
Photo / dimitris-kapantais-SOOC
Μετά από κάποιες μέρες γλυκού καύσωνα που θύμισε τα περσινά μας χάλια, xτες βράδυ επιτέλους φύσηξε. Κι αυτό δεν ήταν τυχαίο. Το αποφάσισα εκείνη τη στιγμή που βρήκαμε τη θέση μας μέσα στη συναυλία του ΛΕΞ, μετά από αρκετές λανθασμένες προσπάθειες, στο χώρο μπροστά από το στοιβαγμένο κοπάδι των vip και στα αριστερά της σκηνής. Είχαμε καλή οπτική και καλή αναπνοή. Οι 60.000 άνθρωποι τριγύρω μας ήταν απλά ένας αριθμός.
Ήμασταν εγώ, η Γιώτα, ο γιος Κωστής, η Γιωτούλα, η Μαρία, ανάμεσα σε αυτούς που μπήκαν ευθύς εκείνη τη μέρα στην αναμονή και κάπως τυχερά το σύστημα μας είδε και μας αποζημίωσε χωρίς τα εφιαλτικά πεντάωρα της πρώτης υπόσχεσης. Το έντιμο 15ευρώ ήταν δικό μας χωρίς πολλά-πολλά. Ο Κωστής και άλλα εικοσάχρονα ήταν μπροστά, αγκαλιά με τη σκηνή. Είχαν έρθει από τις τέσσερις. Εμείς οι υπόλοιποι συναντηθήκαμε έξω από την είσοδο λίγο μετά τις οχτώμιση. Gen Χ, όπως άκουσα για άλλη μια φορά - και ας μη το συζητήσουμε τώρα, έχουμε εξάλλου τόσα άλλα, καλύτερα.



Η συναυλία που είχε χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική συναυλία της χρονιάς πριν καν ξεκινήσει είχε όλα αυτά τα στοιχεία που υποψιαζόσουν ότι θα έχει, ειδικά αν ήξερες, αν ο ΛΕΞ είχε κάποια στιγμή υπάρξει προτεραιότητα στις νυχτερινές σου λαϊβάδικες αποδράσεις. Ο παράδεισος όμως -και εν προκειμένω όχι ο διάβολος και η κόλαση- κρύφτηκαν στις λεπτομέρειες.
Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε από τους 60.000 ανθρώπους που είχαν την εμπειρία της πρώτης μέρας (άλλοι τόσοι αναμένονται και στη δεύτερη), ποια ήταν η «στιγμή» τους, θα σου πουν πολλές. Και διαφορετικές. Και προφανώς, δικαίως, θα σου πουν τι ένιωσαν όταν άκουσαν αυτό το "ας φωνάξουμε τώρα την κυρία Χαρά" - και βεβαίως τι αισθάνθηκαν όταν αυτή εμφανίστηκε (ας μιλήσουμε όμως αργότερα γι αυτό). Θα σου πουν ίσως για την έναρξη που έμοιαζε σαν να γύριζες στο πατρικό μετά από χρόνια περιπλάνησης και όλοι κι όλα ήταν στη θέση τους. Θα σου πουν για κάποιο πιτσιρικά και κάποια πιτσιρίκα που φώναζαν Free Palestine δίπλα τους και τραγουδούσαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους κάθε σύμφωνο, κάθε φωνήεν, κάθε λέξη, κάθε φράση - και δόξα το θεό ήταν και πολλές και συνεχόμενες. Μπορεί βεβαίως να ήσουν εσύ αυτός ο πιτσιρικάς ή η πιτσιρίκα, οπότε θα μιλούσαν για σένα.
(Την επομένη, στη δεύτερη συναυλία, θα μάθω πως οι φωνές πήραν μικρόφωνο και ανέβηκαν στην σκηνή- ακτιβιστές του March to Gaza μίλησαν σε χιλιάδες κόσμου για το γενοκτονινό σχέδιο εξόντωσης του παλαιστινιακού λαού)
Θα σου πουν πως η καρδιά της κάθε live εμφάνισης του ΛΕΞ είναι η επαφή του με τον κόσμο του, πως η φωνή στα τραγούδια ανήκει και στους δύο, ξανά και ξανά. Όταν θα πει «αυτή η πόλη είναι σπίτι μου», εξήντα χιλιάδες άνθρωποι θα συμπληρώσουν.... «από άκρη σε άκρη». Οι λέξεις είναι μοιρασμένες, σαν να βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο μια σταλιά, όταν το τραγούδι είναι έρωτας πριν γίνει φυγή - ή το αντίθετο, δεν πειράζει και τα δύο λειτουργούν. Ίσως διαλέξουν και κάποιο «ντουέτο» από τα ζευγαρώματα με φίλους που κατέβασε από πάνω. Ζήνων, Σαντάμ, Vlospa, Ηγεμόνας. Μικρός Κλέφτης - κάποιον θα ξέχασα, ταπεινά συγνώμη. Θα αναφέρουν επίσης την «κόκκινη» ατμόσφαιρα που θορυβεί τα αγχωμένα για την υγεία του λαού «μου μου ε»- χωρίς αυτή όμως όλα μοιάζουν μαύρα. Και μετά ίσως αποκαλύψουν πως οι στιγμές που αγαπούν περισσότερο είναι αυτές που ξεχνά λόγια - ή τα υπερπηδά, με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και ο Κάπα Βήτα όταν αγχώνεται.
Θα σου πουν και γι’ αυτό το «διαβρωμένο» σκηνικό και το συναισθηματικά λειτουργικό βενζινάδικο, το χωμένο σαν μέσα σε ομίχλη. Ο Αλέξανδρος -The Boy- Βούλγαρης, μαθαίνω, είναι ο υπεύθυνος γι' αυτή την εξαιρετική συνομιλία των ιστοριών της σκηνής με τις ιστορίες των λέξεων που στριμώχνονται στη φωνή του ΛΕΞ. Πραγματικά έξοχη. Στα πολύ θετικά και η urban street χορογραφία της Μαίρης Γιαννούλα που έδωσε στους ανθρώπους της και στο σώμα τους, παλμό και ρυθμό, συντονισμένους με ακρίβεια στη μουσική και τις λέξεις πυροβόλα του αφηγητή - κάπου σαν να πήρε το μάτι μου τον χαρισματικό και κοινωνικά ευαισθητοποιημένο Aidi και πολύ χάρηκα.



Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο σε συναυλίες του είδους - και όχι μόνο. Εκεί που περιμένεις τα φώτα και τα γραφικά να πρωταγωνιστούν, αυτά σου ρίχνουν ένα πονηρό χαμόγελο και κάνουν πίσω. Υπάρχουν, εντυπωσιάζουν αλλά δεν πρωταγωνιστούν. Αφήνουν το νον στοπ ραπάρισμα του πρωταγωνιστή να βγει μπροστά - ούτως ή άλλως, εδώ δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση πάνω σε αυτό. Και όσο αυτός κάνει αυτό που πρέπει, μικρά «θεατρικά» δίνουν νόημα στα λεγόμενα, δίνουν τροφή στη σκέψη, χαϊδεύουν τρυφερά το βλέμμα. Σε αυτές τις δύσκολες προσπάθειες, να ενώσεις υλικό σε κόντρα, υπάρχει περίπτωση να πεταχτείς έξω στο δευτερόλεπτο ή να σου βγει αλούτερο, κίτσι, γκρίντζι - εδώ όμως έχουμε την απόλυτη επιτυχία. Θαυμάσιο.
Στα δικά μου να πω, ότι ακόμη σκέφτομαι τη στιγμή που είδα την παιδική χορωδία να εμφανίζεται στη σκηνή και κατάλαβα πως το πλέον αγαπημένο μου τρακ από το G.T.K., η «Αλήτικη Αγάπη» με την genius παιδική χορωδία θα έβρισκε τη δική του θέση στο ταξίδι της βραδιάς. Ναι, η εμφάνιση της Αλεξίου ήταν η πιο δυνατή στιγμή για χίλιους δύο λόγους, η εικόνα του ΛΕΞ όμως καθισμένος και τα παιδιά της χορωδίας πάνω στη σκηνή δίπλα του να του τραγουδούν «περάσανε τα χρόνια και παρά τις αλλαγές είσαι ακόμη εκείνο το παιδί που αντέχει» είναι αυτή που βάζω πιο ψηλά στη λίστα με αυτές που έπεσαν στο κεφάλι μου και το έστειλαν αδιάβαστο.
Ναι, η Χαρούλα Αλεξίου «έστειλε» τους περισσότερους για νέους δακρυϊκούς αδένες. Είναι καταπληκτικό. Από τη στιγμή που αποφάσισε να «αποχωρήσει» και να βρει τον καινούργιο της εαυτό με άλλο τρόπο, θεωρητικά σε άλλα πράγματα, έχει βαλθεί να μας αποτελειώσει με iconic στιγμές της που δεν τις προλαβαίνουμε. Και να λειτουργεί σαν ένα ακόμη γεφύρι που βάζει φαινομενικά διαφορετικούς ανθρώπους μαζί. Αν ήσουν εκεί, νομίζω θα συμφωνούσες. Το «Φύγε» έχει γλιστρήσει μέσα στον κόσμο του ΛΕΞ, στο καθαρό κοινό του, με ένα εξωπραγματικό τρόπο, ειδικά σε αυτό το μικρότερης ηλικίας. «Φύγε απ’ τον παλιό σου εαυτό, φύγε, αυτός είναι ο εχθρός σου τώρα, φύγε μακριά του φύγε». Αν υπήρχε μέτρο που να τσεκάρει το volume στον λυγμό της φωνής και της έντασης της, στο πώς τραγούδησαν αυτό το βράδυ τα διάφορα κομμάτια του - σε αυτό θα χτύπαγε ταβάνι.

Ναι, είναι λογικό, αν ο σεβασμός και η αποδοχή σε έναν καλλιτέχνη έχει να κάνει και με την εικόνα του -που κρύβει βάθος και ουσία- εδώ βρίσκουμε φλέβα. Η παρουσία του, ο λόγος του από day one, δεν είναι προϊόν life style αλλά αγώνας μνήμης και ταυτότητας. δεν έχει σπόνσορες, δεν κυνηγά την προβολή, δεν κηρύττει, ζει εκτός, ζει με το δικό του αφήγημα που ακόμη κι όταν δοκιμάζει νέα πράγματα (όπως η απολαυστική cameo εμφάνιση στις Άγριες Μέρες του Βασίλη Κεκάτου), δεν χάνει το ρυθμό του. Με όπλα του τα ντοκουμέντα που ξεκουράζονται στις διηγήσεις του -εικόνες ανεργίας, ανέχειας, αστυνομικής βίας, καταστολής, ταξικής αδικίας- και τη δύναμη του σταθερού μοτίβου στη φωνή και τις flow μουσικές οκτάβες των συνθέσεων του που δεν κραυγάζουν αλλά καταγράφουν, ο ΛΕΞ καταφέρνει το αυτονόητο: Να σου προσφέρει λύτρωση χωρίς ύπνωση.
Ναι, είναι γνωστό πια -ακόμη και γι' αυτούς που είδαν φως και μπήκαν (καλά έκαναν παρεπιπτόντως, όλοι χωράνε). Η ραπ, ειδικά στις ζωντανές της στιγμές, είναι η συνέχεια της ελληνικής «ροκ συναυλιακής αρχαιότητας». Κάποτε στην Ελλάδα, οι στίχοι του Σαββόπουλου, του Σιδηρόπουλου, του Άσιμου έκαναν τη βασική εργασία και βροντοφώναζαν στις ανοιχτές αρένες. Σήμερα, στα πάρκινγκ της πόλης, τον ρόλο τον έχουν αναλάβει άλλοι. «Το να μιλάς δεν είναι ντροπή, μονάχα το να είσαι ρουφιάνος. Και όταν τα λέμε όλοι μαζί καμία φορά οι φωταγωγοί μυρίζουνε γιασεμί». Γιατί στην πιο μαζική συναυλία της, η ελληνική ραπ απέδειξε και πάλι πως δεν είναι το περιθώριο αλλά το κέντρο!