Αυτή είναι η δική μου ωδή στα καλοκαίρια που περνούν, αφήνοντάς μας να βουλιάζουμε σε μια θάλασσα μελαγχολίας. Σιγά-σιγά, επανερχόμαστε στη ρουτίνα και απορούμε πώς ένα ακόμα καλοκαίρι υπήρξε τόσο φευγαλέο. Τι θα ήταν όμως το καλοκαίρι αν διαρκούσε για πάντα; Τι θα είχαμε να περιμένουμε - πώς θα ήταν αν δεν το σκεπάζαμε με αυτό το πέπλο νοσταλγίας που έχουμε συνηθίσει να απλώνουμε καθώς φτάνει στο τέλος του, για να το βγάλουμε ξανά με τις πρώτες ζέστες;
Η προσαρμοστικότητα είναι ένα από τα εγγενή εκείνα ψυχικά εφόδια που μας βοηθούν να προχωράμε στη ζωή. Οι μέρες θα περάσουν, τα Χριστούγεννα θα γίνουν ο επόμενος «μεγάλος σταθμός» ανάπαυλας, και οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν θα μας αφήσουν πολλά περιθώρια για να σκαλίσουμε καλοκαιρινές αναμνήσεις. Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, θα το αποχαιρετήσουμε όπως του αρμόζει.
Κάθε χρόνο, αρχίζω να αισθάνομαι την εκπνοή του καλοκαιριού στις 23 Αυγούστου, την ημέρα των γενεθλίων μου. Είναι το διάστημα που οι φίλοι επιστρέφουν από τις διακοπές τους και τα μπαρ στην Αθήνα ανοίγουν ξανά. Συναντιόμαστε σε κάποιο από αυτά για να γιορτάσουμε, να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με την επαναφορά μας στο τσιμέντο της πόλης και να διηγηθούμε τις περιπέτειες των καλοκαιρινών διακοπών. Όλο αυτό το τελετουργικό συνοδεύτηκε φέτος από την κυκλοφορία του τέταρτου album του αγαπημένου συγκροτήματος, των Fontaines D.C., που συνέπεσε με τα γενέθλιά μου.
Έξι περίπου χρόνια από την ημέρα που ανακάλυψα το ιρλανδικό super-group με έδρα το Λονδίνο, τα κομμάτια των τεσσάρων πλέον δίσκων τους με έχουν συντροφεύσει σε αμέτρητες στιγμές της ζωής μου: Από ερωτικές απογοητεύσεις και πιεστικές ημέρες στη δουλειά, μέχρι νοητά και πραγματικά ταξίδια, με το αμάξι, το πλοίο και το αεροπλάνο. Ο στίχος "I traveled to space, found the moon too small", από το τραγούδι Big Shot του album Skinty Fia, έγινε κομμάτι της προσωπικότητάς μου, φράση στο bio μου στο Instagram - και σύντομα τατουάζ στο σώμα μου.
Όπως κάποτε οι Smiths σημάδεψαν την post-punk, οι Oasis την brit-pop και οι Arctic Monkeys την indie rock, έτσι και οι Fontaines D.C. έχουν ήδη χαράξει τον δικό τους δρόμο στη σύγχρονη post-punk σκηνή, καταφέρνοντας να γίνουν η μπάντα που αφουγκράζεται την εποχή μας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Rolling Stone, ο frontman του group, Grian Chatten, είχε πει ανοιχτά πως όσο κι αν μια μπάντα αγαπάει το κοινό της και χρωστάει την επιτυχία της σε αυτό, άλλο τόσο δεν πρέπει να περιορίζεται στην καλλιτεχνική της κατεύθυνση με γνώμονα το τι θέλει να ακούσει ο κόσμος και ακολουθώντας την πεπατημένη.
Έτσι, μετά το ρυθμικό post-punk ντεμπούτο τους, Dogrel, το ηλεκτρισμένο A Hero's Death και το σκοτεινό, μελαγχολικό Skinty Fia που έλαβε διθυραμβικές κριτικές, οι «ποιητές» της γενιάς μας αποφάσισαν να ξεφύγουν από τα χνάρια της post-punk, και να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Αποτέλεσμα αυτών των πειραματισμών, υπήρξε το Romance, που μεταβαίνει με μαεστρία στην alt-rock, την grunge, την rap και το Y2K style, καθώς μας παρακινεί να βρούμε την αγάπη «στο τέλος του κόσμου».
Η πρώτη ακρόαση του album με βρήκε με δύο καλές φίλες σε ένα νυχτερινό roadtrip μετά από την έκπληξη που ετοίμασαν για τα γενέθλιά μου. Στον δρόμο από Ανάβυσσο προς Αθήνα, εκεί που η θάλασσα έδινε τη θέση της στο τσιμέντο και τα φώτα της πόλης, για 37 περίπου λεπτά μείναμε σιωπηλές «καταπίνοντας» τα 11 κομμάτια του Romance.
Το ομώνυμο opening track -με το οποίο οι Fontaines ξεκινούν τα live τους- είναι τόσο κινηματογραφικό, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποια ταινία τρόμου. Ακολουθεί το Starbuster, ο φεστιβαλικός αυτός ύμνος που έχει κάνει το κοινό να φωνάζει δυνατά "blergh" μαζί με τον Grian - ένα επιφώνημα το οποίο γεννήθηκε από τις κρίσεις πανικού του Grian, που τον έκαναν να νιώθει πως του κόβεται η ανάσα.
Μερικά λεπτά αργότερα, οι πρώτες νότες του Here's The Thing ακούγονται και τα ηχεία στο αμάξι δυναμώνουν. Είναι ένα ακόμα εξαιρετικό festival banger, που ξεχωρίζει για το distortion της κιθάρας. Το διαδέχεται το πιο τρυφερό και ταξιδιάρικο κομμάτι του album, το Desire, στο οποίο οι Verve και η PJ Havey μοιάζουν να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους. Μη θέλοντας να μας βγάλει από την ατμόσφαιρα που έχει διαμορφώσει, ακολουθεί το αριστουργηματικό τελευταίο τους single, In The Modern World (και αγαπημένο του Grian), με τα αξιομνημόνευτα backing vocals, και την Lana Del Ray ή τους Madrugada να αφήνουν το στίγμα τους.
Το Bug χρειάστηκε να το ακούσω αρκετές φορές για να εξοικειωθώ μαζί του, τόσες, που κατέληξε να γίνεται ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του δίσκου. Καθώς το ακούω μου φέρνει στο νου κάτι από Smiths (βασική επιρροή του group), και τα backing falsetto vocals εντυπωσιάζουν. Το Motorcycle Boy πάλι, δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει μέσα στη μοναδικότητα που προσδίδει καθένα από τα υπόλοιπα κομμάτια στην 37λεπτη αυτή αφήγηση, ωστόσο δένει αρμονικά με το σύνολο του δίσκου.
Το Sundowner είναι φανταστικό. Έχουμε πια αρχίσει να αφήνουμε πίσω μας τη θάλασσα και η ψυχεδελική του ατμόσφαιρα μας βοηθάει να μεταβούμε ομαλά από τις εικόνες της φύσης σε εκείνες της πόλης. Η dreamy παραγωγή στο κομμάτι θυμίζει και πάλι Verve. Ύστερα, οι ορχηστρικές πινελιές του Horseness In The Whatness, δεν καταφέρνουν να με αγγίξουν. Αντιθέτως, εθίζομαι στο δυναμικό Death Kink που ξεχωρίζει αμέσως λειτουργώντας ως μια αναγκαία μετάβαση από την post-punk ατμόσφαιρα του προηγούμενου album τους, Skinty Fia, σε εκείνη του Romance.
Όπως κάποτε το I Love You έγινε instant classic, έτσι και το single Favourite με το οποίο κλείνει το album, αγκαλιάζει την αύρα των Cure και αναδεικνύεται ως το πιο radio friendly κομμάτι του. Δεν έχουμε καταλάβει για πότε έχουμε βρεθεί στην Αθήνα. Την επομένη, από τον πρώτο καφέ της ημέρας μέχρι τη στιγμή που πήγα για ύπνο, το Romance έπαιζε αδιάκοπα στα ακουστικά μου. Το περασμένο Σάββατο, έγινε η παρέα μου στον προαστιακό καθώς πήγαινα στην Κινέτα και ο συνοδοιπόρος μου στην επιστροφή για Αθήνα, που ευθυγραμμίστηκε με τη μεγάλη επιστροφή των Αθηναίων από τα εξοχικά τους και τις καλοκαιρινές διακοπές.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, ακούω το Romance ξανά. Πλέον, συνειδητοποιώ πως δεν χρειάζεται να αποχαιρετήσω το καλοκαίρι. Γιατί όσο υπάρχουν οι Fontaines D.C., τα καλοκαίρια δεν θα τελειώνουν ποτέ.