Ορισμένα πράγματα πρέπει να λέγονται και ας πέφτουνε χάμω. Χάμω, όπως πέφτει και η ιστορία, όταν την ξεχνάμε. Ας πούμε ότι, λίγες μέρες πριν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είχε προκαλέσει εισάγοντας τον όρο «σοβαρή Χρυσή Αυγή».
Τί εννοούσε; Ένα ακροδεξιό κόμμα που θα σέβεται τις δημοκρατικές διαδικασίες και θα μπορέσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μια δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση. Τότε ζούσαμε στον αστερισμό ότι η δεξιά είναι η μόνη που θα μπορούσε να εξημερώσει την ακροδεξιά και ας μην ενοχοποιούμε μόνο τον κ. Παπαδημητρίου, αφού παρά τα ντράβαλα που προκαλούσε η Χρυσή Αυγή δέρνοντας μετανάστες στο Πέραμα και άλλα τινά, υπήρχε ωστόσο μια φιλοσοφική κουβέντα ότι η δημοκρατία θα κερδίσει τους φασίστες. Μόνο που η κουβέντα ήταν λάθος γιατί πολύ απλά η δημοκρατία για να κερδίσει τους φασίστες θα έπρεπε (πρέπει) να λειτουργεί. Και αυτή η συζήτηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Είμαστε τώρα για τέτοιες πολυτέλειες; Πολυτέλειες που μάλλον δεν απήλαυσαν όσοι ήξεραν πως το πρόβλημα λύνεται στο δρόμο και πάλευαν εκεί, όπως το αρκετά ενεργό αλλά χωρίς μεγάλη στήριξη αντιφασιστικό κίνημα που ζει εκεί έξω και δεν πιστεύει πως οι φασίστες σοβαρεύονται.
Κουραστήκατε; Ας πατήσουμε το fast forward. Η Χρυσή Αυγή, παρά τις καλές σχέσεις που διατηρούσε με το κομμάτι του πολιτικού συστήματος (Μπαλτάκος, Ντόρα «εμένα η Χρυσή Αυγή δεν με πειράζει» Μπακογιάννη κ.α.), παράτησε την πολιτική και είπε να γίνει τακτικός στρατός. Κομματάκι δύσκολο στην πόλη, οπότε «συμμορία» είναι η κατάλληλη λέξη. Η δολοφονία του Φύσσα, η δολοφονία των μελών της με μαφιόζικο τρόπο, η δικογραφία, η προφυλάκιση και η δίκη που δεν έχει ξεκινήσει ακόμα στην ουσία είναι με λίγες λέξεις το πρόσφατο παρελθόν. Κάπου εκεί βγήκε και ο ΣΥΡΙΖΑ που με ένα παράδοξο τρόπο μέσω της Προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου, προσπάθησε να τους επαναφέρει στην κοινοβουλευτική νομιμότητα. Η Χρυσή Αυγή παρά τα όσα έχουν συμβεί παραμένει τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη και στις εκλογές που έρχονται υπάρχουν φόβοι πως η δύναμή της θα αυξηθεί, γιατί είναι βουβή, τρομακτική. Και η συζήτηση για τη δημοκρατία ακόμα να γίνει.
Όλα αυτά τα ξέρετε, αυτό που μπορεί να μη γνωρίζετε όμως είναι η στροφή προς της σοβαρότητα. Ο Στρατής Μπουρνάζος υπέγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο στα ενθέματα στην Αυγή της Κυριακής. Ο τίτλος: Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι. Τ κείμενο ξεκινά λέγοντας: « Δεν πρέπει να φύγουμε από την Ε.Ε. Δεν μπορείς να φύγεις έτσι εύκολα, από τη στιγμή που βρίσκεσαι 34 ακριβώς χρόνια, και η ελληνική οικονομία έχει σήμερα διάρθρωση σύμφωνα με την Ε.Ε. Ούτε από το ευρώ μπορούμε να φύγουμε αυτή τη στιγμή.
Οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι πολύ σοβαρό θέμα, [ωστόσο οι Γερμανοί] είχαν δώσει κάποια χρήματα. Και υπάρχει και ένα πρόβλημα λογικό. Σου λέει ο άλλος: Καλά, ρε παιδιά τώρα το θυμηθήκατε, μετά από εβδομήντα χρόνια;
Δεν είπα εγώ να βυθίσουμε τα πλοία [των μεταναστών και προσφύγων]. Προειδοποιητική βολή δεν σημαίνει ότι βαράς στο ψαχνό. Αν βουλιάξει μια βάρκα, δεν θα τους αφήσεις να πνιγούν, θα τους σώσεις. Έχουν πνιγεί, δυστυχώς, παιδιά».
Όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτάει για ενέργειες του κόμματός του «που δεν είναι απόλυτα συμβατές με τη δημοκρατία σαν μάχη ιδεών και δημιούργησαν δυσφορία στον κόσμο», απαντάει: «Κοιτάξτε να δείτε, περισσότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκαν κάποια γεγονότα, παρά τα ίδια τα γεγονότα. Aυτοκριτική οπωσδήποτε έχει γίνει».
Το απόσπασμα δεν παρουσιάζει, αφεαυτού, μεγάλο ενδιαφέρον — το αντίθετο μάλλον. Το παραθέτω για να κάνουμε ένα κουίζ: Ποιος πολιτικός τα λέει όλα αυτά; Θα πόνταρα σε διάφορους, από κάμποσα κόμματα, εκτός ενός: της Χρυσής Αυγής. Και όμως, εκείνος που μιλάει είναι ο Νίκος Μιχαλολιάκος, στο Kontra News (28.8.2015). Kαι θα προσθέσει, μάλιστα ότι, όπως έλεγε από καιρό στις εκπομπές του κ. Κουρή, ο οποίος «είχε την ευγένεια (sic), την καλοσύνη (sic) και το δημοκρατικό ήθος (sic sic)» να τον καλεί στο στούντιο, τα επεισόδια στον Άγιο Παντελεήμονα δεν ήταν οργανωμένα από τη Χρυσή Αυγή, απλώς «βρεθήκαμε και εμείς εκεί» — άλλωστε «αυτά δεν προσέφεραν τίποτα στο πρόβλημα το λαθρομεταναστευτικό, το οποίο προσεγγίζουμε πλέον υπεύθυνα, με προτάσεις».
Είναι να τρελαίνεσαι, δεν είναι; Ναι στο ευρώ, έχουν δίκιο οι Γερμανοί που δεν μας δίνουν τις αποζημιώσεις, πρέπει να βρεθεί ώριμη λύση για τους μετανάστες και στον Άγιο Παντελεήμονα ήταν κάποιοι εξωγήινοι πατριώτες. Όπα! Η Χρυσή Αυγή σοβαρεύεται, αναζητά ψήφους σε ανθρώπους που δεν θέλουν να χάσουν τη βολή τους απλά θέλουν να δουν τους μπρατσαράδες να σπάνε χέρια μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ο Μιχαλολιάκος θεωρεί πως η ελληνική κοινωνία φοβάται το μετανάστη, σιχαίνεται τους ομοφυλόφιλους, μισεί το πολιτικό σύστημα αλλά τρέμει στην ιδέα ότι κάποιος θα πατήσει το κουμπί και θα γεμίσουν οι τράπεζες δραχμές.
Έτσι και σήμερα. Η δήλωση του Νίκου Μιχαλολιάκου, στο ραδιόφωνο Real (πάλι εμπλέκεται η οικογένεια Κουρή) είναι σοκαριστική. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα πριν από δύο χρόνια ακριβώς είναι ωμή, βάρβαρη και ενοχλεί το γεγονός ότι αυτός που το αξιώνει είναι εκτός φυλακής, διεκδικεί την ψήφο μας και την παίρνει. Διαβάστε, όμως, προσεκτικά τη δήλωση: «Σε άλλες εποχές υπήρχαν επίλεκτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και του δημοσιογραφικού κόσμου που κάποτε είχαν ανάλογες ομάδες περιφρούρησης. Στην Καλαμάτα είχαν γίνει μεγάλα επεισόδια. Είχαν πέσει πυροβολισμοί, είχαν γίνει τραυματισμοί. Σε ό,τι αφορά την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία στο Κερατσίνι την αναλαμβάνουμε, αλλά ποινική ευθύνη δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, γιατί δεν υπήρξε ποτέ για τη δολοφονία Τεμπονέρα ή τη δολοφονία Λαμπράκη; Είναι δυνατόν ένα ολόκληρο κόμμα να κατηγορείται γιατί ένας οπαδός, ένας φίλος του κόμματος προέβη σε μια καταδικαστέα πράξη;».
Τί μας λέει, λοιπόν; Ότι η Χρυσή Αυγή είναι ένα κόμμα σαν όλα τα άλλα. Ένα κόμμα που αλλάζει πολιτικά και άρα τι φταίνε για έναν τρελό που άρπαξε το μαχαίρι. Και τί άλλο; Ότι αναλαμβάνουμε την πολιτική ευθύνη, μια ευθύνη που κρίνεται στην κάλπη και όχι στα δικαστήρια. Αν τους ψηφίσει ο κόσμος είναι σαν να τους αθωώνει, και αφού θα είναι αθώοι πολιτικά, τί τα θέλετε τα ποινικά; Και σαν αντάλλαγμα; Θα κάτσουμε «ήσυχοι» ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να δείχνουμε τώρα.
Επιτρέψτε μου για το τέλος μια προσωπική νότα. Δημοσιογραφία κατά τη γνώμη μου δεν είναι αυτή που καταγγέλλει οπαδικά και σπαράζει στα social media. Ούτε αυτή που υποδεικνύει, αλλά αυτή που περιγράφει, πάντα με μια σκιά από την ιδεολογική καταγωγή του δημοσιογράφου. Το παραπάνω κείμενο αυτό ήθελε να κάνει, να περιγράψει. Η απόφαση από εκεί και έπειτα είναι δική σας.