
Αυτό που με τρομάζει δεν είναι οι δυσκολίες που κουβαλάει ο καθένας. Είναι η χυδαιότητα με την οποία τις κατασπαράζουν τα media και τα social. Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία στα 50 μου. Ύστερα από ένα χειρουργείο ολικής υστερεκτομής μπήκα εξαναγκαστικά στην εμμηνόπαυση και η σεροτονίνη μου εξαφανίστηκε, ενώ οι υπόλοιπες ορμόνες έκαναν πάρτυ. Χρειαζόμουν μία βοήθεια.
Ανάμεσα στις συνεδρίες με την ψυχοθεραπεύτριά μου, επισκέφτηκα και ψυχίατρο ο οποίος μου πρότεινε να ξεκινήσω θεραπεία με Ladose αλλά (ω, το στίγμα) το απέφευγα γιατί πίστευα ότι μπορώ να τα λύσω όλα μόνη μου. Ότι αντέχω τα πάντα, ότι η αντοχή είναι αρετή. Κι όμως, η πραγματική αντοχή είναι να ξέρεις πότε να πεις «φτάνει».
Προσπαθούσα να γλεντήσω την αφαίρεση της μήτρας και των ωοθηκών μου και απέφευγα να πενθήσω, έλεγα ότι στην τεράστια, κάθετη τομή στην κοιλιά, θα χτυπήσω τατουάζ για να μην σκέφτομαι ότι δεν μου αρέσει και γραπώθηκα επάνω στους κοντινούς μου ανθρώπους, πιστεύοντας ότι εκείνοι έπρεπε να τα λύσουν και να τα αντέξουν όλα.
Κάποιες στιγμές ένιωθα καλύτερα και ήμουν σίγουρη ότι θα ξεπεράσω τα πάντα γρήγορα. Αμ δε, αυτά που έβαζα κάτω από το χαλάκι, με το παραμικρό αεράκι έβγαιναν και κάλυπταν τα πάντα. Κρίσεις πανικού, κλάματα, δυστυχία, νεύρα, φωνές, μούτρα και μία μόνιμη αίσθηση ματαίωσης και απόρριψης. Μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο που ένιωσα πραγματικά να καταρρέω και πήγα ξανά στον ψυχίατρο λέγοντάς του: «Ευχαριστώ, θα πάρω». Και πήρα. Αυτές τις ασπροπράσινες κάψουλες. Και άλλαξε η ζωή μου. Γιατί εκείνη ήταν η στιγμή που πραγματικά πήρα την πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου και είπα ότι θα με βοηθήσω.
Πέρασα από ένα ακόμα πιο βαρύ σκοτάδι μέχρι να λειτουργήσουν όλα, το χειρότερο σκοτάδι που έχω βιώσει ποτέ, αλλά σήμερα, σχεδόν έναν χρόνο μετά, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι όταν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση, όπως μου είπε και η ψυχοθεραπεύτριά μου, με τον ίδιο τρόπο που βοηθάμε το σώμα μας να νιώσει καλύτερα όταν νοσεί, πρέπει να βοηθάμε και την ψυχή μας.
Δεν είναι στίγμα που ο Γιώργος χρειάστηκε βοήθεια. Δεν είναι στίγμα το να θέλουν οι δικοί του άνθρωποι να τον βοηθήσουν σε μία στιγμή που μπορεί ο ίδιος να μην το καταλαβαίνει. Το πρόβλημα είναι ότι μία ακόμα υπόθεση ψυχικής υγείας ενός γνωστού Έλληνα, έγινε δημόσιο θέαμα. Τα μέσα ενημέρωσης, αντί να δείξουν σεβασμό, το έκαναν είδηση της κατανάλωσης. Ακριβώς όπως το είχαν κάνει με τον Λάμπη Λιβιεράτο και την Έφη Θώδη. Σαν να μην πρόκειται για την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου, αλλά για ριάλιτι. Και τα social media, από κάτω, να στήνουν λαϊκά δικαστήρια, με τον κάθε άσχετο να αποφασίζει αν «καλά έπαθε» ή αν «δεν ήταν τίποτα μωρέ».
Δεν είναι αθώο όλο αυτό. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος διαπομπεύεται έτσι, υπάρχουν δεκάδες άλλοι που το βλέπουν και σκέφτονται: «Κι αν πάω κι εγώ για βοήθεια, μήπως αύριο γίνω πρωτοσέλιδο; Μήπως με γελοιοποιήσουν»; Και έτσι γεννιέται ο φόβος και το στίγμα. Έτσι μένει ο καθένας μόνος του, μέχρι να είναι πολύ αργά. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος: η ψυχική υγεία είναι ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Το ιατρικό απόρρητο δεν αίρεται επειδή κάποιος βγήκε μια μέρα και μίλησε ο ίδιος σε μια στιγμή αδυναμίας. Η υποχρέωση προστασίας του παραμένει.
Όμως στην Ελλάδα επικρατεί ζούγκλα. Ο καθένας αναπαράγει ό,τι θέλει χωρίς συναίσθηση των συνεπειών. Και τα μέσα –αντί να προστατεύουν– γίνονται κομμάτι της διαπόμπευσης. Όταν εκθέτεις έτσι έναν άνθρωπο, δεν τον «ξεμπροστιάζεις» απλώς, του αφαιρείς το δικαίωμα να νιώσει ασφαλής και αυτό δεν αφορά μόνο εκείνον, αλλά όλους όσοι μπορεί αύριο να χρειαστούν βοήθεια.
Η ψυχική ασθένεια είναι ήδη βαριά για κάποιον, δεν χρειάζεται να τιμωρείται και δεύτερη φορά, με τη δημόσια διαπόμπευση. Η ψυχική υγεία δεν είναι κουτσομπολιό. Αντί να φτιάχνουμε σενάρια για τον έναν άνθρωπο που έτυχε να είναι γνωστός, ας μιλήσουμε για τους χιλιάδες που ζουν το ίδιο σιωπηλά και δεν τολμούν να ζητήσουν στήριξη. Ντροπή δεν είναι να λυγίσεις, αλλά να γελάς με τον πόνο του άλλου.
Ό,τι και αν συμβαίνει στη ζωή του Γιώργου (και οποιουδήποτε Γιώργου ή Γεωργίας), ακόμα και αν υπάρχουν πολλά από πίσω οικογενειακά θέματα που δεν γνωρίζουμε, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΜΑΘΟΥΜΕ. Δεν είναι δική μας δουλειά. Ο χρόνος, οι συνθήκες και οι γιατροί θα κάνουν τη δουλειά τους. Εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Δυστυχώς, τεράστιο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αγνοεί επιδεικτικά τι σημαίνει σεβασμός, διακριτικότητα και ενσυναίσθηση. Και για ακόμη μία φορά, αυτό αποδεικνύεται περίτρανα.
Αν δείχναμε τον ίδιο ζήλο σε άλλα θέματα της κοινωνίας για τα οποία πρέπει να μιλήσουμε και να δράσουμε, θα ήταν τόσο καλύτερη η ζωή μας που δεν θα νιώθαμε ποτέ την ανάγκη να κουτσομπολεύουμε τις ζωές των άλλων για να γεμίσουμε τα κενά και να νιώσουμε καλύτεροι άνθρωποι εις βάρος τους.