Όταν μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, ο μόνος λόγος που δεν ένιωσα ολίγον τι αγενής που ενώ δίναμε τα χέρια, εγώ - αντί να τον κοιτάζω κατάματα όπως κάνω κάθε φορά που συναντώ κάποιον για πρώτη φορά, οπως πρέπει να κάνουν γενικώς όσοι συναντιώνται για πρώτη φορά - αναζητούσα με το βλέμμα μου κάπου πίσω του την περιβόητη «δισκοθήκη του Γιώργου Πολυχρονίου», ήταν γιατί με το ελεύθερο, αριστερό του χέρι μού έκανε στα γρήγορα νόημα να περάσω μέσα και να καθίσω όπου αγαπώ, όπως είπε, στον μεγάλο καναπέ στο κέντρο του σαλονιού, να καπνίσω αν θέλω, γενικώς να βολευτώ, και όλα αυτά σε ένα τέμπο που έμοιαζε σχεδόν αφόρητα αγχωτικό (ίσως γιατί συναντηθήκαμε το πρώτο σχεδόν αφόρητα ζεστό μεσημέρι του Μαϊου), με μια ανάσα, ενώ πριν καν του τελειώσει πρόλαβε να με ρωτήσει και τι καφέ θέλω να μου φτιάξει. Του είπα να φτιάξει ό,τι είναι πιο εύκολο, κυρίως γιατί δεν ήθελα καφέ, ήθελα όμως να πάει στην κουζίνα για να μπορέσω, χωρίς να είναι μπροστά, να κοιτάξω δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω, συνεχίζοντας να αναζητώ τους δίσκους του και να μην τους βρίσκω. Όταν επέστρεψε αντί για καφέ μου έφερε ένα παγωμένο αναψυκτικό με τρόπο τόσο φυσικό σαν αυτό να του είχα ζητήσει εξαρχής και όταν τελικά κάθισε απέναντί μου και άναψε το πρώτο από τα δύο εκατομμύρια τσιγάρα που θα άναβε και θα έσβηνε μετά από λίγες ρουφηξιές, δεν κρατήθηκα άλλο.
«Που είναι όλοι οι δίσκοι;» τον ρώτησα. Και τότε σηκώθηκε, δηλαδή πετάχτηκε από τον καναπέ σαν να θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει ανοιχτό το μάτι της κουζίνας και άρχισε να ανοίγει τις ντουλάπες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα προσέξει, γιατί ήταν απλώς ντουλάπες, και να μου δείχνει βινύλια, πολλά βινύλια, χιλιάδες βινύλια, και στο σαλόνι, και στο διπλανό δωμάτιο (εκεί που είχε και μια απλώστρα με ρούχα) και στο παραδιπλανό (εκεί που έχει και δύο πικάπ ΜΚ2 και ένα μίκτη, για να τ’ ακούει), και σε όλα τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτού του, εξιστορώντας μου εν συντομία, κάθε φορά που τραβούσε ένα άλμπουμ ευλαβικά από το ράφι του, όλο το «γενεαλογικό δημιουργικό δέντρο» του καλλιτέχνη, τις συνεργασίες του, τις περιπέτειες του με το νόμο, τα πάντα.
«Πως τα έχεις ταξινομημένα;» τον ρώτησα, γιατί για κάτι τέτοια καίρια ζητήματα απασχολούν όσους σαν κι εμένα (που έχω δεκάδες χιλιάδες δίσκους λιγότερους από τον G-Poly) και σαν εκείνον επιμένουν να αγοράζουν βινύλια την εποχή του Spotify.
«Αλφαβητικά, όλα αλφαβητικά», μου απάντησε.
«Δηλαδή ό,τι σου ζητήσω, ξέρεις ακριβώς πού θα το βρεις;»
«Φυσικά!».
«Που έχεις Talking Heads;», του είπα στην τύχη και τους εντόπισε αμέσως σε ένα ψηλό ράφι. «Four Tops;», του είπα αμέσως μετά. «Έλα από δω», μου είπε, με οδήγησε σε ένα άλλο, σχεδόν κρυφό δωμάτιο, έβγαλε έναν από τους πολλούς δίσκους τους που είχε σε ένα από τα πολλά γεμάτα ράφια και στοιχηματίζω ότι θα ήθελε να συνεχίσουμε αυτό το παιχνίδι για πολύ ακόμη, αν δεν του θύμιζα ότι στο σαλόνι μας περιμένει ένας καφές, που έτσι ζαλισμένος όπως ήμουν μέσα στο αχανές βινυλιακό του σύμπαν, είχα ξεχάσει ότι μόνο καφές δεν ήταν.
Είναι η πρώτη φορά που μένω μόνος μου στο σπίτι. Σοβαρά. Πρόσφατα χώρισα και με την τελευταία σύντροφό μου, μία πολύ καλή κοπέλα, με αγαπούσε. Ήθελε, όμως, γάμο και παιδιά. Και αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά.
Με όλες μου τις πρώην έχω καταπληκτικές σχέσεις. Που είναι το κακό;
Παλιά μίλαγα σε δέκα γυναίκες, και με έπαιρναν τηλέφωνο δώδεκα. Τώρα από τις δώδεκα με παίρνουν οι δύο. Τι να κάνουμε. Είμαι συνειδητοποιημένος, δεν το παίζω τζόβενο. Στα 60 μου μπορώ πια να αυτοσαρκάζομαι.
Μιας και πιάσαμε τις ηλικίες, άκου ένα ανέκδοτο; Είναι σε ένα μικρό νησάκι ένας εικοσάρης, ένας σαραντάρης κι ένας εξηντάρης. Στο απέναντι νησάκι ήταν τρεις γκόμενες γυμνές. Ο εικοσάρης που βράζει το αίμα του λέει «μαλάκες πάμε να κολυμπήσουμε, 1 χιλιόμετρο είναι». Ο σαραντάρης πιο ψύχραιμος λέει «εντάξει ρε κουλάρισε, θα πάμε πιο μετά». Και ο εξηντάρης πιο χαλαρός απ’ όλους: «που να τρέχουμε τώρα, κι από εδώ μια χαρά φαίνονται».
Να σου πω και κάτι άλλο αστείο που λέω με τους φίλους μου; Οι γυναίκες χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: Α, ΒΑ, Β και Γ. Της κατηγορίας Α τις βγάζεις στο Πεντελικόν. Της ΒΑ στο Balthazar. Της Β σε ιταλικά, τρατορίες και τέτοια. Και της Γ στη Μπιφτεκούπολη, στη Γλυφάδα. Τέτοιες μαλακίες λένε οι άντρες μεταξύ τους.
Με ενοχλούν πια πολλά πράγματα. Όσο είσαι μικρός, τα ανέχεσαι, δεν τα πολυκαταλαβαίνεις, δεν σε ενδιαφέρουν γιατί πνίγεσαι στη δουλειά. Τώρα όμως με ενοχλούν. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, για παράδειγμα, η βλακεία του Μαρινάκη με τον Μώραλη στον Πειραιά, με ενοχλεί πάρα πολύ. Γιατί κατέβηκε ξαφνικά ο Μαρινακης δηλαδή;
Με σταματάνε στο δρόμο και μου ζητάνε να πω στο ραδιόφωνο διάφορα για την κρίση, για τα προβλήματα, για τους χαλασμένους δρόμους. Τους λέω «αγάπη μου δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Η δική μου δουλειά είναι ο Marvin Gaye, ο Will.i.am και οι Black Eyed Peas, όχι αυτά που λένε ο Αυτιάς και ο Παπαδάκης. Να πας να τα πεις εσύ».
Αν ο κόσμος με σέβεται για κάτι, είναι για τη μουσική μου κατάρτιση. Από μικρός με αυτά ασχολούμαι. Πριν κλείσω τα δυόμιση, σήκωνα τις πλάκες για το γραμμόφωνο που είχαν οι γονείς μου. Που ήταν σαν πλάκες κανονικές, άμα έπεφταν κάτω, έσπαγαν.
Όλοι οι άντρες απ’ το σόι του πατέρα μου ήταν στο ναυτικό, κι ο πατέρας μου πλοίαρχος ήταν, μέχρι που τον έδιωξε η χούντα, αν και ήταν δεξιός. Δεν ήταν χουντικός όμως. Λόγω της δουλειάς του, μπορεί να μην ήμασταν πλούσια οικογένεια, αλλά εντάξει, μια χαρά τη βγάζαμε. Λίγο απ’ όλα. Κάποια στιγμή πήραν και κανονικό πικάπ, και μαζεύονταν οι φίλοι τους στο σπίτι και χόρευαν Χιώτη, ξέρω γω. Μερικές φορές έκλεβα τους δίσκους, τους πουλούσα στο Μοναστηράκι, έβαζα κανα δίφραγκο παραπάνω, και έπαιρνα αυτά που ήθελα.
Επί πέντε χρόνια κάνω δίωρη καθημερινή εκπομπή που παίζει σε 30 ραδιόφωνα της περιφέρειας. Including Washington DC, σε έναν ελληνικό σταθμό εκεί πέρα. Και στην Κύπρο. Ηχογραφώ την εκπομπή στο στούντιο ενός παιδιού που έχει την εταιρία παραγωγής VU Productions. Eίναι συμβεβλημένος με σταθμούς σε όλη την Ελλάδα και εκτός συνόρων. Και τη στέλνει για να παίξει την επόμενη μέρα. Αυτό κάνει και με δυο-τρεις παραγωγούς ακόμη, αλλά εγώ είμαι η ναυαρχίδα του. Και την κάνω με καύλα αυτή την εκπομπή. Η δουλειά μου είναι πάνω απ’ όλα. Την κάνω με ευσυνειδησία.
Η επαγγελματική ευσυνειδησία είναι ένα κουσούρι που έχω από τότε που έκανα εκπομπές στον πειρατικό σταθμό που είχα με τον Στέλιο, τον πρώτο μου ξάδερφο. Πρέπει να πήγαινα Ά Γυμνασίου όταν στήσαμε το σταθμό GS Poly. Το G από το George και το S από το Stelios. Ο πομπός κόστιζε 3000 δραχμές. Η μαμά έπεισε τον μπαμπά να μου πάρει τον πομπό, από ένα γείτονα που ήταν διάνοια στα ηλεκτρονικά, για να μην πηγαίνω στα σφαιριστήρια, εκεί στο Παγκράτι, που τότε ήταν πολύ της μόδας, όπως και η Κυψέλη. Το στούντιο του σταθμού ήταν το πλυσταριό του σπιτιού, δίπλα στο κοτέτσι. Σκέψου, μερικές φορές κακάριζαν οι κότες και ακούγονταν στο μικρόφωνο.
Σήμερα παίζω κυρίως καινούρια τραγούδια, με έμφαση στα μαύρα. Παίζω και μερικά παλιά, σε μια ενότητα του στιλ «Σαν σήμερα γεννήθηκε ο τάδε». Και βάζω κανα δυο τραγούδια. Δηλαδή ένα, δε γίνεται να βάλεις δύο τραγούδια του ίδιου τραγουδιστή την ίδια μέρα. Αν έχει γενέθλια ο Bruce Springsteen, μπορεί να βάλω ένα δικό του και μια διασκευή που του έκανε κάποιος. Απαγορεύεται στην ίδια εκπομπή να βάλεις δύο τραγούδια του ίδιου τραγουδιστή. Το ίδιο και στα dj sets. Τα προσέχω αυτά.
«Ο τροχός της φρίκης», μου έλεγε συνέχεια ο Μπουλάς, που πολύ τον αγαπούσα. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι.
Το ξέρω πολύ καλά το ραδιόφωνο, από μικρός, από τον αμερικάνικο σταθμό που άκουγα. Οι νεαροί εκείνης της εποχής έτσι μορφωθήκαμε μουσικά.
Άκουγα φανατικά κυρίως το The American Top 40, που είχε ποικιλία, ποπ, ροκ, μαύρα, τα πάντα. Τρεις ώρες κάθε Κυριακή. Πήγαινα με τον Γιάννη τον Πετρίδη και διάφορους Παναθηναϊκούς στο γήπεδο και με το τρανζίστορ στο χέρι ακούγαμε το Top 40. Τώρα μιλάμε για τη δεκαετία του 60. Ήμουν άρρωστος με αυτό.
Ο σταθμός είχε και αμιγώς μαύρες εκπομπές. Ήταν ξέρω γω ο Jack Fenneman που έπαιζε αποκλειστικά μαύρα. Ήταν ο Wolfman Jack που έπαιζε κυρίως μαύρα. Είχε όμως και oldies but goodies. Απ’ όλα δηλαδή. Όπως η εκπομπή του Tom DeCastro, που ήταν από τους αγαπημένους μου. Μια φορά ήρθαν κιόλας εδώ και πήγα να βγω φωτογραφίες μαζί τους. Τρομερές, ασπρόμαυρες. Τις έχασα όμως.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι τη δεκαετία του 60, που ήμουνα πιτσιρικάκι ακόμη, πήγαινα Ά Γυμνασίου. Οι γονείς μου ήθελαν να πάμε διακοπές στη Νέα Μάκρη, εγώ, η αδερφή μου, ο μπαμπάς και η μαμά, σε ένα σπιτάκι που μόλις είχαν χτίσει εκεί πέρα. Εγώ τα έβαψα μαύρα και γκρίνιαζα γιατί νόμιζα ότι θα έχανα τις εκπομπές όλο το καλοκαίρι. Έλα μου όμως που δεν ήξερα ότι το σπίτι ήταν δυο βήματα από τη βάση της Νέας Μάκρης! Ήμουν και κωλόφαρδος δηλαδή. Γενικά.
Ξέρεις πως μετέδιδαν τις εκπομπές; Τις έστελναν μαγνητοφωνημένες από την Αμερική σε όλο τον πλανήτη Γη, όπου υπήρχε αμερικάνικη βάση. Για να ενημερώνονται και να ψυχαγωγούνται οι στρατιώτες τους. Όλοι αυτοί οι σταθμοί είχαν τοπική εμβέλεια. Απαγορευόταν να ακούγονται σε όλη την επικράτεια. Τον σταθμό εδώ, ας πούμε, αμφιβάλλω αν τον άκουγαν στην Εκάλη ή στο Ίλιον. Οι Αμερικάνοι έμεναν εδώ γύρω, Γλυφάδα, Σούρμενα, Αργυρούπολη, άντε και Βούλα. Το ξέρω αυτό σίγουρα, γιατί πήγαινα και έπαιρνα δίσκους. Πουλάγανε τα πάντα, από δίσκους μέχρι ψυγεία και πλυντήρια. Αμερικάνικες εκποιήσεις, τις έλεγαν. Μέχρι και τη δεκαετία του 80 γίνονταν. Παίρναμε τα
Νέα και κοιτούσαμε τις αγγελίες. «Αμερικάνικη πώληση, Ιασωνίδου 12, από τις 10 το πρωί». Στηνόταν κόσμος και αγόραζε.
Σκέψου ότι έπαιρναν μέχρι και Playboy αμερικάνικα. Μεταχειρισμένο είχε ένα τάληρο. Το είχε όλη η οικογένεια. Μπαμπάς, σύζυγος και τα παιδιά. Τι να σου πω, δεν τα γούσταρα ποτέ αυτά. Μπορεί κάποιοι να γούσταραν να κάνουν έρωτα βλέποντας τη γυμνή από το Κάνσας. Εγώ πάντα τα σιχαινόμουν αυτά.
Τρελαίνομαι για τη μουσική. Είμαι άρρωστο άτομο. Κάθομαι κάθε μέρα και παίρνω τηλέφωνο τις εταιρίες να μου στείλουν νέους δίσκους. Μπαίνω συνέχεια στο amazon και το ebay. Είναι το μοναδικό μου χόμπι. Εκεί ξοδεύω όλα τα λεφτά μου. Δεν έχω άλλες αδυναμίες. Χαρτιά, κοκαϊνες, άλογα και τέτοια που κολλάνε άλλοι. Είμαι πολύ μακριά από τέτοια πράγματα. Και όλο αυτό ξεκίνησε από τον αμερικάνικο σταθμό.
Τότε έκανα κολλητή παρέα με τον αδερφό του Ζούπα που έπαιζε μπάσκετ στον Αμύντα, εκεί στη γειτονιά μου, τον Βύρωνα- τότε ο Αμύντας ήταν μεγάλη ομάδα, στην Α1 κατηγορία, μαζί με Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό, Νήαρ Ηστ. Στην παρέα ήταν και ο Δημαράς, ο βουλευτής. Αυτός είναι γεννηθείς το 47, εγώ είμαι του 53. Όλοι μας μαζευόμασταν μετά το σχολείο να διαβάσουμε λίγο, ν’ ακούσουμε ραδιόφωνο και στις 6 να πάμε να παίξουμε μπάσκετ στο γήπεδο του Αμύντα που ήταν κολλητά με το πατρικό μου.
Που να ξέρω πόσους δίσκους έχω; Πάνω κάτω 80 χιλιάδες βινύλια και 40 χιλιάδες cd. Δεν ξέρω που να τα βάλω. Λες γι’ αυτό να με παρατάνε όλες;
Τα παιδιά τότε δεν πήγαιναν σε μπουζούκια. Πήγαιναν σε κλαμπ για να διασκεδάσουν. Ή πήγαιναν, οι πιο κουλτουριάρηδες και καλά, στις μπουάτ, ν’ ακούσουν Σαββόπουλο, Αρλέτα, Πόπη Αστεριάδη, Καίτη Χωματά και τέτοια. Στα μπουζούκια δεν έμπαινε πιτσιρικάς. Ήταν μόνο οι μεγάλοι. Πώς είναι σήμερα δηλαδή; Ε, καμία σχέση.
Όταν τελείωσα το Λύκειο και πήγα στην Αγγλία για σπουδές, στα τέλη του 71, η κοινωνία στην Ελλάδα ήταν λίγο λίγο συντηρητική - τι λίγο δηλαδή, απόλυτα συντηρητική ήταν. Καμία σχέση με τώρα. Σκέψου ότι οι gay φοβόντουσαν να περπατήσουν έξω στο δρόμο, εκτός από κάτι γραφικές περιπτώσεις, σαν τη «Φτερού». Η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένο πράγμα. Το Λονδίνο ήταν άλλος κόσμος. Στην Carnaby Street, εκεί γύρω, όλοι οι χίπηδες...είχε χρώματα ρε παιδί μου.
Με το που πήγα, γρήγορα κατάφερα να μπω στα γρανάζια του κολλεγίου και γενικά της ζωής. Ήμουνα και ντισκ τζόκεϊ μέρα παρά μέρα. Έπαιρνα 6 λίρες τη βραδιά και νοίκι για το σπίτι πλήρωνα 4 λίρες την εβδομάδα. Ήταν παράδεισος τότε το Λονδίνο. Χιλιάδες γκόμενες! Ευτυχώς έγινα φίλος με την «προεδράρα» - έτσι λέγαμε τον πιο παλιό Έλληνα του κολλεγίου μου στο Λονδίνο, ακόμη μιλάμε καμιά φορά στο τηλέφωνο - και συχνά μου έλεγε «Γιώργο πάρε τα κλειδιά και πήγαινε στο σπίτι μου». Έμενε απέναντι από το μαγαζί μου έπαιζα μουσική. Το 1972 όλα αυτά, μην το ξεχνάς.
Τρία χρόνια έμεινα εκεί. Και κάθε τρεις μήνες πήγαινα στο Home Office και έπαιρνα extension παραμονής. Καμία σχέση με τώρα που πάει ο άλλος να σπουδάσει και κάθεται όσο γουστάρει. Έπρεπε να πηγαίνω συνέχεια δικαιολογητικά από το κολέγιο και να περνάω από συνέντευξη για να μπορέσω να μείνω κι άλλο. Δεν παραπονιέμαι. Περνούσαμε καταπληκτικά. Μου άρεσε και το κολλέγιο. Είχα πάει για να σπουδάσω κοινωνιολογία και marketing. Ειδικά το marketing το έμαθα καλά.
Πριν φύγω για Λονδίνο έπαιζα μουσική στον πύργο των Αθηνών και όταν γύρισα, το καλοκαίρι του 74, έπαιξα ξανά εκεί, στη ντισκοτέκ του 24ου ορόφου. Όλοι οι Αμερικάνοι της Αθήνας εκεί έρχονταν. Έπαιζα τρομερή μουσική. Ήμουν πολύ καλός club dj. Αν και πολύ κατώτερος από αυτό που είμαι ως radio dj.
Στην επόμενη σελίδα: η «χρυσή» εποχή της δισκογραφίας, η «τρέλα» της τηλεόρασης και τελικά, τί θα απογίνουν οι δίσκοι του;