
Περπατάω στην Εγνατία. Και βλέπω τις στάσεις μία προς μια να ξεδιπλώνονται σαν πινέζες πάνω σε ένα αστικό patchwork. Οι Θεσσαλονικείς κυκλοφορούν τριγύρω μου. Οι περισσότεροι με κάτι τεράστια σάντουιτς. Έχουν μέσα την Άρτα, τα Γιάννενα και όλο τον Θεσσαλικό Κάμπο. Τα τρώνε, καθόλου αργά, καθόλου βασανιστικά, και μετά εισχωρούν στα άδυτα του κάτω κόσμου. Κατεβαίνουν τα σκαλιά χορτάτοι. Και παραδόξως ανάλαφροι.
Ο Δημήτρης, όχι εγώ, ο άλλος, ο ντόπιος, ακόμη να τσεκάρει, ακόμη να κατέβει τα σκαλιά. Αδιαφορεί παντελώς. «Δεν είμαι ο μόνος», λέει. Μένει Καλαμαριά. Όταν θα βγει το βράδυ, θα πάρει ταξί για να μπορέσει να πιει ελεύθερα. Αυτή η ευθεία των εννέα στάσεων δεν τον αφορά. Όταν το μετρό φτάσει προς τα εκεί, στα μέρη που μένει τα τελευταία εκατό πενήντα χρόνια, θα δει τι θα κάνει. «Αν κατέβεις, να το κάνεις από τη Βενιζέλου», λέει. Μπορεί να μην ξέρει προσωπικά τι συμβαίνει κάτω από τα πόδια του, αλλά κάπως σαν να εμπιστεύεται τους άλλους που έχουν πάρει θέση λόγω τόλμης και περιέργειας.

Εμπιστεύομαι τις εμπειρίες των φίλων των φίλων μου και δοκιμάζω. Είναι μεσημέρι, έχω ανέβει για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης -έξοχο-, ζω το κενό ανάμεσα στις προβολές, να η ευκαιρία, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έναρξη αυτού του υπόγειου θαύματος (έτσι δηλαδή όπως το παρουσιάζουν πρωινάδικα, μεσημεριανά και βραδινά, και κάνουν το ενδιαφέρον και την απορία να ανάβουν σαν φωτιστικά στις σκέψεις μου). Κατεβαίνω Βενιζέλου. Στα αρχαία. Ας πούμε ότι υπάρχουν δύο επίπεδα. Στο δεύτερο είναι οι πλατφόρμες. Στο πρώτο, η ευκαιρία να αντιμετωπίσεις το αρχαίο παρελθόν σου (τους).
Γεφυρούλες σε πάνε από δω, σε πάνε από κει, από κάτω η αρχαία απλωσιά, φωτισμένη σωστά, ελκυστική, ζουμερή, σχεδόν ζωντανή. Υπάρχουν σημεία «ανοιχτά», αν απλώσεις το ξερό σου πιάνεις τον τοίχο τον παλιό, δεν ξέρω αν επιτρέπεται, δεν τολμώ, νομοταγής ο δόλιος, κάθομαι και χαζεύω τις ξανθές κουπαριστές κυρίες με αξάν αγαπημένου Κιλκίς που εκστασιάζονται σε απόσταση αναπνοής. «Να ξανάρθουμε Κική μου». Δεν θα δυσκολευτούν. Απομακρύνομαι σε απόσταση ασφαλείας. Χαζεύω με την ησυχία μου το σημείο που παραπάτησε ο minister και μπήκε μέσα στα αρχαία, να εδώ ο τσιμεντένιος διάδρομος φετίχ, να και ο πλακόστρωτος ο ωραίος ο αρχαίος που… που πάει και χτυπά κατευθείαν σε έναν μαύρο τοίχο.


Προσπαθώ να θυμηθώ τα beef με τους αρχαιολόγους. Τι υπήρχε εκεί κάτω και πώς αυτό ενσωματώθηκε. Τι σώθηκε, τι διατηρήθηκε, τι προστατεύθηκε και αναδείχθηκε. Θυμάμαι μπερδεμένα αποσπάσματα. Σπρώχνω δύο περαστικούς, σπρώχνω τρεις και πάω και στέκομαι στη γέφυρα νούμερο χι, αυτή που έχει θέα όλο το σκηνικό μπροστά σου, και ξάφνου μου σκάει η φώτιση σαν σε λαϊκή απογευματινή στο Λονδρέζικο Printworks, Σαββατοκύριακο. Είμαι σε ένα Θεσσαλονικιό Truman Show, όπου είμαστε όλοι πρωταγωνιστές, σε ένα σκηνικό που έχει μεταφερθεί -γύρευε από που- και στηθεί μόνο για εμάς.
Σκέφτομαι το αντίστοιχο αθηναϊκό status των αρχαίων στο subway. Είναι σαν να προϋπήρχαν και εμείς να είμαστε οι επισκέπτες. Που είμαστε δηλαδή. Εδώ, στο Μετρό του Βορρά είναι σαν να βλέπεις το αντίθετο. Τίποτα δεν συνομιλεί. Μόνο εγκλωβίζεται. Πνίγεται. Τα όρια που θέτει το μαύρο περίβλημα των τοίχων, σαν στουντιακό χολιγουντιανό εσταντανέ, θα μπορούσε να ανήκει παντού. Δίπλα σε μια πισίνα της Χαλκιδικής. Σε μια νέα πρόταση της Marvel. Σε μια νέα διαστημική προσφορά του Έλον Μασκ.


Το Mετρό του Βορρά έχει τζαμαρίες ασφαλείας όπως Λονδίνο - πόσο τις αγαπώ γι’ αυτό. Και μια κυρία που μας λέει κάθε τόσο: «Ντόρς όπεν ον δε λεφτ». Με τονισμό ιδιαιτέρως στον «ον». Το σταθερό «δε λεφτ» άστο, μετά από τόση δεξιά χαρά για το νέο επίτευγμα, ακούγεται σαν χαριτωμένη ειρωνεία. Αποφασίζω να κάνω τη διαδρομή σε όλη της την εξωστρέφεια. Αποφασίζω να πάω στον Σιδηροδρομικό Σταθμό και μετά τέρμα στη Νέα Ελβετία. Το κάνω. Μετράω. Δεκαοχτώ λεπτά. Ψάχνω φάκελο στο κινητό με μουσική. Θέλω να κάτσω στο παράθυρο, ον δε λεφτ και να χαζεύω τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν. Διαλέγω τον φάκελο με τον κωδικό pop ballads που σφάζει κατευθείαν στα μέσα σου. Διαλέγει μόνο του τη σειρά. Ακούω: Sleeping At Last/ All Through the Night, Lana Del Rey / Candy Necklace, Sally Dige / Our Secret, Billie Eilish / Everything I wanted/, FGTH / The Power of Love. Παρατηρώ. Νέοι κυρίως. Κυρίες με ψώνια. Αγόρια με ακουστικά - τι να ακούνε κι αυτοί, έτσι όπως κουνάνε ρυθμικά τα πόδια τους; Κορίτσια που μιλούν με κορίτσια για αγόρια και για άλλα κορίτσια. Παιδιά που κρέμονται από τις στήλες - σαν παιδική χαρά χωρίς ήχο. Είναι Σάββατο μεσημέρι και υπάρχει άνεση. Η πόλη έξω βράζει. Από ήλιο και κίνηση. Αναρωτιέμαι, αν δεν ήμουν εδώ και ήμουν στην Αθήνα, αν μια ευθεία ανάμεσα σε Ομόνοια και αρχές Συγγρού ήταν το μόνο υπόγειο τρένο που θα κοσμούσε τις μετακινήσεις μας, θα το διάλεγα σε μια τέτοια μέρα που ο ήλιος σου χαϊδεύει τα μαλλιά; Η θα μου φώναζα όσο πιο δυνατά μπορούσα, περπάτα πόδι μου και άσε τις νέες εμπειρίες για άλλες μέρες; Υποθέτω πως ναι.



Στην επιστροφή, διαλέγω και κατεβαίνω σε σταθμούς. Ανεβαίνω και κοιτώ τον ουρανό και τα γύρω σπίτια. Στη Νέα Ελβετία, το ένα τερματικό έχει μόνο ανοιχτούς δρόμους. Σιντριβάνι, Πανεπιστήμιο, Φλέμινγκ. Θυμάμαι πώς είναι η πόλη. Πώς διατηρήθηκε. Προσπαθώ να θυμηθώ τα χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία φορά. Αιώνας μου φαίνεται. Θαυμάζω τη φρεσκάδα στις σκάλες - καημένο αθηναϊκό μετρό σε τρώει η εγκατάλειψη του χρόνου. Απορώ με την ουδετερότητα - η Βενιζέλου, λόγω αρχαίων, εκπέμπει όλο το γκλαμ, οι άλλες στάσεις μπες βγες και γύρω μην κοιτάς. Έχουν ξεμείνει από λεφτά, μου λένε το βράδυ στο Πικάπ κάποιοι ντόπιοι. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρουν, θα βάλουν και στους άλλους σταθμούς κάτι, να δείξει. Κάποια στιγμή, όταν θα πάνε κι αλλού πέρα από τη μικρή ευθεία, έλα να τα ξαναπούμε. Ο dj με το φίνο καπέλο παίζει κάτι ηλεκτρονικό, χωμένο σε dub industrial φόρμα. Μου θυμίζει την παλιά Θεσσαλονίκη που μάθαινε σε μας τους αγροίκους του νότου μουσικάρες. Έχουν μετρό κι αυτοί τώρα, σκέφτομαι. Ε, και;