Πίσω στο 2016, μια βιτρίνα στο Κάτω Παγκράτι προκαλούσε περίεργες κι ασύνδετες μεταξύ τους αντιδράσεις. Σε έναν άκρως μίνιμαλ και ντιζαινάτο χώρο που είχε ως μότο του το “this is a place made for fun”, μια γυναίκα μπήκε και πήρε θέση περιμένοντας να της περιποιηθούν τα νύχια κι ένας περαστικός ρώτησε αν τα ολομέταξα μαντήλια του είναι αξεσουάρ για ταχυδακτυλουργούς. To κατάλευκο Studiomateriality στον αριθμό 32 της Αρχελάου έχει περάσει για χρωματοπωλείο αλλά και για μαγαζί με βιολογικά. Με τον καιρό η funky αισθητική του απλώθηκε στην πόλη, ξέφυγε μάλιστα κι από την Αθήνα. Κι όσοι ψάχνονται με αυτά, αναζήτησαν ποιος κρύβεται πίσω από αυτή τη μοναδική σχεδιαστική υπογραφή που σφηνώθηκε με τα πλακάτα της χρώματα ανάμεσα στα μαγαζιά που στολίζονται με ρετρό νοσταλγία ή ποντάρουν στο (πλέον) πολυπαιγμένο βιομηχανικό στυλ.
Πριν βρεθεί στα ακαδημαϊκά τετράμηνα και το Τμήμα Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής, Διακόσμησης και Σχεδιασμού Αντικειμένων του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, πριν μελετήσει τις καλές τέχνες στην ομώνυμη σχολή της πόλης, η επαφή του Μίλτου Κοντογιάννη με το design ήταν αυτή που μπορεί να έχει ο καθένας μας, τουλάχιστον έτσι την περιγράφει ο ίδιος. Είχε «καλή σχέση με τα αντικείμενα», έκανε συλλογές από διάφορα, αυτές που φυλάει ακόμα απαρτίζονται από ρολόγια Swatch και φιγούρες υπερηρώων, 80s και 90s κομμάτια.
Έχοντας ήδη εμπειρία στο interior design, δημιούργησε στην αρχή την έδρα του Studiomateriality προσπαθώντας να επικοινωνήσει την εναλλακτική ματιά του. Έφτιαξε καθρέφτες, lightboxes, πετσέτες, τα μαντήλια που κάποιος φαντάστηκε να χρησιμοποιούνται σε οπτικές ψευδαισθήσεις, όλα τους κέντρισαν το βλέμμα. Το πρώτο μαγαζί που έστησε το studio κι απέκτησε δημοσιότητα ήταν το Coffix, το καφέ που άνοιξε το 2017 - κέρδισε την προσοχή του El Decor Italia και του Design Milk, έπειτα βραβεύτηκε στα German Design Awards. «Παράλληλα, κάναμε δουλειές που δεν τις έχουμε δείξει ποτέ, όχι γιατί είναι κακές αλλα γιατί δεν ήταν επικεντρωμένες στο κομμάτι του branding όπως ακριβώς το προσφέρουμε εμείς, δεν είναι τέτοιες ώστε να πεις "αυτό είναι Studiomateriality". Ευτυχώς, με τον καιρό, φτάσαμε στο σημείο να λέμε "κάνουμε αυτό το πράγμα με αυτόν τον τρόπο"»
.
Τις μέρες που το καφέ της Καλλιθέας βραβεύτηκε, ένας πελάτης του σχολίασε «ρε παιδιά, ωραίος ο καφές αλλά το μαγαζί είναι σαν τουαλέτα, δεν παίρνετε κανέναν designer να σας το κάνει λίγο ανθρώπινο;». Κι αυτό είναι ένα σχόλιο που ο Μίλτος Κοντογιάννης αφηγείται γελώντας. Του ζητάω να χαρακτηρίσει την αισθητική του. « Ο τρόπος που τη βλέπω εγώ δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνεται και στην εικόνα που έχει ο κόσμος γι΄αυτή. Στο δικό μου το μυαλό είναι μια αισθητική σημερινή».
Τι σημαίνει αυτό; «Δεν έχουμε κάποιο όριο, μιξάρουμε πολλά πράγματα ως γραφείο. Μας αρέσουν κάποια παλιά αντικείμενα και τα 80s, μας χαρακτηρίζει το χρώμα, από την άλλη όμως υπάρχουν δουλειές μας που δεν έχουν ούτε μισό. Μας συγκινούν και μας αρέσουν πράγματα που έχουν κάτι να πουν, δεν ακολουθούμε νόρμες γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν στη ζωή σήμερα που τη μία μέρα τρώμε σε καντίνα και την άλλη σε ένα πολύ ακριβό εστιατόριο. Αυτή είναι μια “μέση” που δεν υπήρχε παλιότερα, ο κόσμος χωριζόταν μεταξύ αυτών των δύο».
Ο ιθύνων νους του Studiomateriality θα ήθελε να στήσει ένα κρεοπωλείο, ένα ψαράδικο, ένα μαγαζί με βίδες, μια ταβέρνα. Από όλα αυτά έχει φτάσει πιο κοντά στο τελευταίο, έχει ανανεώσει ένα καφενείο στη Γαστούνη, «και το κάναμε με πολύ χαρά, κάποιος μου είπε πως μοιάζει λες και βάλαμε χρώμα σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, έτσι το βλέπω κι εγώ. Δεν με ενδιαφέρει τι αντικείμενο έχει το κάθε μαγαζι, θεωρώ ότι πρέπει να βλέπουμε με μια σύγχρονη ματιά τα πράγματα, να μην κολλάμε σε στερεοτυπικές εικόνες. Αν μας πεις “πάμε να κάνουμε ένα παραδοσιακό καφενείο” η προσέγγισή μας δεν θα είναι να ψάξουμε την καρέκλα-αντίκα, ούτε μας εξυπηρετεί πλέον η λάμπα με φυτίλι για παραφινέλαιο. Η ατμόσφαιρα δημιουργείται και με σημερινούς όρους».
Δουλεύει συνήθως με τα βασικά υλικά, με μονόχρωμα πλακάκια, ξύλο και σίδερο.
Από την οπτική ταυτότητα ενός χώρου μέχρι τα καλύμματα των καναπέδων και τις κουρτίνες, από τα ρούχα του προσωπικού μέχρι τα σκεύη σερβιρίσματος, το Studiomateriality είναι αφιερωμένο στο να «customάρει», κάτι που μπορείτε να καταλάβετε μπαίνοντας στο αλλόκοτο Kobra, στο μπαρ της Ναυαρίνου που ξεφεύγει από τις πεπατημένες σε κάθε του λεπτομέρεια και είναι μια από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές του studio.
Eκεί θα συναντήσετε τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου σε μια 3D εκδοχή, ένα τραπέζι που γυρίζει θυμίζοντας παιδική χαρά, ένα μπάνιο-πισίνα, μια βιτρίνα με έμπνευση από τον Μποτιτσέλι και Αφροδίτες που αντικαθιστούν τα μπουκάλια με τους αλκοολικούς βαθμούς, ένα ασυνήθιστο εξομολογητήριο μέσα στο οποίο μπορείτε να πιείτε ποτό. Κι αυτά είναι μόνο λίγα από τα πολλά που θα παρατηρήσετε εκεί, ακόμα και ακούσια, το βρίσκω σχεδόν αδύνατο να μην τραβήξουν την προσοχή σας.
«Με εξαίρεση κάποιους λίγους, υπάρχει μια επανάληψη στους χώρους της Αθήνας, έχουμε μια τάση να αντιγράφει ο ένας τον άλλον. Κι επειδή δεν είμαστε στα ‘90s για να μας εντυπωσιάσει ένα burger, επειδή έχουμε φάει, έχουμε πιει και τα έχουμε δει όλα, πλέον είμαστε πολύ ενημερωμένοι ως κοινό στην Ελλάδα. Γι’ αυτό πιστεύω στο κομμάτι της εμπειρίας, ότι ο χώρος ενός μαγαζιού πρέπει να αποτελεί έναν καλό λόγο για να το επισκεφτείς».
Τον ενοχλεί να χαρακτηρίζουμε τα μαγαζιά του instagramικά; «Καθόλου, χαίρομαι που ο κόσμος κοιτάει πρώτα να φωτογραφηθεί και μετά να φάει, θεωρώ ότι βοηθάει το μαγαζί, ούτε το θάβει, ούτε το μειώνει, ούτε υποβαθμίζει το προϊόν του -αν αυτό είναι καλό. Ζούμε μέσα στην εικόνα, τη συζητάμε και τη στέλνει ο ένας στον άλλον, γι’ αυτό και το instagram μεσουρανεί και οδηγεί τις εξελίξεις».
Ο Μίλτος Κοντογιάννης δεν ανήκει σε εκείνους που παραλληλίζουν την Αθήνα με μια άλλη πόλη, τη βλέπει ως ένα μέρος «όπου το underground συνυπάρχει αρμονικά με τα νεοπλουτίστικα στέκια». Αγαπημένη του πόλη είναι το Παρίσι γιατί συνδυάζει το κλασικό με ό,τι τρέχον. «Ίσως να μην το περιμένεις από μένα αλλά απολαμβάνω τη διαχρονικότητα. Και τα μαγαζιά που φτιάχνει το Studiomateriality είναι διαχρονικά, μπορούν να υπάρχουν για πάντα. Είμαι της λογικής πως ό,τι γίνεται με σωστό τρόπο είναι αυτομάτως διαχρονικό».
Υποστηρίζει πως ο Jeremy Scott του οικού Moschino είναι από τους τολμηρούς που έχουν διαμορφώσει την κατάσταση της αισθητικής του σήμερα, θαυμάζει τους Philippe Starck, Jeff Koons και Marcel Wanders. Εμβληματικά αντικείμενα για εκείνον είναι όσα έχουν χρησιμοποιηθεί από τους πολλούς, όσα είναι προσιτά και συνδεδεμένα με μια ανάμνηση. «Η πλαστική καρέκλα “του γύφτου” είναι τέλεια σχεδιασμένη, τρομερά αναπαυτική, αποθηκεύεται πολύ εύκολα μπαίνοντας μπαίνει η μία μέσα στην άλλη, είναι πανάλαφρη, φθηνή και ανθεκτική. Όλοι έχουμε κάτσει σε μια τέτοια καρέκλα σε ένα χωριό, σε μια θάλασσα, σε μια αυλή με κληματαριά».
Στα εμβληματικά αντικείμενα βάζει και κάποιες απλίκες κήπου, τα φωτιστικά «χελωνάκι» όπως τα αποκαλεί, μερικά από αυτά φωτίζουν και την έδρα του Studiomateriality «όπου και να στρίψεις θα βρεις ένα τέτοιο αντικειμενο, σε όποιο σπίτι και να πας, σε όποιο εξοχικό. Γιατί κάνει τη δουλειά του καλά και κοστίζει έξι ευρώ».
Ο Μίλτος Κοντογιάννης δείχνει να αντιλαμβάνεται με έναν άλλον τρόπο εικόνες της καθημερινότητας. «Μου αρέσουν τα χρώματα και η τάξη στα ράφια ενός σούπερ μάρκετ, η εικόνα της κατανάλωσης που όλοι έχουν καταδικάσει. Στα σακουλάκια, στα μπουκαλάκια, στο πακέτο με τα έτοιμα noodles, εγώ βρίσκω κάτι».
Συχνά, σε κείμενα για τη δουλειά του Studiomateriality θα διαβάσετε και τον χαρακτηρισμό «ποπ», κι εγώ τον έχει χρησιμοποιήσει, κι όχι μία φορά. «Δεν είμαστε μόνο αυτό, δεν βλέπεις το Kobra και σκέφτεσαι "να ένα ποπ μαγαζί". Κάποιοι έχουν πει για τη δουλειά μας ότι είναι πολύ παιδική, τουλάχιστον όταν ξεκινήσαμε. Αν ήταν ασυνήθιστο το 2016, το 2020 υπάρχει πολύ παιχνίδι στο design».
Πώς θα σχεδιάζει το Studiomateriality του 2030, με τι θα δουλεύει, τι είδους χωρικές εμπειρίες θα δημιουργεί; «Δεν το φαντάζομαι πολύ μεγαλύτερο απ΄ότι είναι. Θα ήθελα να έχουμε τη δυνατότητα να αφιερώνουμε χρόνο σε ένα κομμάτι πιο πειραματικό και ερευνητικό, να δοκιμάζουμε καινούργια υλικά και τεχνολογίες, αυτό είναι το παραπέρα που θα ήθελα να πάμε. Σε δέκα χρόνια θέλω να πειραματιζόμαστε ακόμα, και πιο πολύ».
Αρχέλαου 32, Παγκράτι. Τηλ: 2114072751