Η είδηση αυτή καθαυτή, δεν δημιούργησε βέβαια και μεγάλες εκπλήξεις. Θα έλεγε κανείς ότι ήρθε σχεδόν αναμενόμενη. Ως μια φυσική εξέλιξη-για κάποιους μάλιστα και ως «δικαίωση», ως αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, θεωρώντας ότι πρόκειται ξεκάθαρα για δολοφονία-απάντηση στο θάνατο του υπαρχιφύλακα. Επειδή, όμως, κανείς δεν είναι δικαστής εκτός από αυτούς που πράγματι είναι και θα επιφορτιστούν με την υπόθεση, μέχρι να υπάρξουν αποδείξεις, για το μόνο που μπορεί κανείς να μιλήσει με σιγουριά είναι για τη δομή του υπάρχοντος σωφρονιστικού συστήματος που έχει ως επακόλουθο τραγικά περιστατικά όπως αυτό.
Δεν είναι καν κοινό μυστικό η διαχείριση των καταστάσεων στις φυλακές και η αντιμετώπιση όσων εκτίουν ποινή σε αυτές. Πρόσφατα μόλις, βγήκαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες από το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού που μαρτυρούσαν συνθήκες που δε φανταζόταν κανείς ότι νομιμοποιημένα μπορεί να υποστεί οποιοσδήποτε φέρει την ανθρώπινη ιδιότητα. Το μόνο εύκολο και ανώδυνο είναι να φορτώσουμε σε έναν άνθρωπο πολλούς επιθετικούς προσδιορισμούς και να εξηγήσουμε έτσι την επιθετική συμπεριφορά του, που (θεωρούμε πως) ήταν και η βασική αιτία για το θάνατό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός ο κατάδικος διοχέτευσε όλο το μένος που είχε συσσωρεύσει, στον υπαρχιφύλακα επειδή όπως έγραψε, δεν του έδιναν άδεια να δει τη μητέρα του. Ο άνθρωπος που σκότωσε, αντιπροσώπευε για κείνον, την κρατική εξουσία και καταστολή. Προφανώς κανείς δε δικαιολογεί ούτε δέχεται το έγκλημα που διέπραξε και κανείς δε μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα αν υπήρχαν δικαιολογητικοί λόγοι για την άρνηση της άδειας ή αν αυτή ήταν ο μόνος λόγος της δολοφονίας. Δύσκολα, όμως, επίσης παραγνωρίζει κανείς πως η απόδραση Ξηρού είχε συνοδευτεί από δηλώσεις για αυστηροποίηση των όρων λήψης άδειας-ενός μέτρου που ως τότε είχε ευεργετικές επιπτώσεις στη ζωή των κρατουμένων και παρουσίαζε χαμηλά ποσοστά παραβίασης, επιτρέποντάς τους να οικοδομούν την κοινωνική τους επανένταξη μετά την αποφυλάκισή τους.
Η ελληνική πολιτεία έχει μακρά θλιβερή παράδοση στο να εξοβελίζει στο περιθώριο ήδη απομονωμένους ανθρώπους που αποκκλίνουν από τα κοινώς παραδεκτά πρότυπα και να ενσωματώνει σε αυτούς, όλους τους φόβους μιας συντηρητικής κοινωνίας. Ειδικά στην περίπτωση των φυλακισμένων, η ιδιότητά τους εξομοιώνεται με στιγματισμό, με μίσος, απέχθεια και παράλληλα με απέραντη αδιαφορία. Στην ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών κράτησης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης απαντά με φυλακές υψίστης ασφαλείας και στην άρση του κοινωνικού αποκλεισμού, τους στήνει απέναντι ως άλλα μιάσματα, υπανθρώπους, καταδικασμένους όχι γι αυτά που έχουν διαπράξει, αλλά γι αυτά που είναι.
Το τωρινό συμβάν αντιπροσωπεύει ξεκάθαρα την αποτυχία ενός σωφρονιστικού συστήματοςπου παραβιάζει κατ’επανάληψη την ΕΣΔΑ σε θέματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αντικατοπτρίζει το τέλμα της πολιτικής που αφορά στην ποινική καταστολή.
«Ο Αλβανός βαρυποινίτης που σκότωσε την υπαρχιφύλακα βρήκε την κατάληξη που του αξίζει.» Μια ζωή ενός ανθρώπου τελειωμένου, κατεστραμένου, επικίνδυνου που η πορεία του ήταν προδιαγεγραμένη. Αυτοί οι τίτλοι τέλους για τον δολοφόνο του υπαρχιφύλακα συνάδουν απόλυτα με την εικόνα που έχει το Κράτος για τους έγκλειστους πολίτες του και σε αυτό το πλαίσιο φροντίζει να αναπαράγει στερεότυπα και εγκληματικότητα.
Δύο φόνοι, καμία ευθύνη.
...«Η ελληνική Πολιτεία δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να υπονομεύσει την αντιεγκληματική πολιτική της. Το Κράτος Δικαίου θα λειτουργήσει και οι πολίτες θα αισθάνονται ότι ζουν σε ασφαλή και ευνομούμενη χώρα. Συνεπώς, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, στοχεύουμε στην εμπέδωση της νομιμότητας, στην ασφάλεια των πολιτών και στην προστασία της ακεραιότητας του προσωπικού των φυλακών» Χ.Αθανασίου-Υπουργός Δικαιοσύνης.