
Το ιστορικό αίτημα “8 ώρες δουλειά / 8 ώρες ελεύθερος χρόνος / 8 ώρες ανάπαυση” του Robert Owen που μετέφεραν οι λιθοξόοι στη Μελβούρνη όταν άφησαν τα εργαλεία τους και αποχώρησαν από τη δουλειά, διαμαρτυρόμενοι για την άρνηση των εργοδοτών τους να δεχτούν τα αιτήματά τους για μείωση των ωρών εργασίας. Μελβούρνη, 1856
Το φετινό καλοκαίρι κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο ένα tweet που έγινε viral: «Ο εθισμός στο κινητό έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που το να δεις μια ταινία μοιάζει παραγωγικό».1
Η διατύπωση, αν και εμφανίζεται ως χιουμοριστική, αγγίζει ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης καθημερινότητας. Η πιο άμεση ανάγνωση αυτού του μηνύματος σχετίζεται με τη δυσκολία παραμονής σε μια δραστηριότητα με διάρκεια, εξαιτίας της συνεχούς έκθεσης σε μικρά και άμεσα ερεθίσματα τα οποία προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον σημείο βρίσκεται αλλού: στην αντιστροφή των αξιών που οδηγεί στο να εκλαμβάνεται η παρακολούθηση μιας ταινίας ως «παραγωγική» πράξη.
Όμως το παράδοξο δεν είναι ότι δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια ταινία μέχρι το τέλους χωρίς την απόσπαση από κάποιο άλλο μέσο· είναι ότι η προσήλωση στην προβολή μιας ταινίας καταγράφεται ως πράξη παραγωγική.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια άτυπη αλλά καθημερινά επαναλαμβανόμενη τάση του να πρέπει κάθε στιγμή μας να δικαιολογείται με έναν σκοπό, να εντάσσεται σε ένα αόρατο λογιστικό φύλλο αξιοποίησης του χρόνου.
Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση να μην είναι απλώς να ξαναμάθουμε να συγκεντρωνόμαστε αλλά να επανακτήσουμε την ικανότητα του να υπάρχουμε χωρίς να απολογούμαστε για τον χρόνο μας.
Η νεωτερική εμμονή με την «παραγωγικότητα» δεν αποτελεί απλώς πρακτική συνήθεια· έχει μετατραπεί σε πηγή άγχους η οποία λειτουργεί αμείλικτα σε όλους του κατόχους ενός κινητού τηλεφώνου. Επιπλέον, αυτό που κάνει τα πράγματα πιο πολύπλοκα είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τον ελεύθερο χρόνο με όρους επένδυσης, σαν κάτι που πρέπει να αποδώσει, ακόμη κι αν είναι απλώς η ψευδαίσθηση ότι «κάναμε κάτι». Έτσι, ακόμα και η τέχνη, ακόμα και η ανάπαυση, μετατρέπονται σε παραλλαγές της εργασίας.
Ο εθισμός στο smartphone, λοιπόν δεν αφορά μόνο ένα πρόβλημα διάσπασης. Αποκαλύπτει τα βαθύτερα άγχη μιας εποχής: την πεποίθηση ότι η ζωή οφείλει διαρκώς να αποδίδει και ότι κάθε στιγμή που δεν μετριέται σε όρους παραγωγικότητας ισοδυναμεί με απώλεια.
Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση να μην είναι απλώς να ξαναμάθουμε να συγκεντρωνόμαστε αλλά να επανακτήσουμε την ικανότητα του να υπάρχουμε χωρίς να απολογούμαστε για τον χρόνο μας.
Καθώς το μήνυμα αυτό στο Χ με ιντρίγκαρε, και μάλιστα το είχα αναρτήσει στο ολοένα και λιγότερο επιθυμητό Facebook, στράφηκα στο blog της Helena Aeberli, η οποία σχολιάζει ζητήματα της διαδικτυακής κουλτούρας και είχε επίσης παρακολουθήσει το ίδιο viral.2
Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ζωή της έχει εγκλωβιστεί σε μια εμμονή με την παραγωγικότητα, όπου ακόμη και η αναψυχή μετατρέπεται σε «καθήκον».
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να διαπιστώσουμε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τάση εθισμού στο σύντομο περιεχόμενο, ιδίως όταν αυτό προέρχεται από πλατφόρμες όπως το TikTok και τα υπόλοιπα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, δεν θα ήθελα να αποδεχτούμε παθητικά την ιδέα ότι είμαστε ανίκανοι να αναπροσαρμοστούμε απέναντι σε αυτές τις «τεχνολογίες του κακού». Είναι εξαιρετικά κρίσιμο να αρχίσουμε να αποδομούμε τη γραμματική της λεγόμενης «οικονομίας της προσοχής», προκειμένου να επανακτήσουμε την ικανότητα χειραφέτησης όσο και αν αυτό φαντάζει απλοϊκό. Αναφέρομαι στη δυνατότητα της προσοχής ως πράξης που απορρέει από τη δική μας βούληση και όχι από τις επιτακτικές εκκλήσεις της συσκευής.
Είναι πλέον σαφές ότι η «παραγωγικότητα» δεν σημαίνει μόνο εργασία υπό το πλαίσιο του ωραρίου και της αμοιβής, αλλά έχει μετατραπεί σε ρυθμό ζωής, σε αίσθηση και τελικά σε ταυτότητα. Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημά μου είναι ότι ο καλλιτέχνης διαθέτει ένα προνομιακό περιθώριο με το οποίο μπορεί να επιλέξει να μην εκτίθεται στην υστερία της παραγωγικότητας και, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, να αναγνωρίσει ότι η δυνατότητα του «μη πράττειν» συνιστά μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Το ολοκληρωμένο έργο, στην κορύφωσή του, δεν αποτελεί εργαλειακή δραστηριότητα· δεν υπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό με τον τρόπο που είναι χρήσιμo ένα μηχάνημα.
Η “σχόλη” του καλλιτέχνη –ο χρόνος της σιωπής, της αναμονής, του πειραματισμού– είναι χρόνος ανοίγματος της μορφής και ο τρόπος με τον οποίο στο τέλος καταξιώνεται στη συνείδηση του.
Εδώ η τέχνη συναντά τη «μη-πράξη», όχι ως παραίτηση αλλά ως άρνηση της δουλικής σχέσης με την αναγκαιότητα. Το έργο τέχνης δεν είναι, άραγε, μια αδρανοποίηση της κανονικής λειτουργίας του κόσμου; Σήμερα, που η εργασία εισβάλλει στον ελεύθερο χρόνο και το οκτάωρο καταρρέει, η διαπίστωση αυτή μοιάζει ακόμη πιο επιτακτική.
Αλλά δεν είναι μόνο η εργασία. Αν το κίνητρο της παραγωγικότητας έχει καταπιεί τον ελεύθερο χρόνο μας, το έργο τέχνης με τους όρους της “σχόλης” συνεισφέρει στη διακοπή της νοητής γραμμής της συνέχισης της παραγωγικότητας.
Η κρίσιμη διάκριση που οφείλουμε να κάνουμε σήμερα δεν αφορά τόσο το είδος της δραστηριότητας, αλλά την ίδια την επιλογή ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τη μη-παραγωγικότητα. Απαιτείται μια διαρκής συνθήκη εγρήγορσης, ιδίως τη στιγμή που φαινομενικά παραδινόμαστε στο διασκεδαστικό μοτίβο του ατέρμονου σκρολαρίσματος. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να αμφισβητήσουμε το ιδεολογικό πρόταγμα της νεωτερικής κοινωνίας, το οποίο σήμερα φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί: την αξίωση της συνεχούς παραγωγικότητας.
Αναφέρομαι στο δικαίωμα της απραγμοσύνης, της αποχής από κάθε άμεση η έμμεση παραγωγή περιεχομένου στα socials, του δικαιώματος της πλήρους απομόνωσης από τις ψηφιακές διασυνδέσεις.
Η μη-παραγωγικότητα δεν συνιστά απώλεια, αλλά μπορεί να ιδωθεί ως μια μορφή αντίστασης απέναντι στην ιδεολογική και ψυχολογική πίεση της αδιάκοπης παραγωγής. Είναι σίγουρο ότι στον νεωτερικό βίο παραμένουμε δέσμιοι της «τυραννίας του πραγματικού», εκεί όπου το κοινωνικό κύρος εξαρτάται από την εντατικοποίηση της δραστηριότητας και τη συσσώρευση άγχους.
Χωρίς την επαναξιολόγηση της σχόλης και της στοχαστικής διάστασης της απραξίας, η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη σε μια μηχανική λογική παραγωγής και απόδοσης.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα. Θέλω να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στη διαφορά της “σχόλης” με τη “σχολή” και να δούμε τις κοινές τους γεωγραφικές ρίζες στην αρχαία Αθήνα για να παρατηρήσουμε την εξέλιξη της σχόλης σε κάτι συστηματικό και οργανωμένο.
Η λέξη «σχολή», προερχόμενη από τη «σχόλη», αρχικά σήμαινε «ελεύθερος χρόνος», δηλαδή χρόνος αφιερωμένος στην ανάπαυση και την αργία. Το αντίθετο είναι η «ασχολία» (με το στερητικό α-), δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία, λόγω των καθηκόντων και της ενασχόλησης, δεν απομένει ελεύθερος χρόνος.
Στην αρχαία Αθήνα, η σχολή απέκτησε μια νέα σημασία: την πολυτέλεια της συζήτησης, της συνάντησης με σκεπτόμενα υποκείμενα μιας κοινότητας που είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν μέσα από διασταυρούμενες γνώσεις και κριτικές θέσεις. Η μόρφωση συνδέθηκε λοιπόν με τη σχολή όχι ως θεσμική λειτουργία με τυπική εκπροσώπηση, αλλά ως συλλογική πρακτική που μπορούσε να μεταφερθεί από τον δημόσιο χώρο της αγοράς στην ιδιωτική κατοικία.
Καθώς για πρώτη φορά στην Αθήνα κάτω από την επίδραση των σοφιστών, αγοράζονται και διαβάζονται βιβλία, όπως και χτίζονται βιβλιοθήκες, παρατηρούμε και μια αλλαγή στο πεδίο των αναπαραστάσεων.
Ο νεκρός δεν απεικονίζεται πια μόνο ως αθλητής ή πολεμιστής, αλλά και με βιβλίο στα χέρια· δηλαδή, ως άνθρωπος του στοχασμού. Αυτή η μετατόπιση δεν είναι τυχαία, σηματοδοτεί την εδραίωση μιας νέας αντίληψης για το κύρος της γνώσης και τον ρόλο της μελέτης. 3
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Σωκράτης και ο Πλάτων αντιτάχθηκαν στη διάδοση των βιβλίων, επιδιώκοντας να διαφυλάξουν την αξία της προσωπικής ανταλλαγής, του διαλόγου, του ζωντανού λόγου, θυμίζοντας με αυτή την στάση τις ανησυχίες όσων υπερασπίζονται το βιβλίο απέναντι στις ψηφιακές εφαρμογές και τεχνολογίες.4
Ο λόγος που επιμένω σε αυτή τη διάκριση είναι ότι η σχόλη, η οποία εξελίχθηκε σε σχολή, ήταν —και οφείλει να παραμένει— ο χρόνος που δεν είναι υποταγμένος στην αναγκαιότητα. Δεν θα έπρεπε όμως να ταυτίζεται με την έννοια της παθητικής απραξίας, όπως συχνά εκλαμβάνεται σήμερα. Αντίθετα, είναι ο χρόνος της σκέψης, της κοινοποίησης μέσω της συζήτησης, της παρατήρησης και της ενατένισης.
Στην πράξη, ίσως εδώ βρίσκεται και το μόνο σημείο διαφοροποίησης: η σχόλη αφορά πρωτίστως το άτομο, καθώς ενέχει τη διαδικασία του αναστοχασμού, ενώ η σχολή συγκροτείται ως κοινωνικός θεσμός μάθησης και ανταλλαγής. Η σχόλη λοιπόν δεν είναι συλλογική υποχρέωση, αλλά μια πολύτιμη δυνατότητα προσωπικής επεξεργασίας και εσωτερικής ελευθερίας.
Ίσως δεν είναι άσκοπο να συνδέσουμε αυτό το σχήμα με τον ρόλο της πολιτικής, όπως τον όρισε ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο. Εκεί, η έμφαση δίνεται στην πολυπραγμοσύνη, δηλαδή στην ενεργητική συμμετοχή στην αγορά και στην Εκκλησία του δήμου. Αν η σχόλη επιτρέπει τον αναστοχασμό και την πνευματική εμβάθυνση, η πολιτική, όπως την εννοεί ο Περικλής, ενθαρρύνει την ενεργητική πράξη και τη δημόσια συμβολή. Έτσι, διαγράφεται μια δημιουργική ένταση ανάμεσα στον ατομικό χρόνο της σκέψης και στον συλλογικό χρόνο της δράσης.
Αν σήμερα αναζητήσουμε μια αντιστοιχία της αρχαίας πολυπραγμοσύνης στην ταυτόχρονη αντιληπτικότητα που καλλιεργείται στη σφαίρα των μέσων, των εφαρμογών και των κοινωνικών δικτύων, γίνεται σαφές ότι τα επενδυτικά σενάρια της αγοράς δεν σχετίζονται με το επιχείρημα των κοινωνικών κινήτρων της ενεργής συμμετοχής, όπως αυτό αναδείχθηκε στην «Χρυσή Εποχή» της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αντιθέτως, στόχος τους είναι η διαρκής εμπλοκή του χρήστη στη ροή πληροφοριών, εικόνων και δεδομένων.
Η ειρωνεία είναι ότι μια τυπική αποδοχή του Επιταφίου λόγου του Περικλή, με την αναφορά του στον πολυπράγμονα και δραστήριο πολίτη, όταν μεταφερθεί στις σημερινές συνθήκες, καταλήγει να εξισώνεται με την «ενεργητική» χρήση της ψηφιακής αγοράς. Όμως αυτή η μετάθεση δεν οδηγεί στην ενδυνάμωση της ταυτότητας του πολίτη· αντίθετα, συμβάλλει στην έκπτωσή της και στην υποταγή του στα οικονομικά συμφέροντα των εταιρειών που διαχειρίζονται τα δεδομένα και τον χρόνο της ενασχόλησής του με τις πλατφόρμες.
Έχει σημασία να απεγκλωβιστούμε από τη γραφική απεικόνιση του «δημόσιου χώρου», έναν όρο συχνά ταλαιπωρημένο, που προβάλλεται με αναχρονιστική ευαισθησία και παραπέμπει σε κεντρικές πλατείες, σε γειτονιές ή σε αστικά κέντρα. Ο σημερινός «ενεργός» δημόσιος χώρος δεν περιορίζεται σε αυτά η μάλλον δεν υφίσταται καν. Εκδηλώνεται σε συνθήκες πλήρους οικειότητας: όταν κάποιος απολαμβάνει μια ταινία στο Netflix μαζί με φίλους, ενώ ταυτόχρονα όλοι σκρολάρουν στο κινητό τους. Εδώ η συλλογικότητα δεν συγκροτείται γύρω από τον διάλογο ή την πολιτική δράση, αλλά μέσα από τον παράλληλο κατακερματισμό της προσοχής, σε μια μίξη συνύπαρξης και απομόνωσης.
Από την άλλη πλευρά, η σχόλη και η μετεξέλιξή της στη σχολή συνιστούν επιλογές που αντιδρούν στον “θόρυβο” της αγοράς. Η διαφορά στην αντίληψη αυτών των πρακτικών αποτυπώνεται και στη δραματουργία του Ευριπίδη. Στην Αντιόπη (408 π.Χ.), έργο που σώζεται αποσπασματικά, παρακολουθούμε τον διάλογο ανάμεσα στα δίδυμα αδέλφια, τον Ζήθο και τον Αμφίονα, οι οποίοι μεγάλωσαν στον Κιθαιρώνα ως βοσκοί. Ο Ζήθος, πιο πρακτικός και προσανατολισμένος στην εργασία, επιπλήττει τον αδελφό του επειδή προτιμά τη μουσική από το όργωμα και το χτίσιμο. Η αντίθεση είναι σαφής: ο δραστήριος άνδρας του πολιτικού και γεωργικού βίου έναντι του καλλιτέχνη που επιλέγει τη σιωπή, τη θεωρία και την απόσυρση.
Η ίδια θεματική επανέρχεται και στον Ίωνα (413 π.Χ.). Ο πρωταγωνιστής υπερασπίζεται την αρετή της ηρεμίας χωρίς κλέος, χωρίς δόξα, σε αντιπαράθεση προς τους πολιτικούς διαξιφισμούς και τις φιλοδοξίες των δημαγωγών της πόλης.
Στο γεωγραφικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Αθήνας διατυπώνεται, για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια, η απραγμοσύνη ως υπαρκτή επιλογή που παρεκκλίνει από το πρότυπο του Περικλή και του δραστήριου πολίτη της αγοράς.
Ο Ίων, με αξιοθαύμαστη σοφία, απορρίπτει τη δόξα και τα πλούτη που του προτείνει ο πατέρας του και επιλέγει έναν έντιμο βίο μακριά από την αθηναϊκή πολιτεία. Προτιμά να παραμείνει στους Δελφούς, σε έναν χώρο που συμβολίζει περισσότερο τον στοχασμό και την πνευματικότητα παρά την ενεργητική συμμετοχή στην πολιτική και κοινωνική σκηνή.
Σήμερα, όταν μιλάμε για τον καλλιτέχνη, εστιάζουμε συνήθως στην έμπνευση, στο ταλέντο ή στην «παραγωγή έργου». Σπάνια όμως αναγνωρίζουμε ότι κάθε έργο προϋποθέτει έναν χρόνο που δεν είναι κατ’ ανάγκην παραγωγικός. Προϋποθέτει ένα είδος στάθμευσης, μια συνειδητή επιβράδυνση από τα συνεχή deadlines και τους μηχανισμούς επιτάχυνσης που έχουν εδραιωθεί μέσα από τις ενοχλητικές ειδοποιήσεις του κινητού και το αδιάκοπο αίτημα να φαινόμαστε διαρκώς απασχολημένοι, παρόντες, με την κάμερα στραμμένη πάνω μας.
Αυτήν την αγχώδη καθημερινή εμπειρία του χρόνου που μας ξεπερνά αναλύει διεξοδικά ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Hartmut Rosa, ο οποίος τη θεωρεί κεντρικό χαρακτηριστικό της ύστερης νεωτερικότητας: μια αίσθηση διαρκούς χρονικής επιτάχυνσης (Beschleunigung). 5
Το μεγάλο τίμημα δεν είναι απλώς η σωματική ή πνευματική κόπωση, αλλά η μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις.
Χρησιμοποιώντας την έννοια της αλλοτρίωσης όπως την όρισε ο Marx, ο Rosa δείχνει πώς η ζωή των υποκειμένων διαμεσολαβείται όλο και περισσότερο από λογικές ανταγωνισμού και αυτο-υπέρβασης. Ο βίος που διαμορφώνεται του «τρέχω και δεν φτάνω» είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης της «ικανότητας παραμονής στην κούρσα». Το αποτέλεσμα είναι ότι η συγκρότηση ενός συνεκτικού σχεδίου ζωής καθίσταται όλο και πιο επισφαλής.
Ο καλλιτέχνης –όπως και κάθε άλλο δημιουργικό υποκείμενο– έχοντας κατακτήσει εκείνη την ιδιάζουσα θέση στα όρια ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τη δυνατότητα της μη-πράξης, συχνά στις μέρες μας βιώνει την αίσθηση ότι δεν αρκεί απλώς να δημιουργεί και να απολαμβάνει. Οφείλει να ποστάρει, να προωθεί, να μετρά τα likes, αφού τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μετατρέψει τη σχέση με την τέχνη σε μια «ρουτίνα παραγωγής»
Η προνομιακή στιγμή της αδράνειας, εκείνη δηλαδή κατά την οποία ο καλλιτέχνης μπορεί να σταθμεύσει απέναντι στο έργο, να το επεξεργαστεί με το βλέμμα και τη σκέψη του χωρίς να «εργάζεται» άμεσα πάνω σε αυτό, καταστρέφεται από την απαίτηση της απόδοσης. Η απόλαυση της στιγμής πρέπει να δικαιολογηθεί, να μεταφραστεί σε περιεχόμενο που θα επικυρώσει την ίδια τη διαδικασία υλοποίησης του έργου, ή και θα την υπερβεί. Κάθε στοχαστική στιγμή μεταφράζεται σε επίδειξη περιεχομένου.
Αλλά και στο συναισθηματικό πεδίο, ο ψηφιακός εαυτός εμφανίζεται πιο ελκυστικός, καθώς το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα φάσμα ρόλων που πρέπει να προσαρμόζει σε κάθε περίσταση, καταργώντας την έννοια του πυρηνικού εαυτού. Πρόκειται για μια επισήμανση της κοινωνιολόγου Eva Illouz, όταν περιγράφει τα «ρομαντικά δίκτυα» των ιστοσελίδων γνωριμιών και των dating apps στο έργο της «Ψυχρή τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού», μια μελέτη για τη λογική που συνδέει τα συναισθήματα με το κεφάλαιο.6
Αυτός ο «φασματικός εαυτός» είναι ελκυστικός γιατί υπόσχεται ευελιξία, διαρκή ανανέωση και πιθανότητες· αλλά ταυτόχρονα διαλύει την αίσθηση ενός πυρήνα εαυτού. Ακόμη και στο πεδίο της τέχνης, αυτή η λογική σημαίνει ότι το έργο δεν μένει απλώς ως δημιουργία, αλλά προορίζεται να εμφανιστεί σε feeds να μετρηθεί σε likes, να φετιχοποιηθεί ως περιεχόμενο.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά σε αυτό που αφορά την αδράνεια ως αποδέσμευση από κάθε εργασία, και την «αδράνεια» που συνδέεται με το scrolling. Το να είναι κανείς αδρανής σημαίνει να καταναλώνει χωρίς να παράγει. Ωστόσο, το scrolling δεν είναι ποτέ πραγματικά αδρανές· παράγει κέρδος για τις εταιρείες της τεχνολογίας. Με άλλα λόγια, ακόμη και η φαινομενική μη-παραγωγικότητα εντάσσεται σε ένα οικονομικό κύκλωμα εκμετάλλευσης.
Και ενώ το scrolling μοιάζει με απραξία –επειδή το σώμα μένει ακινητοποιημένο, τα δάχτυλα κινούνται μηχανικά στην οθόνη και ο χρόνος «χάνεται»– στην πραγματικότητα λειτουργεί ως η σύγχρονη εκδοχή της αγοράς: χώρος προβολής, ανταγωνισμού, αλλά και, για ορισμένες επαγγελματικές ομάδες, πλαίσιο κοινωνικής και οικονομικής επιβίωσης. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κάθε ανάρτηση οφείλει να εντυπωσιάσει, να τραβήξει προσοχή, να μετατραπεί –με την ευχή του αποστολέα– σε «πετυχημένο περιεχόμενο». Έτσι, η σχόλη δεν έρχεται ποτέ αυθόρμητα και αβίαστα· υπονομεύεται διαρκώς από την επιτακτική ανάγκη προβολής.
Η κρίση που αντιμετωπίζει ο σημερινός χρήστης του κινητού δεν σχετίζεται με το ενδεχόμενο να βυθιστεί στην απραγία. Αντιθέτως, ο κίνδυνος είναι να πράττει υπερβολικά πολλά, υπερβολικά γρήγορα, και συνήθως χωρίς βάθος. Να παράγει πριν προλάβει να στοχαστεί.
Σημειώσεις
1 Extinct (@ffs_abdullah), «phone addiction got so bad that watching a movie feels productive», Χ (πρώην Twitter), 12 Ιουλίου 2025, 3:26
2 Helena Aeberli, the end of leisure What does it mean to 'feel productive' Twentyfirst Century Demoniac, Jul 19, 2025
3 Πρόκειται για κάτι που διαμορφώνει όχι μόνο τον βίο αλλά και τον ίδιο τον τρόπο κατοίκησης. Τον ύστερο 5ο αιώνα π.Χ., για παράδειγμα, η αντίθεση ανάμεσα στον οἶκο και την πόλη βρίσκει αντιστοιχία στους διακριτούς ρόλους των δύο φύλων. Με την εμφάνιση όμως του περιστυλίου, οι «ανδρικές» αξίες εισβάλλουν στην ιδιωτικότητα, και οι συζητήσεις δεν περιορίζονται πλέον στην αγορά, αλλά πραγματοποιούνται και στον οἶκο, στο οικογενειακό σπίτι. Η κατοίκηση αρχίζει να αλλάζει· η οικονομία του σπιτιού αποκτά δημόσιο χαρακτήρα. Τα σπίτια με περιστύλιο προσφέρουν χώρο συζήτησης, πέρα από τις πρακτικές ανάγκες. Ο ιδιωτικός χώρος μετατρέπεται σε χώρο θεωρητικού βίου και, με αυτήν την έννοια, σε τόπο καλλιτεχνικού στοχασμού. Για περισσότερα σχόλια σχετικά με τη διαμόρφωση της ιδιωτικής κατοικίας σε σχέση με τις επιλογές του πρακτικού ή θεωρητικού βίου στην αρχαία Αθήνα, βλ. Elena Walter-Karydi, Το ελληνικό σπίτι. Ο εξευγενισμός του σπιτιού στα υστεροκλασικά χρόνια. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 1996.
4 Ελένη Walter-Καρύδη, Το ελληνικό σπίτι. Ο εξευγενισμός του σπιτιού στα υστεροκλασικά χρόνια, σελ. 88.
5 Hartmut Rosa, Επιτάχυνση και Αλλοτρίωση: Για μια Κριτική θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα, μτφρ. Μ. Κούλουθρος, επιμ. Γ. Κτενάς, εκδ. Πλήθος, Αθήνα 2021
6 Eva Illouz «Ψυχρή Τρυφερότητα, Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού» μτφ. Μαρια Στασινοπούλου, επιμ. Γιάννης Βογιατζής, εκδ. Oposito, 2017.