Για όλους εμάς που τον είχαμε συνηθίσει ως τη δροσερή παρουσία που έκανε σημαντικά λιγότερο βαρετή την κατά κανόνα δυσκοίλια ελληνική αθλητική πραγματικότητα, η είδηση (και φυσικά η φωτογραφία του εναγκαλισμού με τον Μιχαλολιάκο) ότι ο Στιβ Γιατζόγλου παραβρέθηκε σε εκδήλωση της Χρυσής Αυγής ήταν περισσότερο δυσάρεστη απ’ ότι εξοργιστική. Όσα πρόθυμα δημοσιογραφικά «πλυντήρια» κι αν βρέθηκαν, ο ελληνοαμερικάνος κόουτς τα έκανε μάλλον χειρότερα στις διευκρινιστικές δηλώσεις με την ανάπτυξη των θεωριών του περί «πατριωτισμού» και «κακιάς στιγμής» όσον αφορά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Όσοι δε τον παρακολουθήσαμε και στα σόσιαλ μίντια, να διολισθαίνει σε ένα παραλήρημα αρλουμπολογίας και συμπόρευσης με τα φασιστάκια της διπλανής πόρτας, διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά ότι η περίεργη εποχή που ζούμε φανερώνει κάποιες κάποτε κρυμμένες πτυχές ανθρώπων που ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς τις «μέρες του κρασιού και των λουλουδιών».
Από την άλλη, το πρωτοσέλιδο της Ελεύθερης Ώρας, που κέρδισε με το σπαθί του κεντρική θέση στην εξωφρενική πινακοθήκη του αίσχους των τελευταίων χρόνων, δεν ήταν έκπληξη. Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης «αγανάκτησης» που, φυσικά, πανεύκολα έγινε ασυδοσία, το λούμπεν βγήκε μπροστά, αποθρασύνθηκε, κυριάρχησε στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου. Θα μου πείτε, ποιον επηρεάζει η Ελέυθερη Ώρα πέραν των ψεκασμένων της Χρυσηίδος; Δεν έχει σημασία, γιατί από την κερκόπορτα ενός επικίνδυνα ορισμένου «καλτ», η Ελεύθερη Ώρα και ο Χίος έγιναν «πλάκα». Και ο ρατσιστικός λόγος π.χ. του Πρώτου Θέματος, mainstream. Και είναι απορίας άξιον πότε ενεργοποιείται η Δικαιοσύνη (που σίγουρα δεν διανύει και την περίοδο της καλύτερής της φόρμας σε αυτήν την χώρα) σε τέτοια περιστατικά. Μόνο όταν καθυβρίζεται και συκοφαντείται ο Σπίρτζης ή οποιοσδήποτε άλλος υπουργός της Κυβέρνησης (όπως έγινε πρόσφατα καταλήγοντας στα selfies του Στέφανου Χίου μέσα από το περιπολικό) ή κάθε φορά που «καποιος (διαμέσου και του Τύπου ή του διαδικτύου) προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων τα οποία προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό και τη σωματική ακεραιότητα»; Η Δικαιοσύνη θα μπορούσε να είναι ο ελάχιστος όρος ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα διατήρουσε μια μίνιμουμ κοινωνική συνοχή σε μια εποχή που όλοι είναι εναντίον όλων, αλλά αποτυγχάνει επανειλλημένα και δραματικά να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Η εβδομάδα που πέρασε κυρίως χαρακτηρίστηκε από το επικοινωνιακό ντελίριο του ΣΥΡΙΖΑ, τους πέσανε άλλωστε και πολλά και βαριά: το «σαμποτάζ» από την Αυγή με τη δημοσκόπηση που έβγαζε καταλληλότερο τον Μητσοτάκη, τα «στενοχωρημένα χημικά» που έριξαν στους συνταξιούχους και οδήγησαν τον Τόσκα σε ανάληψη πολιτικής ευθύνης άνευ παραιτήσεως (μεγάλη ελληνική πατέντα αυτή) και την (για άλλους μερική/για άλλους συντριπτική) οπισθοχώρηση στο θέμα των Θρησκευτικών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα που απλά επιδεινώνει την οριζόντια αίσθηση κούρασης της κοινής γνώμης, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι είχαμε την τύχη να ακούσουμε στην Στέγη τον Brian Eno και να διαπιστώσουμε ότι η κοινή πολιτική λογική δεν είναι εξτρεμισμός όπως προσπαθούν να μας πείσουν εδώ και χρόνια στη χώρα του Άδωνι και του Παύλου Πολάκη. Ανάμεσα σε πολλά κι ενδιαφέροντα, με τα οποία συμφωνούσες ή διαφωνούσες, ο εμβληματικός βρετανός «μουσικός παραγωγός» χαρακτήρισε «επαναστάτες» όσους θα ψηφίσουν Τραμπ, καθώς κι εκείνους που προκάλεσαν με την ψήφο τους το BRexit. Τα εισαγωγικά στη λέξη «επαναστάτες» είναι δικά μου, ο Eno τη χρησιμοποιεί –κι εδώ είναι το ενδιαφέρον- χωρίς να τη φορτίζει θετικά όπως κάνουμε λίγο πολύ όλοι μας. Τη χρησιμοποιεί για εκείνο το κομμάτι των κοινωνιών που «εμείς οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι» αφήσαμε απ ‘ έξω, αυτοχρισμένοι και σχηματίζοντας φούσκες εντός των social media θα πρόσθετα, και τώρα εκδικούνται ασύμμετρα προκαλώντας απανωτά πλήγματα στη δημοκρατία. Το έχουμε δει κι εδώ το έργο. Το έχουμε πληρώσει και σε αίμα.
Ξέρω τον αντίλογο που δε χαρίζει καμία δικαιολογία σε «παραπλανημένους», ούτε αναγορεύει την οικονομική κρίση ως αιτία ξεσπάσματος του υφέρποντος φασισμού. Ας το δούμε ανάποδα, εμείς φταίμε σε τίποτα; Γιατί καθισμένοι στον «διανοούμενο θρόνο μας», liberals αριστερής και δεξιάς απόχρωσης, απλά παραχωρήσαμε τον «επαναστατικό λόγο» στον Στιβ Γιατζόγλου και την Ελέυθερη Ώρα. Κι όποιος το αρνείται, κάνει ότι δεν βλέπει πόσο ραγδαία έχουν αλλάξει αυτά που συζητάμε (και η γλώσσα που το κάνουμε).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη για το προηγούμενο από τούτο: στον «εθνικό διχασμό» των τελευταίων χρόνων οι «φιλελέδες» θεωρούν μεγαλύτερο κίνδυνο τους «τρελούς του ΣΥΡΙΖΑ» από τους Χρυσαυγίτες τους οποίους αντιμετώπισαν ως αναγκαίο κακό (και παρά λίγο δεν μπήκαν και ως «σοβαροί» σε κάποια κυβέρνηση) - οι «ΣΥΡΙΖΑιοι», παρομοίως, συχνά κινήθηκαν σε αντισυστημικό αγκαζέ με τη ΧΑ, θεώρησαν ότι είναι δημιούργημα της πολιτικής των προηγούμενων κι έβαλαν τον Καμμένο στην κυβέρνηση. Ενώ στην πραγματικότητα, οι ηπιότεροι και των δύο πλευρών είναι πιο κοντά απ’ όσο δείχνει η κόντρα τους (στις ίδιες παρέες βρίσκονται, μαζί τσακώνονται στα σόσιαλ μίντια, ΠΑΣΟΚ ψήφισαν κάποτε), αλλά ποτέ δεν συγκρότησαν ένα προοδευτικό μέτωπο που θα βάλει στοπ. Σαν αυτό που εσπευσμένα, και ίσως μάταια, στήνουν στην Αμερική ως ύστατο ανάχωμα στον Τραμπ.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Οι ρόλοι απλά άλλαξαν με ανατριχιαστική ομοιότητα, η πολιτική που σπρώχνει στα κάγκελα παραμένει ίδια, ο χρυσαυγίτικος λόγος αντεπιτίθεται εισχωρώντας ακόμα πιο βαθιά, η Μάγδα Φύσσα έχει αφεθεί μόνη της να παλεύει σε μια δίκη-ξεφτίλα κι εμείς, οι «φιλελεύθεροι διανοούμενοι» παρακολουθούμε με αγωνία τις αμερικάνικες εκλογές. Χωρίς καμία αυτοκριτική. Συμφωνώντας ή διαφωνώντας με κείμενα σαν κι αυτό, αγνοώντας ή αδιαφορώντας γι' αυτό που συμβαίνει κάτω από τη μύτη μας.
Τα ξεμπερδέματα, είναι προφανές πια, δεν είναι καλά.