Ξεκίνησα να δουλεύω στην τηλεόραση υπό συνθήκες ιδανικές: δεν ήμουν μικρή, άρα δεν κινδύνευα να την ψωνίσω ή να αρχίσω να παραμυθιάζομαι ότι δεν ήμουν απολύτως αναλώσιμη, εμπιστευόμουν απόλυτα τους ανθρώπους που έκαναν κουμάντο στον αέρα της εκπομπής γιατί, σε αντιδιαστολή με την τεράστια πλειοψηφία ήταν δύο άνθρωποι καλλιεργημένοι και αυτοσαρκαστικοί και ήξερα ότι θα έχω φτιαγμένο μαλλί κάθε μέρα: θα μπορούσα να συνηθίσω μια χαρά σε μια ζωή με φτιαγμένο μαλλί κάθε μέρα.
Κυρίως, δεν είχα καθόλου social media - είχα αντισταθεί σθεναρά στο facebook, και το twitter ήταν στις αρχές του ακόμα: όποιος είχε σχόλια για την εκπομπή έπαιρνε τηλέφωνο στο κανάλι, ή έστελνε μέιλ στον λογαριασμό της εκπομπής. Καθόλου από τα σύννεφα δεν έπεφτα με τα «μαλακισμένη, καριόλα, διώξτε τη, δεν μπορώ να τη βλέπω, τι φοράει». Γελούσαμε στα meetings κάθε μέρα με κάτι τέτοια, γιατί οι δύο φανταστικοί άνθρωποι που έκαναν στον αέρα της εκπομπής ήταν έμπειροι και μας είχαν προειδοποιήσει ότι αυτά πάνε χέρι-χέρι με την έκθεση/τη δημοσιότητα/το «να μπαίνεις κάθε μέρα για δύο ώρες στα σπίτια τους».
Μια ωραία πρωία μού ήρθε ένα μέιλ από έναν άγνωστο, ο οποίος μου έλεγε πως είμαι πολύ όμορφη, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, απλό και ευγενικό. Απάντησα κάτι τυπικό, εξίσου απλό και ευγενικό. Σιγά-σιγά τα μέιλ πλήθαιναν, σε σημείο που ένιωθα πως δεν ήταν πολύ λογικό όλο αυτό που συνέβαινε και τέλος πάντων κάτι μου κλωτσούσε και δεν ξανααπάντησα στον τύπο.
Όπως σωστά μαντεύετε, μετά άρχισε το saga.
Ο τόνος των επόμενων μέιλ του ανθρώπου αυτού κυμαινόταν μεταξύ χυδαιότητας και απειλής – κάθε μέρα έβρισκα στο inbox βρισιές (από πουτάνα μέχρι αγάμητη, γιατί είναι γνωστό πως άμα είσαι γυναίκα το να κάνεις πολύ ή καθόλου σεξ είναι ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί) ή screenshots από την τηλεόραση που απεικόνιζαν εμένα στις φάσεις που πήγαινα να κάτσω σταυροπόδι ή έσκυβα (διαβάσατε σωστά, ο άνθρωπος μου έστελνε στιγμιότυπα όπου θεωρούσε ότι φαινόταν έστω ελάχιστα ένα ίχνος εσωρούχου). Ενώ το άγχος μου αυξανόταν γεωμετρικά, οι γύρω μου μού έλεγαν να ησυχάσω γιατί «όλοι αυτοί είναι θρασύδειλοι», μέχρι που και οι ίδιοι άρχισαν να θορυβούνται όταν έφτιαξε ένα κανονικό, δημόσιο blog με “upskirts” (καταλαβαίνετε ότι το να αλλάξω στάση στον καναπέ του πάνελ ήταν πλέον μια πρόκληση) και να ανεβάζει σε γνωστό σάιτ του αναρχικού χώρου φωτογραφίες του διαμερίσματός μου για ένα περιοδικό διακόσμησης παρακινώντας τους να με βρίζουν εν χωρώ γιατί ήμουν μια εκπρόσωπος του συστήματος και του καπιταλισμού (αλήθεια). Με έβριζαν, εννοείται – αυτή τη φορά ήμουν εκτός από πουτάνα ή/ και αγάμητη ο Ταξικός Εχθρός.
Στη συνέχεια, άρχισαν να έρχονται στο μέιλ μου κηδειόχαρτα και φωτογραφίες με ανήλικα κοριτσάκια ντυμένα και βαμμένα αλά Κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης (όταν έμαθε ότι ήμουν έγκυος, μου έλεγε ότι αν έχω κόρη, θα γίνει έτσι) – επιπλέον, είχε εντοπίσει διαδικτυακώς διάφορους φίλους μου στους οποίους έστελνε ανησυχητικά μηνύματα.
Περιττό να πω ότι σε αυτή τη φάση είχα αρχίσει να το χάνω εντελώς: δεν ήθελα να εμφανίζομαι στην τηλεόραση (υπήρχαν φορές που έβγαινα και καθόμουν αμίλητη, σαν γλάστρα, μήπως πω κάτι που θα τον προκαλέσει) και όταν έβγαινα έξω είχα τα μάτια μου ορθάνοιχτα, μήπως και είναι καπου εκεί.
Γιατί δηλαδή η λύση να είναι το «γίνε πιο σκληρός για να επιβιώσεις», γιατί κανείς να μην μπορεί να υπάρξει όπως πραγματικά είναι, μαλακός, γλυκός, ντροπαλός, αμίλητος;
Στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος είχα πάει, από όσο θυμάμαι, σίγουρα τρεις φορές: την τελευταία, αρκετών μηνών έγκυος και με τις ορμόνες να χορεύουν τσιφτετέλια, είχα βάλει τα κλάματα και τους είχα πει «ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΑΜΑ ΗΤΑΝ ΚΑΜΙΑ ΒΑΝΔΗ ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΙΣΚΑΤΕ». Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, διότι τέτοια περιστατικά έρχονταν σε εκείνους με το τσουβάλι, και προφανώς το δικό μου αξιολογήθηκε ως μη σημαντικό.
Στο μεταξύ, ο τύπος μου είχε γαμήσει τη ζωούλα.
Σε εκείνη τη φάση δεν τολμούσα πια καν να μπω στο μέιλ μου, και ζητούσα βοήθεια από οποιονδήποτε ήξερε οτιδήποτε από υπολογιστές: είχα βρει το προφίλ του στο myspace, είχα βρει το skype του, του είχα ζητήσει να σταματήσει, αλλά προφανώς παραήμουν διασκεδαστική για να τα (ή «με») παρατήσει.
Μια μέρα, μια φίλη που δεν δέχτηκε τα «μη δώσεις σημασία και θα σταματήσει», ψάχνοντας με επιμονή και συνέπεια όλους όσοι είχαν το ίδιο όνομα με τον ρομαντικό αυτόν άγνωστο, με κάποιον τρόπο τον εντόπισε: έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο, και τον περίμενε, προφανώς, μια x καριέρα. Φτιάξαμε λοιπόν ένα μεϊλάκι με όλα τα θαυμάσια λόγια που κατά καιρούς είχα ακούσει από εκείνον, όλες τις φωτογραφίες, όλα τα καλλιτεχνικά screenshots και κηδειόχαρτα, και το στείλαμε στους καθηγητές της σχολής του.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: μετά την απάντηση μέλους του διδακτικού προσωπικού του πανεπιστημίου, κάποιου δηλαδή που πραγματικά έδειξε να ενδιαφέρεται, ο άνθρωπος αυτός εξαφανίστηκε γιατί, αντικειμενικά τώρα, μάλλον δεν έχει και πολλή «πλάκα» το stalking και το bullying όταν διακυβεύεται το επιστημονικό και επαγγελματικό σου μέλλον.
Θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι ένας άνθρωπος γενικά δυνατός, μεγαλωμένος σύμφωνα με τις «απαιτήσεις» των κατεβατών που διάβασα στα social media μετά την αυτοκτονία στην Αργυρούπολη. Δηλαδή τα «μην κάνετε τα παιδιά σας υπερευαίσθητα, μάθετέ τους να είναι πιο σκληρά, δώστε τους να καταλάβουν ότι πρέπει να έχουν αυτοπεποίθηση». Δεν ξέρω αν αυτό είναι ενός είδους μετάθεση της ευθύνης στο θύμα, πιο πολύ πιστεύω είναι απότοκο φόβου και λύση απελπισίας επειδή στην πραγματικότητα έχουμε συμβιβαστεί με το ότι αντιμετώπιση δεν υπάρχει, ούτε μέσω οικογένειας ούτε μέσω δομών, άρα ας θωρακίσουμε τους «άλλους», τους «υπόλοιπους» με σκληρότητα. Ποιοι είναι οι υπόλοιποι; Ποια είναι τα υποψήφια θύματα του εκφοβισμού; Οι πιο καλοαναθρεμμένοι, οι πιο ευαίσθητοι, οι πιο μοναχικοί, οι πιο εσωστρεφείς, εκείνοι που κοινωνικοποιούνται πιο δύσκολα; Το αγόρι που είναι gay χωρίς να το ομολογεί, το κορίτσι που έστειλε μια γυμνή φωτογραφία στον σύντροφό της που εμπιστεύθηκε, τα παιδιά που διαβάζουν πολύ ή που δεν εγκρίνουμε τον σωματότυπό τους; Και γιατί δηλαδή η λύση να είναι το «γίνε πιο σκληρός για να επιβιώσεις», γιατί κανείς να μην μπορεί να υπάρξει όπως πραγματικά είσαι, μαλακός, γλυκός, ντροπαλός, αμίλητος;
Η ιστορία που αφηγήθηκα είναι εκείνη ενός ισορροπημένου (θέλω να πιστεύω) ενήλικα που όμως έχασε την μπάλα κανονικότατα και έζησε μια περίοδο της ζωής του σε πανικό, παρόλες τις άμυνες και τον, έναν κάποιο, δυναμισμό του. Στο μυαλό μου δεν μπορεί να χωρέσει πώς θα περνούσα κάτι παρόμοιο ως έφηβη μαθήτρια σε περιβάλλον σχολείου σε καθημερινή δια ζώσης επαφή με τους εκφοβιστές. Μπορούμε, φυσικά, να αναλύσουμε τη χρεοκοπία της οικογένειας, που κατά τη γνώμη μου δεν είναι κάτι καινούργιο, του εκπαιδευτικού συστήματος και της κοινωνίας, αλλά ό,τι και να πούμε ως «οι απ’εξω» για εκείνον τον διαρκή τρόμο που νιώθει όποιος βάλλεται ξέροντας ότι πρόκειται για έναν τρόμο χειροπιαστό, αναίτιο και άδικο που σου χαλάει τη ζωή θα παραμένει εντελώς ακαδημαϊκό.