Τα τελευταία δύο χρόνια η θεωρία των άκρων υπήρξε η ηγεμονική οπτική γωνία για την περιγραφή του καινούργιου πολιτικού φάσματος που έφτιαξε η κρίση. Διαμορφώθηκε στον κύκλο των συμβούλων του πρωθυπουργού, που η ιδεολογική τους καταγωγή κυμαίνεται από την κλασική συντηρητική παράδοση μέχρι την ακροδεξιά. Σχηματικά από αυτό που στη δημόσια σφαίρα κυμαίνεται από το
Στάθη Καλύβα μέχρι το
Φαήλο Κρανιδιώτη. Υποστηρίχθηκε από τη συγκυβέρνηση, και έγινε αποδεκτή από το ΠΑΣΟΚ, που ελλείψει άλλης στρατηγικής θεώρησε ότι ήταν ταιριαστή με τις κεντρώες ιδέες. Ήταν αυτή κυρίως η ένδειξη ότι ο
Βενιζέλος δεν είχε πλέον καμία πρόθεση να παραμείνει στην κεντροαριστερά.
Μέσω του
ΠΑΣΟΚ και της κοινωνικής του συγγένειας με την δημοσιογραφική ελίτ, διαδόθηκε ως ορθοδοξία από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι άνθρωποι που ανδρώθηκαν επαγγελματικά στην περίοδο της ιδεολογικής του ηγεμονίας, όταν ήταν ο εκφραστής των επιδιώξεων της μέσης τάξης, δυσκολεύονται πλέον να παρακολουθήσουν την μετακίνηση του, την πτώση του. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες ήταν προκλητικό να γράφεις ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η άλλη όψη της Χρυσής Αυγής. Μετά την δολοφονία η ευκολία με την οποία εγκαταλείφθηκε η θεωρία των άκρων από την πολιτική και πνευματική ελίτ δείχνει ότι δεν ήταν παρά ένα επικοινωνιακό εργαλείο, ένα ιδεολογικό μπέρδεμα, με στόχο την αξιωματική αντιπολίτευση, ένα ανήθικο παιχνίδι ψήφων.
Η θεωρία των άκρων στο εξωτερικό είναι γνωστή ως η "
θεωρία του πετάλου", γιατί φαντάζεται το πολιτικό φάσμα ως πέταλο, τα άκρα του απέναντι και ίδια. Επιστημονικά απορρίφθηκε πολύ γρήγορα γιατί αυτό το μοντέλο περιγραφής της πολιτικής ιδεολογίας και δράσης ήταν πολύ απλοϊκό, οι επιστήμονες περιγράφουν την πολιτική τοποθέτηση με βάση περισσότερους άξονες, ο πιο βασικός είναι η διάσταση της ισότητας και της προσωπικής ελευθερίας. Στην Ευρώπη έχει υποστηριχτεί από έναν Γάλλο διανοητή, τον
Ζαν Πιερ Φεϋ, του οποίου οι ιδέες δεν έτυχαν ποτέ μεγάλης αναγνώρισης. Περισσότερο γνωστός έμεινε για το μίσος του για τον
Ντεριντά και για την θέση του ως διεθνές πρόσωπο της γαλλικής φιλοσοφίας. Φαντάζομαι ότι σε κάθε Μότσαρτ αντιστοιχεί ένας Σαλιέρι.
Στην Αμερική στις δεκαετίες του ψυχρού πολέμου είχε βρει μεγάλη απήχηση. Στη δεκαετία του 50 η centrist/extremist θεωρία των
Lipnet και
Bell εξίσωνε την αριστερά με την άκρα δεξιά αποδίδοντάς τους κοινά ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά. Υπήρξε η βάση για την ανάπτυξη του νεοσυντηρητισμού στην Αμερική, και την επόμενη δεκαετία υπήρξε ο ιδεολογικός εχθρός των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα του 60 στην Αμερική. Αυτοί έχουν μιλήσει για τα ίδια άκρα, κανείς άλλος. Το γεγονός ότι οι Έλληνες σύμβουλοι ανέσυραν από το ιδεολογικό ντουλάπι την δεξιά τάση του αμερικάνικου ρεπουμπλικάνικου κόμματος, που έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμία σχέση με την ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα, είναι από μόνο του καταπληκτικό.
Κανείς δημοκράτης με κοινωνικές ευαισθησίες, κανείς προοδευτικός, ούτε καν κανείς ουσιαστικά κεντρώος και μετριοπαθής δεν έχει στηρίξει ποτέ την θεωρία των άκρων.
Μόνο στην Ελλάδα οι δημόσιοι σχολιαστές βρέθηκαν σε σύγχυση.
Τώρα που η θεωρία μας τελείωσε, επιτέλους η Χρυσή Αυγή βρίσκεται στο στόχο της κυβέρνησης και των μέσων ενημέρωσης. Παρατηρώ όμως ότι αυτή η εκστρατεία με έμφαση επιμένει σε έναν διαχωρισμό. Η Χρυσή Αυγή καταγγέλλεται αποκλειστικά ως συμμορία, ως κακοποιοί με σχέσεις με τον υπόκοσμο των μπράβων και της προστασίας, ως ένα είδος μαφίας με στρατιωτική οργάνωση, ως κοινοί εγκληματίες του ποινικού. Αντιμετωπίζεται δηλαδή σαν να μην έχουν καμία σχέση οι ιδέες τους με τα εγκλήματά τους, και αυτό μου φαίνεται παράλογο.
Ξέρω ότι μετά τον Β Παγκόσμιο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η βία είναι συστατικό του ναζισμού και του φασισμού, όλη η πολιτική κουλτούρα του δυτικού κόσμου είναι χτισμένη πάνω σε αυτό. Οπότε προσπαθώ να βάλω κάτω αυτά που ακούω για να βγάλω μια λογική εξήγηση. Γιατί χρειαζόμαστε ξαφνικά αυτό το διαχωρισμό φασιστικής βίας και φασιστικής ιδεολογίας;
Ακούω δημοσίως να λέγεται ότι δεν μας ενδιαφέρει τι λέει ο καθένας, ό,τι αποτροπιαστικό και να υποστηρίζει, αρκεί να μην εγκληματεί, ότι αυτή είναι η δημοκρατία. Προφανώς αυτό είναι ψέμα. Κανείς δεν μπορεί να λέει ό,τι θέλει δημοσίως: η δημοκρατία έχει νόμους για την τιμωρία των λιβέλων και της ρητορικής μίσους, του ρατσιστικού λόγου, υπάρχει ήδη νόμος του κράτους και περιμένουμε και το περίφημο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο εδώ και δύο χρόνια (αλήθεια γιατί καθυστερεί;).
Ακούω επίσης ότι ο εθνικισμός δεν είναι ντροπή. Στον Εικοστό αιώνα ο εθνικισμός έχει οδηγήσει σε πολέμους, το Ολοκαύτωμα, και γενοκτονίες. Δεν είναι ντροπή, είναι έγκλημα.
Ακούω ότι οι Χρυσαυγίτες στις γειτονιές χρησιμοποιούσαν ως πρόσχημα το ακροδεξιό αντιμετανευστικό μίσος, και η πληροφορία χρησιμοποιείται για να καταγγελθούν ως κίβδηλοι ιδεαλιστές. Το ακροατήριο αυτής της κριτικής μπορεί να είναι μόνο οι ακροδεξιοί. Όλους εμάς τους υπόλοιπους λίγο μας απασχολεί πόσο φασίστας είναι ένας φασίστας.
Και μετά σκέφτομαι γιατί η κυβέρνηση έπρεπε να περιμένει τόσο καιρό για να εξαγγείλει την καμπάνια κατά της Χρυσής Αυγής, και γιατί στοχοποιεί μόνο την ποινική δράση και όχι τις φασιστικές ιδέες.
Και το μόνο λογικό συμπέρασμα που βγαίνει όταν τα βάζω όλα μαζί είναι ότι δεν θέλει να αποξενώσει τις ακροδεξιές ψήφους, αλλά να πει σε αυτούς τους ανθρώπους, στη "σοβαρή Χρυσή Αυγή" του
Μπάμπη Παπαδημητρίου, που είναι πια το 7-13%, ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι πια ο ιδεολογικά νομιμοποιημένος φορέας τους. Μετά το φόνο ενός ανθρώπου βρίσκω αυτό το ψηφοθηρικό παιχνίδι ανήθικο και επικίνδυνο.
Στην αρχή προβληματιζόμασταν για το αν έπρεπε να δώσουμε δημόσιο λόγο στη Χρυσή Αυγή. Κάποιοι πίστευαν ότι η θέα των υπανθρώπων με τις αντικοινωνικές ιδέες και συμπεριφορές θα τους αποδυνάμωνε. Ήταν λάθος και τα περισσότερα media το διορθώσανε.
Επίσης από την αρχή αναρωτιόμασταν για το αν θα πρέπει να τεθούν εκτός νόμου ή όχι. Το επιχείρημα κατά μιας απαγόρευσης ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η δημοφιλία τους ως εκτός του συστήματος και ότι οι επιπτώσεις θα ήταν άγνωστες, ανυπολόγιστες.
Πιστεύω πια ότι είναι στο συμφέρον της δημοκρατίας να βρει έναν τρόπο να θέσει τη Χρυσή Αυγή εκτός νόμου. Μέχρι τώρα δεν υπάρχει πειστική απάντηση σε μια πολύ απλή ερώτηση: και τι έγινε αν η Χρυσή Αυγή καταγράφει δημοφιλία αν δεν έχει κομματικό όχημα;
Αν ταυτόχρονα η πολιτεία συνεχίσει να την διώκει ποινικά όπως κάνει ώστε να την καταλύσει επιχειρησιακά στις γειτονιές, αν τα media εκθέτουν τις αγριότητές τους για να την απονομιμοποιούν ιδεολογικά, ας καταγράφεται ως μια ακροδεξιά τάση. Η επιρροή της θα είναι φθίνουσα για ένα λόγο:
Σε αντίθεση με αυτά που λένε οι ίδιοι η Χρυσή Αυγή θέλει να είναι στη βουλή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις κόμμα αν δεν θες συμμετοχή στην ανώτατη πολιτική αρένα. Ακριβώς αυτή η συστημική της συμμετοχή είναι υπεύθυνη για την άνοδο των στατιστικών της και την αξιοποιούν με τους εξής τρόπους:
Στη δεξαμενή στρατολόγησής τους δείχνουν ότι το να είσαι μέλος μπορεί να σε οδηγήσει στην κοινωνική επιτυχία, στην καταξίωση. Οτι από την παρυφή της εργατικής τάξης μπορεί να καταλήξεις στη δημόσια ζωή της χώρας, να μιλάς στην τηλεόραση και να σου παίρνει συνεντεύξεις ο
Θέμος Αναστασιάδης.
Στην δεξαμενή ψηφοφόρων δίνουν το μήνυμα ότι "εντάξει πόσο επιβλαβείς για την κοινωνία μπορεί να είναι αφού είναι στη βουλή; Ας 'τα λέει' κάποιος και άσε που μπορεί και να εξημερωθούν στην πορεία".
Για την εξουδετέρωση της ΧΑ η δημοκρατία πρέπει να αντεπιτεθεί και στις τρεις της διαστάσεις. Στην κατάλυση της επιχειρησιακότητάς της όπως κάνει ήδη. Στην κατάδειξη της ιδεολογίας της ως αντικοινωνική και φασιστική όπως κάνουν τώρα τα media. Και στον κομματικό της μανδύα γιατί αυτός τη συνδέει με τον δημόσιο mainstream πολιτικό Λόγο.