Νέο Ψυχικό, νωρίς ένα απόγευμα Δεκεμβρίου. Μεσα στα στενά στα οποία έχουν διασωθεί εκείνα τα παλιά σπίτια, οι μονοκατοικίες της μεσαίας τάξης, που στα μέσα του προηγούμενου αιώνα δημιούργησαν το προάστιο. Πρώτες σκέψεις: Όταν φτιαχνόταν αυτό το σπίτι, μάλλον ο νυν ιδιοκτήτης του ήταν φυλακή ή κάπου ανάμεσα σε μια από τις 3 καταδίκες του σε θάνατο, ή μεταξύ των 9 φορών που αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν. Και η γενιά μου δεν είχε γεννηθεί καν.
Δεν είναι σωστά φωτισμένα αυτά τα στενά, είναι σκοτεινά κι όταν φυσάει, η ησυχία του προαστίου, τα δέντρα και οι παλιοί τοίχοι κάνουν το σκηνικό κάπως διαφορετικό από την πιο στυλιζαρισμένη εικόνα που θα ήθελαν επόμενοι έποικοι του Νέου Ψυχικού. Ίσως όμως να φταίει ο κάτοικος του σπιτιού, ίσως γι’ αυτό να είναι τόσο φορτισμένη η ατμόσφαιρα. Ισως το δέος του να συναντάς τόσο εύκολα για δυο ώρες περίπου - την δημοσιογραφική ευκολία κανείς δεν μίσησε - έναν άνθρωπο που κουβαλάει αυτή την Ιστορία, να κάνει ένα βαρετό στενό ενος προαστίου να μοιάζει μυθιστορηματικό.
Οταν πας να συναντήσεις τον Μανώλη Γλέζο, πρέπει να πας λίγο νωρίτερα. Προβλέπεται. Και να τον περιμένεις έξω από το σπίτι του και να μην δείξεις τον τρόμο/δέος στα μάτια σου όταν εμφανιστεί ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι με ένα καπέλο, ένα μακρύ παλτό, ένα μουστάκι που ξεφτιλίζει όλα τα μουστάκια του κόσμου κι ένα βλέμμα που δεν αστειέυεται.
Εκεί συνάντησα πρώτη και τελευταία φορά τον Μανώλη Γλέζο. Εμφανίστηκε ξαφνικά στο στενό, με κοίταξε εξεταστικά και με κάλεσε μέσα. Δεν θυμάμαι πολλά από τη συνέντευξη. Θυμάμαι πως ήταν μια κουβέντα στην οποία προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στον θαυμασμό, στον επαγγελματισμό και στην υποψία πως δεν είχα κανέναν έλεγχο [στην κουβέντα]. Δεν ένιωθα να παίρνω εγώ συνέντευξη, απλά να προσπαθώ να ταξινομήσω τις σκέψεις και να προλάβω να κατευθύνω τον λόγο σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία. Κι όλα αυτά κάτω από το βλέμμα.
Αυτό είναι το θέμα με τον Μανώλη Γλέζο: Η όλη παρουσία του ήταν άχρονη, ήταν μακριά από το τώρα, ήταν ιστορική, αλλά και την ίδια στιγμή μέσα στην επικαιρότητα, μέσα στις ανάγκες της εποχής.
Προσπαθούσα αφελώς να στρέψω την κουβέντα στην δράση. Στο πώς γράφτηκε η ιστορία εκείνη τη βραδιά. Εκεί το μόνο που πήρα ήταν οι ατάκες με τις οποίες η δημοκρατία των social media επέλεξε να αποχαιρετήσει τον Μανώλη Γλέζο - και η συνειδητοποίηση πως είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις έναν 94χρονο να συγκινείται για την μητέρα του: «Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ' έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, "Μάνα!". Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, "Πού ήσουν;". Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, "Πήγαινε κοιμήσου". Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, "Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;". Του απαντάει, "Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη". Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου».
Τον Ιανουάριο του 2017, ο κόσμος μας ήταν ένας άλλος κόσμος. Μπορούσες ακόμα να κάνεις μια θερμή χειραψία με έναν 94χρονο και να μη φοβάσαι τίποτα. Ηταν η εποχή που τα προβλήματα μας ήταν διαφορετικά, κάπως πιο αφελή · Ο Γλέζος εκείνη την εποχή είχε πει το «ζητάω συγγνώμη που εμπιστεύτηκα τον Τσίπρα» και οι περισσότερες κουβέντες κατευθύνονταν προς τα εκεί. Δεν του άρεσε αυτή η κατεύθυνση και δεν υπήρχε περίπτωση να την ακολουθήσει. Λίγους μήνες πριν, τον Νοέμβρη του 2016, ο τότε Πρωθυπουργός είχε επισκεφθεί την Κούβα για να παραστεί στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο, κι ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ξεσπαθώσει με τον γνωστό διαπρύσιο λόγο του, αλλά ο Μανώλης Γλέζος, δεν είχε την ίδια άποψη: «Η ενέργεια του Αλέξη να πάει στην Κούβα ήταν σωστή. Το θέμα είναι, αν διδάχτηκε από την Κούβα. Θα το πω αλλιώς: Θέλω να του γίνει μάθημα η Κούβα του Τσίπρα». Λίγο νωρίτερα, χωρίς να φαίνεται να νιώθει την βαρύτητα της ανάμνησης, περιέγραφε το πώς γνώρισε τον Τσε, το πως είχε παρακολουθήσει εκείνες τις 7ωρες ομιλίες του, τι έλεγαν στις κουβεντούλες τους, σαν να μιλάω εγώ για την εβδομάδα μου. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς κόπο, βοηθούσε την κουβέντα να αποκτήσει ισορροπία και να απομακρυνθεί από την μικροπολιτική των ημερών. Την έκανε να έμοιαζε ακόμα πιο κουτή απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Τι μου έμεινε; Η ευγένεια ενός ανθρώπου που ήξερε πως η μικροπρέπεια δεν σε οδηγεί πουθενά. Ο σεβασμός στους ανθρώπους
Αυτό είναι το θέμα με τον Μανώλη Γλέζο: Η όλη παρουσία του ήταν άχρονη, ήταν μακριά από το τώρα, ήταν ιστορική, αλλά και την ίδια στιγμή μέσα στην επικαιρότητα, μέσα στις ανάγκες της εποχής. Ηταν μια παρουσία που μπορεί να μιλούσε για ώρα για την εμμονή με τη γλώσσα, για την βιβλιοθήκη αφιερωμένη στον δολοφονημένο από τους ναζί αδερφό του στην Απείρανθο της Νάξου, για τα 42 βιβλία που έχει ακόμα μέσα του αλλά δεν ξέρει αν θα προλάβει να τα γράψει, αλλά απέφευγε να διηγηθεί ιστορίες για τη φυλακή. Κι όλα με μια σκληρότητα συναισθηματική. Με εμπειρία αποφυγής κάθε μικροπρέπειας - ακόμα και η διαφοροποίηση του από τον Μίκη έγινε με ευλυγισία και σεβασμό.
Η κουβέντα δεν είχε ειρμό. Δεν είχε γιατί κι εγώ δεν είχα ατζέντα. Η πραγματικότητα είναι πως ήθελα απλά να τον γνωρίσω. Να εκμεταλλευτώ το ότι μπορούσα να μοιραστώ τον ίδιο χώρο μαζί του, να ανταλλάξω απόψεις να μιλήσω στο τηλέφωνο μαζί του με εξαντλητική λεπτομέρεια πριν δημοσιευτεί η συνέντευξη για το πως θα παρουσιαστούν όσα είπε - η εμμονή με τη γλώσσα.
Τι μου έμεινε; Η εμπειρία της κουβέντας με έναν τετραπέρατο άνθρωπο που ξέρει πως να μιλήσει, για τι να μιλήσει, η νεότητα του πνεύματος, η ανυπακοή ως ύψιστη πράξη δημοκρατίας. Και η απέχθεια στην ουτοπία, «Ουτοπικό δεν ήταν κάποτε, όταν κάποιος σκέφθηκε να πρωτοφτιάξει γέφυρα; Ουτοπικό δεν ήταν ποιος θα πρωτοφτιάξει πλεούμενο; Ουτοπικό δεν ήταν ποιος θα φτιάξει αεροπλάνο; Ουτοπικό δεν ήταν ποιος θα φτιάξει δορυφόρο; Έγιναν; Έγιναν. Δεν είμαι εγώ ο μόνος ουτοπιστής».
Και παράλληλα η ευγένεια ενός ανθρώπου που ήξερε πως η μικροπρέπεια δεν σε οδηγεί πουθενά. Ο σεβασμός στους ανθρώπους: Μια επανάσταση συνειδητοποιημένη, χωρίς ψυχολογικά τραύματα. Μια γνώση πως η σύγκλιση σε ανθρώπινο επίπεδο δεν σημαίνει και πολιτική ταύτιση.
Η ζωή του Μανώλη Γλέζου ήταν μια άβολη ζωή. Δεν μπορεί να χωρέσει κάπου κομματικά, δεν ωραιοποιείται, δεν συμβιβάζεται, δεν καθοδηγείται από τη δημοσιότητα ακόμα κι αν ίσως την επιδίωξε σε στιγμές της ζωής του. Ηταν μια άβολη ζωή που ξεπερνάει τα όρια του συμβόλου. Μια ζωή με το μυαλό πάντα στον αδύναμο, μια ζωή χωρίς ταξικές προδοσίες, μια ζωή τόσο ρεαλιστική και την ίδια στιγμή πάντα στα όρια της ουτοπίας.
Ισως γι’ αυτό οι πολιτικοί εχθροί του εκμεταλλεύτηκαν αυτή την έλλειψη μικροπρέπειας του για να τον χωρέσουν σε ένα καλούπι συναίνεσης, να τον υποβαθμίσουν σαν ένα σύμβολο παλιάς αντίστασης που έφυγε με αξιοπρέπεια στις μοντέρνες εποχές μας, όπου η διαφοροποίηση από τον κανόνα μοιάζει ουτοπία.
Οπως είχε πει εκείνο το βράδυ στο Νεο Ψυχικό, «Να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου». (timeo hominem unius libri). Να τον φοβάσαι». Να φοβάσαι πιο πολύ αυτόν που σε αποχαιρετά με ψεύτικο σεβασμό και κρυφή ανακούφιση νομίζοντας πως ανήκεις σε άλλη εποχή, θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος.
Είναι βαθύτατα ειρωνικό πως την εποχή της απόστασης, την εποχη της καραντίνας, την εποχή που η ζωή σου εξαρτάται από την απουσία σου απ’ αυτή, έφυγε ο άνθρωπος που είχε κάνει το να είναι «παρών» τρόπο ζωής. Ειρωνικό, αλλά και ταιριαστό. Οι άνθρωποι που έχουν ζήσει χίλιες ζωές σε μια δεν χωράνε στην αλήθεια του τώρα. Οπως θα έλεγε κι ο ίδιος «Είμαστε το μοναδικό έθνος στο οποίο η λέξη αλήθεια προέρχεται από το στερητικό "α" και το "λήθη". Για να βρεις την αλήθεια, πρέπει να μη σταματήσεις να θυμάσαι».