανεβαίνουν τα βράδια στη σκηνή, ακροβατώντας πάνω σε μια εποχή που όπως έλεγε ο Μπέκετ «Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα. Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα». Την άμετρη γοητεία που μου ασκεί η μεγαλοφυΐα απ’ την Ιρλανδία, έρχονται ευτυχώς να μου τη ραγίσουν, συμβάντα. Συμβάντα που συμβαίνουν στην πόλη, που σε πάνε πάνω από μια φορά σε μια παράσταση, που θυμάσαι να οργίζεσαι χωρίς να σκορπίζεσαι, που νιώθεις λιγότερο μόνη και μόνος, που σου μαθαίνουν την αξία του αυθόρμητου χειροκροτήματος, που το γέλιο ακόμη κι αν κρύβει πίκρα, κάνει έναν κρότο λάμψης στο σκοτάδι κι αυτό αρκεί για να αντισταθείς ακόμη μια μέρα. Ένα τέτοιο «συμβάν» είναι ο Θοδωρής Σκυφτούλης, που βρεθήκαμε στα Εξάρχεια, για να του πω τις αγαπημένες μου ατάκες, απ’ την παράσταση που πρωταγωνιστεί.
«Στην παράσταση "Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού", ο καθένας από εμάς έπαιξε απ' τις πρόβες κιόλας τον ρόλο του, επενδύοντας στο κομμάτι εκείνο που γνώριζε καλύτερα. Εγώ, βοήθησα ως προς τις θεματικές του έργου, με το τι δηλαδή θέλουμε να προσεγγίσουμε και να ασχολήθουμε, καταλήγοντας στο κομμάτι της διαφορετικότητας και της «κανονικότητας». Πρόκειται για ένα απόλυτα σύγχρονο και συγκλονιστικό έργο, το οποίο γράφτηκε το 1979 απ’ τον Ντάριο Φο για την κρατική δολοφονία του Τζουζέπε Πινέλι, έχοντας τη μορφή μιας φάρσας. Σκέψου το λίγο, είναι σαν να γράφει κάποιος μια φάρσα για τον Γρηγορόπουλο ή τον Ζακ, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία τους. Αυτό που εξαρχής με αφορούσε ήταν να αναδυθεί ξανά η πολιτική σάτιρα, όχι επιφανειακά αλλά φέρνοντας στη σκηνή θεματικές που θα ξαφνιάσουν το κοινό με έναν άλλον τρόπο, υιοθετώντας το κομμάτι της αποστασιοποίησης όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Έργα που να αφορούν όλους, όχι αυτοαναφορικά.
Ο Κακλέας, έκανε μια πραγματικά φοβερή επιλογή ηθοποιών και χώρου, δίνοντας μας την ελευθερία να δημιουργήσουμε πάνω σε αυτό το έργο. Μας εμπιστεύτηκε σε μια εποχή που δεν είναι εύκολο να μιλάς και να εκφράζεσαι για όσα ζούμε, γι’ αυτό και έχει τόσο μεγάλη αποδοχή απ’ τον κόσμο.
Είναι κάθε φορά σοκαριστική η στιγμή που εμφανιζόμαστε στη σκηνή και βλέπουμε από κάτω 400 μάσκες. Προφανώς και κατανοώ ότι χωρίς αυτή τη συνθήκη δεν θα είχαμε την επιλογή του να παίζουμε, αλλά δεν παύει να δημιουργεί μέσα μου ένα μείγμα οργής και παράλληλα την ανάγκη να βάλω τα κλάματα. Έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε τα πρόσωπα των ανθρώπων, να διαβάζουμε κάθε τους συναίσθημα κι όλα αυτά μοιάζουν σε αυτήν τη φάση τουλάχιστον, να έχουν χαθεί. Δεν σου κρύβω ότι νιώθω πως βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού, για το πόσο μόνιμη μπορεί να εξελιχθεί η συνθήκη αυτή, με την έννοια μιας σύμβασης που θα ορίζει τον τρόπο που θα συμπεριφερόμαστε. Ευτυχώς, στην παράσταση που κάνουμε αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος είναι έτοιμος για νέες διεκδικήσεις, διακρίνεις ότι μέσα του κάτι βράζει και αυτό φανερώνεται ακόμη και στην ένταση του χειροκροτήματος του. Αυτή η μη αποδοχή και η αντίσταση που επικοινωνείτε τόσο από εμάς στη σκηνή όσο κι απ’ τον κόσμο από κάτω, μου δημιουργεί ρίγη. Σκέφτομαι πως πέρυσί στο Εθνικό, ανεβάσαμε live streaming σε ένα άδειο θέατρο τη "Στέλλα με τα κόκκινα γάντια". Εφτά άνθρωποι νιώθαμε πως βρισκόμασταν σε εξορία, μια εντελώς δυστοπική πραγματικότητα. Απ’ την άλλη, όλο αυτό σου δημιουργεί και μια μεγαλύτερη δύναμη για τη ζωή, υπενθυμίζει ότι είμαστε εδώ και παίζουμε για εμάς και τον κόσμο. Οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη ζωή, να κάνουμε τη θλίψη, αντίσταση».
Μένοντας στο θέμα της πανδημίας που μέχρι και σήμερα -δύο σχεδόν χρόνια απ’ την έναρξη της- δεν έχει κοπάσει, ο Θοδωρής μου λέει ότι αρχικά προσπάθησε να το δει σαν μια ευκαιρία του διεκδίκησε ο πλανήτη για να ξεκουραστεί. «Παρά την αρχική μου σκέψη κι ανάγκη να ορίζω όσο γίνεται τον χρόνο μου, γρήγορα ο εγκλεισμός δημιούργησε σκοτεινές σκέψεις, που εκκινούσαν απ’ το πολύ απλό κι απαραίτητο, του να μην μπορείς να αγγίζεις τον συνάνθρωπο σου, την οικογένεια και τους φίλους σου, βλέποντας τους από απόσταση. Θεωρώ ότι η πανδημία δημιούργησε αγκυλώσεις και νέα φοβικά δεδομένα στις σχέσεις των ανθρώπων, με τον φόβο να κυριαρχεί και να μας κατακλύζει ήδη τα τελευταία χρόνια. Κάποιες μάχες όμως πρέπει να της δώσουμε κόντρα σε όποιο συναίσθημα μας κρατά πίσω. Δεν πρέπει να χάσουμε τη συνάντηση, το "μαζί", να βάλουμε το πρόσημο της ζωής κι όχι του θανάτου σε όλο αυτό που βιώνουμε.
Ζούμε μια παράνοια αυτήν τη στιγμή που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαχείριση που γίνεται απ’ το κράτος. Εγκλεισμός, περιπολικά και την ευθύνη στον πολίτη μέχρι και σήμερα. Όσον αφορά το δικό μας κομμάτι, όσο κι αν ακουστεί τετριμμένο, όλα ξεκινούν απ’ την παιδεία για να φτάσουμε στην απαξίωση που βιώνουμε σήμερα. Τα αρμόδια Υπουργεία έχουν αποφασίσει εδώ και χρόνια ότι οι τέχνες όπως το θέατρο κι ο κινηματογράφος, δεν οφείλουν να είναι στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων των παιδιών στα σχολεία, με αποτέλεσμα να μη δίνεται η ευκαιρία να προκύψουν οι άνθρωποι εκείνοι που θα μας δώσουν νέα κείμενα και εικόνες, διεκδικώντας την εξέλιξη.
Είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι απ’ τη στιγμή που δεν μπορεί οικονομικά ο πολιτισμός να στηρίξει το κράτος, τον πετάνε. Φυσικά, μέσα σε αυτό το χάος, είχαμε και τον τραγέλαφο της Υπουργού, η οποία για να δικαιολογήσει την τραγική επιλογή που έκανε κι αφορά τον διευθυντή του Εθνικού, είπε ούτε λίγο-ούτε πολύ, ότι ο ηθοποιός είναι ένας ψεύτης. Την κορόιδεψε όπως μας εξομολογήθηκε, ως ηθοποιός. Όταν λοιπόν η Υπουργός κάνει μια τέτοια δήλωση, αναιρώντας ουσιαστικά αυτό που είμαστε, πώς περιμένουμε να νοιαστεί για τον κλάδο μας;
Αν θυμάσαι, στο πρώτο διάγγελμα του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απευθύνθηκε σχεδόν σε όλους τους τομείς της κρατικής μηχανής, επιλέγοντας όταν έφτασε στο κομμάτι του πολιτισμού να απευθυνθεί στους θεατές κι όχι στους εργαζόμενους της Τέχνης, λέγοντας τους πως δεν θα πάνε θέατρο, γιατί οι αίθουσες θα μείνουν κλειστές. Δεν είναι ότι δεν υπήρχαμε απλά, ήμασταν σε κατάσταση εξαίρεσης.
H δημιουργία του Support Art Workers, στην οποία συμμετείχα πολύ ενεργά, ήταν μια πρωτόγνωρη για μένα διαδικασία μιας και το κινηματικό κομμάτι μέσω του διαδικτύου δεν το πίστευα, έχοντας "ζυμωθεί" από παιδί στον δρόμο. Η κίνηση αυτή, όχι μόνο λειτούργησε, αλλά άφησε και παρακαταθήκη για πολλά χρόνια ακόμη, μιας και διοχέτευσε ανθρώπους στο να συμμετέχουν στα σωματεία τους, μέσα στα οποία αναδύθηκαν σημαντικά ζητήματα. Την περίοδο εκείνη, κάναμε μια τεράστια ανάλυση πάνω στο τι χρειάζονται οι τέχνες, στέλνοντας την απ’ το Υπουργείο μέχρι όπου μπορείς να φανταστείς. Το Υπουργείο, έκανε δεκτά σχεδόν όλα τα αιτήματα μας, μιας και ήταν εντελώς απροετοίμαστο κι άσχετο πάνω στις πραγματικές μας ανάγκες. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά απ’ αυτό υπήρξε Υφυπουργός σύγχρονου πολιτισμού. Τουλάχιστον κάποιος να ασχοληθεί με τον σύγχρονο πολιτισμό μιας κι η Υπουργός το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να τσιμεντώσει τα μάρμαρα. Είναι σημαντική κι απαραίτητη η διεκδίκηση στους δρόμους απ’ τους καλλιτέχνες, κάτι που δεν το συναντούσαμε συχνά στο παρελθόν. Το πολιτικό θέατρο κι η ενασχόληση με αυτά τα θέματα είχαν κάπως ποινικοποιηθεί, κι ήταν μια ευκαιρία όλο αυτό να κινηθεί ξανά. Η δημιουργία του Support δημιούργησε νέο λόγο και αφήγημα στα πράγματα, έγινε κατανοητό το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν είναι ντροπή να διεκδικείς καλύτερο μισθό, ιδιότητα ηθοποιού, φωτιστή ή βοηθού σκηνοθέτη. Όλα αυτά είναι επαγγέλματα τα οποία δεν υπήρχαν πουθενά.
Είμαστε παραδοσιακοί κι αυτό πρέπει να το σπάσουμε. Να βρούμε νέους τρόπους διεκδίκησης ακόμη κι αν νομίζουμε ότι δεν μας πάνε. Προσωπικά, αυτός ο ένας ακόμη δρόμος λειτούργησε λυτρωτικά μέσα μου. Αναρωτιούνται σήμερα κάποιοι, για το που είναι το Support, κάνοντας ίσως και πικρόχολα σχόλια. Support είναι όλες κι όλοι εμείς που μάθαμε απ’ αυτή τη διαδικασία να διεκδικούμε κάθε μέρα, συντηρώντας ένα αφήγημα με κοινωνικό πρόσημο».
Μιλώντας για συνδικαλισμό και γνωρίζοντας ότι ο Θοδωρής έχει χαράξει τη ζωή του στον αντιεξουσιαστικό χώρο, τον ρωτάω πώς τοποθετείται μέσα του, η συνύπαρξη αυτή. «Για μεγάλο διάστημα, είχε ποινικοποιηθεί απ’ τον αναρχικό χώρο το συνδικαλιστικό κομμάτι, έχοντας παίξει φυσικά ρόλο και το ΚΚΕ με τον τρόπο που διαχρονικά το «αγκαλιάζει». Υπάρχουν όμως αναρχοσυνδικαλιστικές παρατάξεις, σωματεία μαγείρων, διανομέων και σε άλλες ειδικότητες, υπάρχουν άτομα που μπορεί να μη δηλώνουν αναρχικοί, διαθέτουν όμως αντιεξουσιαστική λογική, έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στους από κάτω. Στους τομείς της εργασίας, αυτό που δυστυχώς μας τελμάτωσε, είναι η πεποίθηση ότι κάποιος που ήταν συνδικαλιστής «τα έπαιρνε». Δεν είναι έτσι όμως. Δεν είναι ντροπή να ασχολείσαι με τα δικαιώματα σου και να παρεμβαίνει ώστε να αλλάξεις τα κακώς κείμενα που εντοπίζεις.
Αποστρέφομαι το κομμάτι του λαϊκισμού, να κουνάω το δάχτυλο και να διεκδικώ τα δικαιώματα μου απ’ το Μητσοτάκη. Δεν πιστεύω και δεν έχω απαιτήσεις απ’ αυτό το σύστημα, οπότε τις αλλαγές θα προσπαθήσω να τις κάνω μόνος μου, δημιουργώντας με όσους ασπάζονται αυτή την οπτική, δομές αυτοοργάνωσης».
Η κουβέντα φτάνει στο κομμάτι των εμβολίων και στα δίπολα που διαρκώς αναδύονται με όρους εξόντωσης του ενός για τον άλλον και που φέρουν τις ευλογίες του κράτους. «Υπάρχουν κοντινοί μου άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν εμβολιαστεί. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλοί απ’ τους φόβους και τα ερωτήματα τους, δεν πήραν κάποια σοβαρή κι επιστημονική απάντηση. Όσο όμως καταλαβαίνω το συναίσθημα αυτό, άλλο τόσο στέκομαι απέναντι σε αυτόν που αποκαλούμαι σήμερα "ψεκασμένο" δημιουργώντας μεσαιωνικές καταστάσεις στην κοινωνία. Είναι πραγματικά ζήτημα το να αποκαλούμαι άγιο, έναν μητροπολίτη που πέθανε υπερασπιζόμενος τον θάνατο. Ζούμε εποχές τραμπισμού, όλα είναι μπερδεμένα στον εγκέφαλο του κόσμου με την υπερπαραπληροφόρηση να θολώνει κάθε σοβαρή μας κρίση. Αν υποτιμήσουμε αυτή τη συνθήκη θα τη βρούμε μπροστά μας, όπως ακριβώς έγινε και με τη Χρυσή Αυγή και τη συνθηματολογία του "όλοι ίδιοι είναι". Ξαναλέω, σέβομαι τον φόβο. Έχουμε ένα εργαστήρι στην Πετρούπολη, στο οποίο είμαστε όλες κι όλοι εμβολιασμένοι, εκτός από ένα παιδί. Με τον νέο νόμο δεν θα έπρεπε να έρχεται στο μάθημα, ένα μέτρο Άουσβιτς. Αποφασίσαμε λοιπόν όλες κι όλοι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συνεχιστεί το μάθημα χωρίς εκείνον, ότι δεν θα απομονωθεί κανένας με τη συγκατάθεση μας. Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι όλο αυτό το συμφωνήσαμε άνθρωποι που πολιτικά ή ιδεολογικά δεν συγκλίνουμε μεταξύ μας. Τέτοια γεγονότα σε τραντάζουν θετικά, γεννούν ελπίδα, σε τραβάνε στο "πάμε να ζήσουμε μαζί"».
Τον άλλο μήνα, οι υποθέσεις Φιλιππίδη και Λιγνάδη, οδηγούνται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ρωτάω τον Θοδωρή πώς βίωσε την αποκαλυπτική χρονιά που μας πέρασε, φανερώνοντας ακραία κακοποιητικές συμπεριφορές στον χώρο του θεάτρου. «Είναι αστείο στον χώρο τον δικό μας να πέφτει κάποιος απ’ τα σύννεφα, λέγοντας πως πρώτη φορά ακούει για κακοποιητικές συμπεριφορές. Δεδομένα υπήρχαν κι έβραζαν χρόνια, αποτελώντας κανονικότητα για κάποιους. Προσωπικά, έχω επιλέξει να κινούμαι σε ένα λιγότερο εμπορικό κομμάτι του θεάτρου - όπου όπως είδαμε τέτοιες συμπεριφορές ήταν πιο συχνές-, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα εικόνα. Παρόλα αυτά, μου έχει τύχει να δεχθώ ψυχολογική βία κι αποχώρησα. Δεν μπορεί μέχρι και σήμερα να μη με εντυπωσιάζει ο τρόπος που αναδύονται τέτοιες συμπεριφορές, σε μια δουλειά που η δημιουργία της βασίζεται στη χαρά. Αναγνωρίζω ότι ήταν πολύ δύσκολο να σπάσει η κανονικότητα των τεράτων που λειτουργούσαν με αυτόν τον εξουσιαστικό τρόπο απέναντι σε αυτά τα πλάσματα. Πολλές φορές, όλο αυτό το διάστημα έχω σκεφτεί ότι θα ήθελα με κάποιον τρόπο να ήμουν μπροστά σε ένα τέτοιο περιστατικό, να μπορέσω να πάρω κάτι απ’ τη μοναξιά και την αδυναμία που μπορεί να ένιωσαν αυτά τα πλάσματα εκείνες τις στιγμές, απέναντι σε όλους αυτούς τους "άντρες παλιάς κοπής". Νιώθω οργή και θέλω να μη ξεχαστούν όλες αυτές οι επώδυνες μάχες που δόθηκαν από τις γυναίκες κι εφηβάκια, που βρήκαν τόσο θάρρος και μίλησαν. Θέλω να πιστεύω ότι πλέον δημιουργούνται νέες σχέσεις, που αυτά τα πρόσωπα δειλά-δειλά θα αποβάλλονται. Η νέα γενιά είναι ένα κύμα που θα ξεπλύνει τη σαπίλα κι αυτό το εσκομπαρικό σκηνικό στο θέατρο. Μαφιόζικες συμπεριφορές δεν θα έχουν πια χώρο. Η επίφαση ότι για να κάνεις τέχνη πρέπει να αγκομαχάς δεν περνάει πλέον, ούτε θεολογικά αφηγήματα κάποιων που λένε ποιος είναι ο σωστός και ποιος όχι. Οι τέχνες έχουν αντιεξουσιαστικό λόγο».
O Θοδωρής, έχει έναν γιό 12 χρονών τον Γρηγόρη, που πηγαίνει καλλιτεχνικό γυμνάσιο. «Πρόκειται για ένα ανοιχτό μυαλό. Ήρθε να δει τη παράσταση και το κομμάτι το οποίο ξεχώρισε ήταν απ’ την αρχή, εκεί που ο γελωτοποιός αναφέρεται σε μια λεσβία στη Ρωσία. Μου είπε λοιπόν, ότι του άρεσε πολύ γιατί έχει διαβάσει στο διαδίκτυο ότι οι Ρώσοι είναι φασίστες απέναντι στο διαφορετικό, και πως χάρηκε που το άκουσε αυτό στη σκηνή. Συγκινήθηκα πολύ και αιφνιδιάστηκα, τον λάτρεψα. Δεν μεγαλώνουμε το παιδί μας φωτογραφικά, η ίδια η ζωή που κάνουμε δίνει από μόνη της της απαντήσεις. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Πριν κάποιο καιρό, φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας μια οικογένεια προσφύγων απ’ τη Συρία. Σκέψου ότι τους ξεπροβοδίσαμε μέχρι το αεροδρόμιο. Ο Γρηγόρης, όλο αυτό το διάστημα επικοινωνούσε σωματικά με τα παιδιά, μιας και δεν είχαν κοινή γλώσσα. Τι να του φανεί ξένο μετά απ’ αυτό; Δεν του είπαμε, είναι πρόσφυγες γι’ αυτό πρέπει να τους αγαπάς, ποτέ δεν του λέμε τέτοια πράγματα. Τα βιώνει όμως, κι έτσι τα κάνει δικά του».
Τον ρωτάω για τη δική του παιδική ηλικία, μια περίοδο που ο Θοδωρής τη χαρακτηρίζει ως «λογοτεχνική», ζώντας στην καρδιά μιας πολύ δεμένης οικογένειας, με τον πατέρα του Νώντα Σκυφτούλη να διώκεται εμμονικά και για χρόνια απ’ το κράτος, διατηρώντας την ιδεολογική ταυτότητα του αντιεξουσιαστή. «Νομίζω ότι ένας λόγος που μου αρέσει τόσο πολύ ο ρόλος μου, είναι για το ότι έτσι όπως είναι δομημένος τον έχω βιώσει στην πραγματικότητα, το ίδιο γελοία και φασιστικά. Θυμάμαι ήμουν πέντε χρονών στο ΤΣΑΦ, ένα ιστορικό μαγαζί στην πλατεία των Εξαρχείων, που μαζεύονταν το ανφάν γκατέ της αναρχίας και των καλλιτεχνών και καθόμουν δίπλα στον αναρχικό Μάκη Μπουκουβάλα, απέναντι απ’ τον Γιλμά που ήταν πολιτικός πρόσφυγας και που καθόταν δίπλα στη μάνα μου. Μπαίνει λοιπόν ξαφνικά μια διμοιρία στο μαγαζί με πέντε ασφαλίτες και παρατάσσουν τα όπλα, φωνάζοντας "Ακίνητος". Ενώ λοιπόν στόχευαν τον Μπουκουβάλα, ήταν σαν να στόχευαν εμένα, που ήμουν δίπλα. Τον βούτηξαν, τον πήραν, κι η μάνα μου μου είπε "ταινία είναι παιδί μου" κι εγώ την πίστεψα.
Δεν θα ξεχάσω επίσης όταν είχαν συλλάβει τον πατέρα μου, με την αντιτρομοκρατική να μπαίνει στο σπίτι για να κάνει έρευνα, σκίζοντας "κατά λάθος" όλες μας τις φωτογραφίες. Για τον λόγο αυτό, δεν έχουμε σήμερα οικογενειακές φωτογραφίες από τα παιδικά μου χρόνια. Βγαίνοντας ο Νώντας απ’ τη φυλακή ήταν πλέον γνωστός, οπότε όταν με σταμάταγαν με το μηχανάκι και καταλάβαιναν ότι είμαι ο γιος του. Πάντα μετά από την έκφραση άγχους που έπαιρναν, μου έλεγαν "ευχαριστούμε πολύ, να είστε καλά, να προσέχετε και να κοιτάτε τα λάστιχα σας". Επίσης, ένα άλλο πολύ ωραίο γεγονός ήταν τότε που το Internet δεν ήταν ακόμη στα πάνω του. Υπήρχε λοιπόν μια φωτογραφία απ’ την πορεία για τη G20 στη Θεσσαλονίκη, που ήμουν μέσα κι εγώ. Έτσι, είπα σε κάποιον να μου την τυπώσει για να την έχω. Είμαι λοιπόν 3 το χάραμα με το μηχανάκι και γυρίζω σπίτι. Με σταματάει ασφαλίτικο, με ψάχνει και βρίσκει τη φωτογραφία. Μη στα πολυλογώ, με πάει στο τμήμα ενώ εγώ πήρα τον Νώντα, ο οποίος με το που ήρθε ζητούσε να με δει και να με βγάλουν έξω. Ο αστυνόμος τότε για να τον ηρεμήσει, εκτός του ότι του μίλαγε στον πληθυντικό, του έλεγε ότι τα πράγματα στην αστυνομία έχουν αλλάξει, ότι πλέον είναι αρκετοί που είναι μορφωμένοι κι έχουν μάλιστα διαβάσει Max Weber. Με τα πολλά κι ενώ απειλούσε ότι θα τους καταγγείλει, με πήρε και φύγαμε. Αυτό το λέω για να εξηγήσω πως έχω βιώσει όλη τη γκάμα της αστυνομικής συμπεριφοράς και βίας, μετατρέποντας τη σε ορμή για δημιουργία.
Δεν άφησα να λιμνάζουν μέσα μου απωθημένα. Είχαν συλλάβει τον πατέρα μου για μια υπόθεση. Αθωώθηκε και την ίδια μέρα βγήκε ένταλμα σύλληψης για άλλη υπόθεση. Το βράδυ είχε μαζευτεί κάτω απ’ το σπίτι μας 3000 κόσμος, σαν ένδειξη αλληλεγγύης. Τον Νώντα σκέψου τον συνέλαβαν για τη 17Ν ως αριστεριστή, ενώ ήταν αναρχικός, μιλάμε για εντελώς καφκική φάση. Αλληλοθαυμαζόμαστε με τον πατέρα μου και λατρεύω τον βράχο του σπιτιού, τη μάνα μου. Ήμασταν και παραμένουμε μια μια αναρχική οικογένεια, μιλούσαμε πάντα ίσος προς ίσον, κι αυτό ήταν λυτρωτικό για εμένα. Υπήρχαν φορές που μπορεί να μου έβγαιναν κάποιες ανασφάλειες, λόγω του ότι δεν μεγάλωνα όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου, αλλά νομίζω η σχέση με τους γονείς μου δεν άφησε περιθώρια να εξελιχθούν. Ζήσαμε ασύγκριτα δυνατές στιγμές μαζί, βλέπαμε τον Νώντα στο επισκεπτήριο στον Κορυδαλλό όπου έμεινε τρία χρόνια. Βάλε και την απεργία πείνας που πηγαίναμε στο νοσοκομείο και τον βλέπαμε φρουρούμενο...».
Μεγαλωμένος στους κόλπους της αντιεξουσιαστικής ιδεολογίας, τον ρωτάω πώς αφουγκράζεται σήμερα τις ιδεολογικές διώξεις που κατά καιρούς παρακολουθούμε. «Από μικρό παιδί θυμάμαι όλες τις διώξεις του πατέρα μου κι αυτό δεν έχει σταματήσει, είναι ένα φαινόμενο που το ξέρουμε και προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε. Τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί το κομμάτι της δίωξης, δεν αποτελεί στόχο μόνο ο αναρχικός χώρος -άλλωστε αυτό θα είναι πάντα δεδομένο- , ανοίγεται και σε ανθρώπους που απλά δεν "ταιριάζουν" και διεκδικούν τη διαφορετικότητα τους. Η ψαλίδα της καταστολής ανοίγει, εγκαθιδρύοντας τον φόβο και τη βία. Ο σημερινός Υπουργός Υγείας ήταν αυτός που ήρθε χαράματα και προ εκλογών στην πλατεία Εξαρχείων και έλεγε ψιθυριστά ότι θα την καταλάβουν. Τι να λέμε τώρα; Είναι φοβερό το ότι κάποιος μπορεί ακόμη να πιστεύει ότι το κράτος μπορεί να του δώσει λύσεις. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, έκανε καριέρα από "τα λιγουρεύεστε;" κι είναι κι αυτός Υπουργός. Απ’ το να πιστεύεις σ’ αυτούς τους ανθρώπους μια καλή σκέψη είναι να αρχίσεις να πιστεύεις στον εαυτό και στις δυνάμεις σου κι όχι σε μια κρατική μηχανή που δημιουργεί ρατσιστικά, φασιστικά και σεξιστικά πρότυπα. Να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας για να σωθούμε, για να πούμε ότι ζήσαμε όμορφα, ότι δεν αφεθήκαμε στη μοίρα του όποιου θεού είτε αυτό είναι το κράτος είτε κάποιος θρησκευτικός θεός. Να ζήσουμε αυτοοργανωμένα.
Ούτε ελευθερία του λόγου με την έννοια που θα τη θέλαμε υπάρχει, είναι κάτι το εντελώς επίπλαστο. Αυτό το μπέρδεμα βοηθάει στο να διογκώνεται η σκοτεινιά του παρακράτους που μας καλύπτει με τον μανδύα του ότι όλα είναι καλά κι υπό έλεγχο. Όταν όμως γίνονται συμβάντα σαν του Ζαραλίκου, καταλαβαίνεις ότι μάλλον δεν είναι όλα καλά. Βέβαια, το ενθαρρυντικό της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι ότι ο κόσμος απέβαλε την όποια κυρία Σάσα Σταμάτη απ’ την παράσταση, χωρίς να φοβηθεί τους μπράβους που κουβαλούσε».
Το ρωτάω για «Το Τάβλι», μια παράσταση εμπειρία ζωής όπως τη χαρακτηρίζει. «Ξεκίνησε με ένα δικό μου βίωμα, απ’ τον θείο κι αδερφό του πατέρα μου, που ήταν αλκοολικός και πέθανε από κύρωση του ύπατος. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε μέσα στα καφενεία του Αγρινίου, τα οποία τα έχω ζήσει κι εγώ. Πρόκειται για έναν κόσμο μαγικό, που φέρει τη γοητεία της αλήθειας. Αποφασίσαμε να κάνουμε την παράσταση μέσα στα καφενεία μιλώντας γι’ αυτούς τους ανθρώπους, βγάζοντας όλο το ηθογραφικό στοιχείο της παράστασης που δεν μας αφορούσε, βάζοντας μέσα θέματα που ενοχλούν ακόμη και τους ίδιους. Βιώσαμε ανεξίτηλες στιγμές, οι γυναίκες μπήκαν για πρώτη φορά στα καφενεία για να δουν την παράσταση αυτή. Ήταν αποκαλυπτικό για εμάς, ο ηθοποιός ξέρεις, θέλει πάντα να έχει τον χρόνο του να σκεφτεί και να μπει σ’ ένα νεκρό κλίμα πριν την παράσταση. Εμείς θεωρήσαμε ότι η πεμπτουσία της τέχνης είναι να είναι όσο γίνεται πιο ζωντανό το πράγμα και κοντά στην αλήθεια. Παίξαμε για τον κόσμο που ζει στα καφενεία, όχι έξω απ' αυτά».
Κλείνοντας, μιλάμε για τα μαθήματα που κάνει στην κατάληψη στο Βοτανικό. «Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που κάνω στη ζωή μου. Είναι απελευθερωτικό, μια προσωπική ρωγμή. Κάνω αυτό που θέλω, με τον τρόπο μου, αυτοοργανωμένα. Πρόκειται για μια συνάντηση με ερασιτέχνες που αγαπάνε το θέατρο, επικοινωνούμε πολιτικά με έναν νέο τρόπο, με έναν νέο λόγο. Έχουμε κάνει πολλές παραστάσεις και η διαδικασία αυτή είναι σπουδαία. Έχουμε παίξει την Αντιγόνη μέσα στο εργοστάσιο της ΒΙΟΜΕ, έχουμε παίξει σχεδόν σε όλες τις πλατείες της Πετρούπολης, μιας κι ο δήμος δεν ασχολείται. Τα μαθήματα αυτά, τα κάνω 12 χρόνια, μια φορά την εβδομάδα. Ο ρόλος μου δεν είναι αυτός του δασκάλου, αλλά του συντονιστή που προσπαθεί να επικοινωνήσει όσα γνωρίζει, όχι με εξουσιαστικό αλλά ομαδικό τρόπο. Είμαστε περίπου 30 άτομα, από 18 μέχρι 60 ετών. Αν χαθεί όλο αυτό θα μου στοιχήσει πολύ».