
Κάποτε γύριζα από Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο και όντως είχα ξεχάσει ακριβώς πού ήθελα να πάω και είχα μία χαρά να γυρίσω και στο σπίτι μου. Σκεφτόμουν ότι, η Αθήνα, ρε παιδί μου, παρά όσα της λείπουν, έχει μια ψυχή. Τώρα επιστρέφω από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη και νιώθω ότι προσγειώνομαι σε set από δυστοπική σειρά χαμηλού budget, με τίτλο: «Έξοδος κινδύνου δεν υπάρχει, πνιγείτε μόνοι σας».
Θα το πω καθαρά: σταμάτησα να αγαπάω την Αθήνα και δεν είμαι η μόνη. Είμαστε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που κάποτε τη γούσταραν παρά τα στραβά της. Τώρα όμως τα στραβά έγιναν ολόκληρη η προσωπικότητά της, σαν κάποιον που ήταν κάποτε χαριτωμένα ατημέλητος και τώρα κυκλοφορεί με τρύπιο καλσόν, ληγμένα ψυχοφάρμακα και μυρωδιά ξινού κάτουρου. Δεν υπάρχει πια έρωτας, υπάρχει μόνο αγανάκτηση και θλίψη. Και δεν χρειάζεται να ανήκει κάποιος στην ελίτ πλέον για να νιώσει έτσι.
Τι να αγαπήσεις; Περπατάς στον δρόμο και κρατάς την αναπνοή σου λες και κάνεις freediving σε μολυσμένο ύφαλο. Η μπόχα από τα κάτουρα είναι παντού, σε κάθε γωνία, σε κάθε στενό, σε κάθε πεζούλι που απέμεινε όρθιο. Τα σκουπίδια κρέμονται από τους κάδους σαν σταφύλια. Μόνο που δεν τα τρώνε ούτε τα περιστέρια πλέον γιατί και αυτά έχουν κάποια standards.
Οι κολώνες... αχ, οι κολώνες. Τα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ - ΚΛΕΙΔΑΡΑΣ - ΑΠΟΦΡΑΞΕΙΣ - ΚΗΔΕΙΟΧΑΡΤΑ» είναι πλέον κολλημένα μνημεία πολιτισμού που έπρεπε να μπουν στη λίστα της UNESCO. Κανείς δεν τα αγγίζει, λες και υπάρχει μια τελετουργική συμφωνία: «Μην τολμήσεις να σκουπίσεις αυτή την κολώνα, είναι από το ’98, έχει ιστορία».
Οι τέντες; Κάθε μπαλκόνι και άλλο mood. Άλλο χρώμα. Άλλη ζωή. Άλλη κατάσταση υγιεινής. Μισές σκισμένες, μισές μαυρισμένες από αιθάλη, μισές κρατημένες από θαύμα. Ένα πατσουλί αρχιτεκτονικής παραίτησης.
Τα κτίρια; Στο κέντρο γκρίζα κουτιά της μεταπολίτευσης, παρατημένα, κλειστά, βρώμικα, μισογκρεμισμένα. Μερικά νεοκλασικά παλεύουν σαν ηλικιωμένες ντίβες που βγήκαν από retirement home για encore. Τα υπόλοιπα; Μπάζα, υγρασία, μυρωδιές από κάτουρο ανθρώπων, ζώων και ψυχών. Δεν έχει κάτι ωραίο να δεις.
Και είναι και τα πεζοδρόμια. Εκεί κάνεις πραγματικό training survival. Σπασμένα, μπαλωμένα χίλιες φορές. Δέντρα στη μέση της διαδρομής και αν σέρνεις καρότσι μωρού/λαϊκής ή βρίσκεσαι σε αναπηρικό αμαξίδιο ή έχεις κινητικά προβλήματα, η Αθήνα σού λέει ξεκάθαρα: «Δεν σ’ έχω υπολογίσει ποτέ». Όχι απλώς δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, φοβάσαι μην εξαφανιστείς σε κάποια τρύπα (σε πεζοδρόμιο ή σε δρόμο) από έργα που ξεκίνησαν το 2011 και συνεχίζονται από βλακεία.
Οι ράμπες ΑμεΑ; Επτά στις δέκα είναι κλεισμένες από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στην Κυψέλη ειδικά παίζει διαγωνισμός: Ποιο στενό μπορεί να γίνει πιο αφιλόξενο για ανθρώπους; Ποιος μπορεί να διπλοπαρκάρει πιο κοντά στο άλλο διπλοπαρκαρισμένο; Ποιος μπορεί να δημιουργήσει μποτιλιάρισμα με το μικρότερο όχημα; Η απάντηση; Όλοι. Και η δημοτική αστυνομία σε γράφει μόνο για κράνος.
Και το αγαπημένο μου; Ο Δήμος που εδώ και έναν χρόνο κάνει πόλεμο στα τραπεζοκαθίσματα, αλλά σε λάθος σημεία. Ρίχνει πρόστιμα σε μαγαζιά όπου οι κάτοικοι χαίρονται να έχουν τραπεζάκια και αφήνει στο κέντρο εκείνα που κλείνουν κάθε διάδρομο λες και παίζουν Tetris με τους ανθρώπους. Γιατί; Γιατί «μίζες», γιατί «έτσι», γιατί «εδώ είναι Αθήνα μάγκα μου».
Πάρκινγκ; Τι είναι αυτό; Δημοτικό πάρκινγκ; Μυθικό πλάσμα σαν τον Μινώταυρο. Τα παρτέρια; Οι άνθρωποι κάνουν αιτήσεις για να φυτέψουν κάτι. ΚΑΤΙ. Ένα φυτό, ένα λουλούδι, μια ελπίδα. Κανείς δεν απαντά. Αν το τολμήσουν μόνοι τους, κάποιος θα τους καταγγείλει (τρου στόρι). Και το παρτέρι μένει μόνιμα γεμάτο με περιττώματα σκύλων, σκουπίδια και ένα vibe εγκατάλειψης.
Οι κατσαρίδες; Εντάξει, έχουμε φτάσει σε επίπεδο συμβίωσης, μόνο που δεν μας αφήνουν σημείωμα: «Έχουμε meeting στην κουζίνα στις 3 τα ξημερώματα, αν θες πέρασε». Οι πλατείες; Κλειστές δύο χρόνια για τα έργα του Μετρό που δεν γίνονται. Πίσω από τις λαμαρίνες υπάρχει το απόλυτο τίποτα. Μόνο η ιδέα του έργου. Η φαντασίωση της βελτίωσης.
Και τι απέμεινε; Δυο-τρεις δρόμοι που είναι όμορφοι για 20 λεπτά. Και τα στενά της Πλάκας. Για πόσο θα πουλάμε μια Πλάκα και μία Ακρόπολη, λες και η πόλη είναι theme park που άνοιξε μόνο μια πίστα;
Ναι, κάποτε υπήρχε vibe. Μια 15ετία πριν, προ κρίσης νεύρων, προ γενικής κατάρρευσης, προ συσσιτίου ψυχικής αντοχής. Πηγαίναμε στα μπαρ τις καθημερινές, είχαμε λεφτά να πιούμε ένα κοκτέιλ χωρίς να κάνουμε αίτηση δανείου, γελάγαμε, βγαίναμε έξω, νιώθαμε ότι κάτι πάει μπροστά. Τώρα; Κοιμόμαστε από τις 10, όχι επειδή θέλουμε μία «ήσυχη ζωή», αλλά από συλλογική εξάντληση.
Το κερασάκι; Δεν μπορείς να πιείς έναν καφέ στο κέντρο χωρίς να νιώθεις ότι σε λίγο θα σκάσουν τα ΜΑΤ να πετάξουν χημικά επειδή βαρέθηκαν. Το κέντρο κλείνει κάθε λίγο για έναν μαραθώνιο που δεν αφορά κανέναν εδώ. Απλώς γίνεται εμπόδιο στη μετακίνηση. Οι μόνοι που χαίρονται είναι λίγοι τουρίστες που ψάχνουν «instagramable» φόντα για να κάνουν skip όλες τις ουσιαστικές ασχήμιες. Πόσο καλύτερο θα ήταν να πραγματοποιείται σε κάποιο προάστιο; Σε ένα κοντινό χωριό. Να γίνει και τζέρτζελο στην επαρχία να βάλει και κάνα φράγκο στην τσέπη της; Γιατί εδώ, απ’ ότι φαίνεται, μπαίνουν σε άλλες τσέπες.
Και οι δήμαρχοι κάθε φορά, το ίδιο pattern. Δεν την αγαπάνε την πόλη. Τη βλέπουν σαν ταμείο, σαν κονδύλι, σν project που πρέπει απλώς να «κλείσει». Και κάπως έτσι, ολόκληρη η Αθήνα έγινε μια πόλη που δεν σε θέλει πια, που δεν σε προσέχει και που δεν σε σέβεται.
Και το πιο θλιβερό; Εμείς κάποτε την αγαπούσαμε. Τώρα αυτό που μας έμεινε είναι μόνο η κόπωση και ένα «γιατί να μένω εδώ;» που μας κυνηγάει κάθε φορά που ανεβαίνουμε σε αεροπλάνο και βλέπουμε ότι ο κόσμος έξω δεν ζει μέσα σε αυτό το χάος και τη βρωμιά. Αυτή είναι η αλήθεια. Και δεν είναι καθόλου υπερβολή. Είναι η καθημερινή εμπειρία όσων προσπαθούν να ζήσουν σε μια πόλη που έχει πάψει να ζει για τους κατοίκους της. Κάθε φορά που επιστρέφουμε μάς πιάνει δυσφορία και θλίψη.
Το λέω λοιπόν καθαρά:
Δεν αγαπώ πια την Αθήνα, γιατί η Αθήνα δεν αγαπάει κανέναν από εμάς.