Αυτό που συμβαίνει σε σχέση με την κριτική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης - και όχι μόνο - από την εκπνοή του 2017 και συνεχίζεται αμείωτο, μου θυμίζει μια φράση που χρησιμοποιούσαμε κατά κόρον στις πρόβες μιας θεατρικής παράστασης της οποίας υπήρξα συντελεστής πριν από πολλά, πολλά χρόνια: Εδώ υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση.
Ένας γνωστός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ο Γιάννης Σμαραγδής, απειλεί να σύρει στα δικαστήρια τους κριτικούς που διανοήθηκαν να διασύρουν το «αριστούργημά» του. Σχεδόν ταυτόχρονα, ένας γνωστός και αγαπητός εικαστικός και ηθοποιός, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, παίρνει δημοσία θέση υπέρ της Λένας Κιτσοπούλου για την Αντιγόνη – Lonely Planet που παρουσιάζει στη Στέγη Του Ιδρύματος Ωνάση, εγκαλώντας – με τον ευγενέστατο πάντα τρόπο του, είναι η αλήθεια – την κριτικό θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα, που «τόλμησε» να γράψει κακή κριτική. Κι αν και στις δύο περιπτώσεις τα τρολ του διαδικτύου κάνουν πάρτι, στη δεύτερη, καταξιωμένοι άνθρωποι του θεάτρου, όπως η Όλια Λαζαρίδου, σπεύδουν να δηλώσουν πως, αν και δεν έχουν δει ακόμα την παράσταση, συγχαίρουν τον κ. Παπαδημητρίου για το κείμενό του και τη θέση που επέλεξε να πάρει. Πολλοί ακόμη προσυπογράφουν.
Χωρίς να γνωρίζω προσωπικά τον Άγγελο Παπαδημητρίου παρά ελάχιστα (αλίμονο, μια από τις μάστιγες του καλλιτεχνικού χώρου στη χώρα μας είναι πως είναι πολύ μικρός και όλοι σχεδόν έχουν διασταυρωθεί με όλους, οι περισσότεροι γνωρίζονται, τουλάχιστον κοινωνικά, γεγονός που αφήνει έδαφος για καλόπιστες ή και κακόπιστες παρερμηνείες των προθέσεών τους), θεωρώ πως, ως αγνός και αξιαγάπητος άνθρωπος, κινήθηκε αυθόρμητα και έσπευσε να διατυπώσει δημόσια την άποψή του χωρίς δεύτερες σκέψεις. Τον θεωρώ υπεράνω υποψίας. Όμως το γεγονός πως εμφανίζεται στο δεύτερο (βιντεοσκοπημένο) μέρος της παράστασης της Κιτσοπούλου τον καθιστά συντελεστή της, άρα η ενέργειά του, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις πίσω από αυτήν, αποτελεί ατόπημα: λυπάμαι που πρέπει να επισημαίνουμε τα αυτονόητα.
Παίρνοντας λοιπόν την αφορμή από αυτά τα συγκεκριμένα περιστατικά, και διαισθανόμενος πως μάλλον η έννοια του αυτονόητου έχει γίνει πλέον πολύ σχετική, παίρνω την πρωτοβουλία να βάλω σε λέξεις κάποια πράγματα που δεν θεωρούσα καν απαραίτητο να γραφτούν, καθώς θα έπρεπε όλοι, αναγνώστες και γραφιάδες, να τα έχουμε στο νου μας εξ αρχής. Περίμενα λίγο καιρό να καταλαγιάσει ο θόρυβος, γιατί μπορεί η επικαιρότητα να σου χαρίζει αναγνωσιμότητα λόγω ντόρου, όμως όταν τα πράγματα έχουν ηρεμήσει βλέπει κανείς πιο καθαρά.
Υπάρχουν δύο ζητήματα, απολύτως διακριτά, που τίθενται ταυτόχρονα και με λάθος τρόπο. Το ένα είναι η επάρκεια ή μη της κριτικής, καθώς και η θέση της μέσα σε ένα νέο, διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, όπου ο κάθε μπλόγκερ ή και απλός χρήστης ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης, διατυπώνει απόψεις με ύφος και κατηγορηματικότητα ειδήμονος.
Το δεύτερο είναι η τάση ορισμένων καλλιτεχνών, αλλά και φορέων, να παρουσιάζουν δυσανεξία στις κακές κριτικές και να επιδιώκουν με κάθε τρόπο να θέσουν εαυτόν στο απυρόβλητο. Εφόσον η ιστοσελίδα που με φιλοξενεί έχει επιλέξει να με εξαπολύσει κυρίως εναντίον του θεάτρου, με αφετηρία τη θεατρική κριτική θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις πριν επεκταθώ γενικότερα.
Σε ότι αφορά το πρώτο ζήτημα, απέχει τα μάλα από το να είναι κάτι που αφορά συγκεκριμένα την Ελλάδα. Τα πράγματα διεθνώς γίνονται όλο και πιο ρευστά, εφόσον ο οιοσδήποτε χρήστης των κοινωνικών δικτύων θεωρεί εαυτόν επαρκή ως κριτή, και εξακοντίζει ύμνους - ή και μύδρους κατά περίπτωση - κατά πάντων χωρίς να κάνει οικονομία στα υπερθετικά, και χωρίς να σηκώνει και πολλές κουβέντες σε ότι αφορά την ορθότητα της κρίσης του.
Συχνά φροντίζει ν' αναρτά κείμενα επαρκώς χρωματισμένα ώστε να προσεταιρίζεται μέλη κοινωνικών ομάδων με αντίστοιχες αποχρώσεις (πολιτικές, σεξουαλικές, κοινωνικές). Κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρεί να αποκτήσει ένα σταθερό κοινό λόγω «ομοιότητος». Στα «επίσημα» μέσα, τα επαγγελματικά - εφημερίδες και περιοδικά (όσα απέμειναν), free press, sites στο διαδίκτυο - όπου ο γράφων αμείβεται (;), θεωρείται επισήμως κριτικός.
Στα εφόδιά του ενδέχεται να περιλαμβάνεται ένα πτυχίο θεατρολογίας ή φιλολογίας, ένα μεταπτυχιακό, μια ευδόκιμη υπηρεσία στη δημοσιογραφία (όχι απαραιτήτως την πολιτιστική), μια επαρκής εμπειρία θεατή, ή και τίποτε απολύτως. Ενδέχεται τα κριτικά του σημειώματα να περιλαμβάνουν εκτενή παρουσίαση του έργου ή κειμένου που ανεβαίνει, συνοδευόμενη από απόψεις περί αυτού, ή και περί του τρόπου που θα έπρεπε να ανεβαίνει. Συχνά η κριτική επί της συγκεκριμένης παράστασης καταλαμβάνει μικρότερο χώρο από όλα αυτά. Οι απόψεις που διατυπώνονται συχνά υποστηρίζονται με περισπούδαστες βιβλιογραφικές αναφορές, τσιτάτα σημαντικών φιλοσόφων ή συγγραφέων. Όλα αυτά μπορεί να έχουν σχέση με την εν λόγω παράσταση ή και όχι.
Τι περιμένει όμως κανείς από κάποιον που καλείται να κρίνει τη δουλειά ενός άλλου στο θέατρο; Το ζήτημα είναι κατά πόσον το σκηνικό αποτέλεσμα πέτυχε τις προθέσεις του δημιουργού του, όπως αυτές διατυπώνονται στο πρόγραμμα – άλλο είδος υπό εξαφάνιση – η τις συνεντεύξεις του, και κατά πόσον η οδός που επελέγη υπηρετεί αποτελεσματικά το εν λόγω κείμενο.
Γιατί η παράσταση προφανώς δεν μπορεί να είναι ο φούρνος του Χότζα και να στρέφει ανάλογα με τις επιθυμίες του κάθε κριτικού, blogger ή θεατή, ούτε και να υπακούει σε αισθητικές και λοιπές επιλογές άλλες από αυτές εκείνου που την υπογράφει. Κι όσο κι αν ο εκάστοτε γράφων έχει τις προσωπικές του υποκειμενικές προτιμήσεις ή απέχθειες, καλείται να μιλήσει για το κατά πόσον λειτούργησαν άλλων οι επιλογές.
Αν εγώ, π.χ. απεχθάνομαι το ρεαλισμό (αληθές), οφείλω να αποδώσω τα δίκαια σε μια ρεαλιστική παράσταση υψηλού επιπέδου που έχει κάνει το κείμενο να φτάσει στην πλατεία. Όπως λέει η λαϊκή σοφία: Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, το θέμα είναι να πιάνει ποντίκια.
Εφόσον η κριτική γίνεται με καθαρή ματιά, γνώση, και πρωτίστως με αγάπη – για το θέατρο, τους εργαζόμενους σε αυτό και το κοινό – τότε μπορεί να αποτελέσει και πρώτης τάξεως βοήθεια για τον καλλιτέχνη.
Όχι, γιατί θα του επισημάνει αστοχίες που ο ίδιος αγνοούσε – αποκλείεται να μην γνωρίζει ήδη πού κάτι δεν πάει καλά. Αλλά μπορεί να επιβεβαιώσει τις υποψίες του, και να του φωτίσει κατευθύνσεις που μόνο κάποιος σχετικός με το αντικείμενο θα μπορούσε. Ο ώριμος δημιουργός δεν ενοχλείται από μια δίκαιη κρίση, ούτε από αντιρρήσεις που διατυπώνονται με σεβασμό και εκτίμηση. Άλλωστε, όλοι ανεξαιρέτως κινούμαστε με βασικό κίνητρο την αγάπη για το αντικείμενο. Τι, όχι;
Επίσης, νομίζω πως πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη η τήρηση από την κριτική αυστηρότατων κανόνων δεοντολογίας. Εφόσον βέβαια όλοι γνωρίζονται με όλους, το πράγμα καθίσταται δύσκολο, όμως δεν γίνεται αυτοί να μην τηρούνται ούτε στο ελάχιστο. Δεν μπορεί κανείς να γράφει για τον «κολλητό» του που έπιναν μαζί ποτά το προηγούμενο βράδυ. Ούτε για πρόσωπα με τα οποία εμπλέκεται συναισθηματικά ή συγγενικά, ούτε για ομάδες και θέατρα στην προώθηση των οποίων έχει βοηθήσει, είτε φιλικά, είτε επ’ αμοιβή. Η λέξη αμοιβή έχει ιδιαίτερη σημασία: δεν γίνεται να κρίνει κανείς κάποιον όταν, με οποιαδήποτε αιτία, για οποιοδήποτε λόγο, έχουν αλλάξει χέρια μεταξύ τους χρήματα.
Η λέξη αμοιβή έχει ιδιαίτερη σημασία: δεν γίνεται να κρίνει κανείς κάποιον όταν, με οποιαδήποτε αιτία, για οποιοδήποτε λόγο, έχουν αλλάξει χέρια μεταξύ τους χρήματα.
Εφόσον όμως τηρούνται τα παραπάνω, τότε πιστεύω πως μπορεί κανείς να διατυπώσει ευθαρσώς – ενυπόγραφα – οποιαδήποτε άποψη. Εφόσον την εκφράζει με επιχειρήματα, η γνώση, η εμπειρία και το κύρος του, εφόσον φυσικά τα διαθέτει, επαρκούν. Δεν οφείλει να απολογηθεί σε κανένα για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία του σε μια παράσταση, όσοι κι αν σηκωθούν αγανακτισμένοι να τον εγκαλέσουν. Άλλωστε, σχόλια ή χαρακτηρισμοί που ξεφεύγουν από τα όρια του θεμιτού, του ευπρεπούς ή του δικαίου, επιστρέφουν τελικώς σε αυτόν που τα έγραψε, καθώς και ο κρίνων κρίνεται αργά ή γρήγορα. Και για να μη θεωρηθεί πως γενικολογώ κι αποφεύγω να πάρω θέση επί του προκειμένου, νομίζω πως στην περίπτωση της συγκεκριμένης παράστασης η Λουΐζα Αρκουμανέα υπήρξε μάλλον μετριοπαθής: και λίγα είπε.
Κι όμως, εκτός από τις διαμαρτυρίες και την αγανάκτηση που αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία αυτού του κομματιού, έχουν υπάρξει κι άλλα κρούσματα στο πρόσφατο παρελθόν. Οργίλες απαντήσεις σκηνοθετών προς κριτικούς, σαν οι δεύτεροι να διέπραξαν κάτι που δεν είχαν δικαίωμα, ή και άρθρα δημοσιογράφων άλλων ειδικοτήτων που έσπευδαν να πάρουν θέση για μια παράσταση, επιχειρώντας να προκαταλάβουν την κριτική πριν κάνει καν την εμφάνισή της, με τη γνωστή επωδό: «Εγώ δεν είμαι ειδικός αλλά…». Ναι, κάποιοι εμφανίζουν μια δυσανεξία στην αμφισβήτηση, και χρησιμοποιούν κάθε τρόπο που μπορούν για να καταφερθούν εναντίον της: γνωριμίες, μέσα, φιλίες, εκβιασμούς έμμεσους αλλά και άμεσους. Κάποια εγώ είναι μεγαλύτερα από άλλα…
Και βέβαια νομίζω πως πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως τα κριτήρια δεν μπορούν να είναι ίδια γι' όλους. Μια νεανική ομάδα ή έναν εταιρικό θίασο που πασχίζει ιδίοις εξόδοις να δημιουργήσει κάτι, ερήμην συχνά όχι μόνο χορηγών, αλλά και κοινού και κριτικής, απλήρωτη, άστεγη και με μοναδικό όπλο την ανάγκη της, δεν μπορεί κανείς να την κρίνει με τα ίδια κριτήρια όπως μια καλοπληρωμένη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, ας πούμε, ή ενός καλλιτέχνη κατά το κοινώς λεγόμενο καβαντζωμένου από παντού, από ιδρύματα, θεσμούς και φεστιβάλ, προβεβλημένου και γνωστού σε όλους. Ισότητα και δικαιοσύνη δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Και σπάνια εκφράζεται αγανάκτηση για μια κακή κριτική σε μια ομάδα που παίζει δύο καθημερινές την εβδομάδα σ' ένα θέατρο 60 θέσεων.
Το σημαντικότερο και πλέον αμείλικτο ερώτημα, είναι φυσικά το πόσους επηρεάζουν οι κριτικές, πόσο πραγματική δύναμη διαθέτουν. Σίγουρα, και μάλλον ευτυχώς, η εποχή που ένας κριτικός από τους ελάχιστους που τότε υπήρχαν μπορούσε να κατεβάσει παραστάσεις, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η πληθώρα απόψεων, το παμφάγο διαδίκτυο, αλλά και ο περιορισμός του κύρους των κριτικών, έχουν επιφέρει μια εκ των πραγμάτων ισορροπία. Τώρα το αν μια θεωρητική, θεατρολογική ανάλυση ή η ευθύτερη ματιά ενός θεατή blogger έχουν μεγαλύτερη επιρροή, μάλλον οι θεατές που διαβάζουν κριτικές είναι αρμοδιότεροι να μας πουν. Και πάντως εδώ, αφελώς ίσως σκέφτομαι πως όταν ένας εν δυνάμει θεατής έχει να επιλέξει ανάμεσα σε 200 ή 300 παραστάσεις, μπορεί μια κακή κριτική πράγματι να τον στρέψει σε κάποια άλλη επιλογή ώστε να βρίσκεται προς την πλευρά της ασφαλείας, ακόμα κι αν δεν έχει τυφλή εμπιστοσύνη στη συγκεκριμένη πένα. Γιατί να το ρισκάρει, όταν ούτως ή άλλως η προσφορά υπερκαλύπτει τόσο πολλές φορές τη ζήτηση; Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει αυτό, είναι να οξύνει το αίσθημα ευθύνης όποιου γράφει κριτικές και θεωρεί εαυτόν διαμορφωτή της κοινής γνώμης, ελληνιστί influencer.
Φυσικά, σε μια χώρα όπου η κρίση έχει θολώσει ανάμεσα σε άλλα και την κριτική ικανότητα, και γενικώς τα κριτήρια νοσούν, πιθανώς αυτό να είναι το λιγότερο. Το ποιος είναι ή θεωρεί εαυτόν influencer και ποιος όχι, είναι κάτι που έχει ξεφύγει από κάθε λογική σε όλα τα επίπεδα. Ο Ουμπέρτο Έκο έλεγε πως όταν κάποτε ο χαζός του χωριού έπινε δυο ποτηράκια παραπάνω κι άρχιζε να μιλάει ακατάσχετα, οι εχέφρονες του έδιναν τρυφερά μια φάπα για να σωπάσει. Τώρα βγαίνει στο διαδίκτυο και εισπράττει την επιδοκιμασία. Στο ελληνικό τοπίο αυτή τη στιγμή, άεργοι με εμφανή ψυχοπαθολογικά ζητήματα διατυπώνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βαρύγδουπες απόψεις οριακής νομιμότητας και πρόδηλα κατασκευασμένες δήθεν βιωματικές ιστορίες , εμέσσοντας στην ουσία το αντικοινωνικό τους μένος επί πραγματικών ή φανταστικών αντιπάλων.
Στην πορεία, μπορεί να τσιμπήσουν και μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες like (αυτή η μάστιγα). Ίσως φτάσουν να διοργανώσουν ακόμα και συγκεντρώσεις ζητώντας την παραίτηση νόμιμα εκλεγμένων κυβερνήσεων, παρασύροντας προς στιγμήν και κάποιους εχέφρονες πριν επιστρέψουν στο σύνηθες κοινό τους, αυτό των ναυαγίων της ζωής και των λαμόγιων με ιδιοτελή κίνητρα, και προκαλέσουν αυτό που τους αρμόζει: τη γενική θυμηδία και πρόγκα.
Με ανάλογο τρόπο αυτές τις μέρες, συλλαλητήρια επιχειρούν να επηρεάσουν μέσω της δημιουργίας εντυπώσεων την εξέλιξη διαπραγματεύσεων που, αν ο γνώμονας ήταν πράγματι το εθνικό συμφέρον, έπρεπε να γίνονται ησύχως σε διπλωματικό επίπεδο, προκειμένου να αποφευχθεί η τεράστια ζημιά που προκάλεσαν σύμφωνα με κάθε αντικειμενική εκτίμηση αντίστοιχα συλλαλητήρια προ 25ετίας περίπου στα ίδια εθνικά θέματα.
Αντίστοιχα, σε ένα άλλο επίπεδο, αλήστου μνήμης ημιπαράφρονες τηλεοπτικοί καταναλωτές φραπέδων και παραλήπτες πίτσας από φαρσέρ, πέρασαν από το παραλήρημα και τη διαπόμπευση στα έδρανα της βουλής, θεωρώντας εαυτούς πολιτικούς αρχηγούς και διεκδικώντας ακόμα και ρόλο ρυθμιστή της πολιτικής ζωής μιας χώρας της οποίας ο λαός υπήρξε τόσο γελοίος, που να τους επιτρέψει την είσοδο στη κοινοβούλιο. Και δεν είναι καν οι χειρότεροι: τουλάχιστον αυτοί δεν έχουν διαπράξει εγκλήματα. Κι όλους αυτούς, κατά τα καλά και συμφέροντα πάντα, τους προσεταιρίζονται ενίοτε και οι «κανονικές» πολιτικές παρατάξεις, προσδοκώντας εφήμερα οφέλη. Η γενικευμένη σύγχυση φρένων και τα κωμικοτραγικά της αποτελέσματα – ή, όπως είχε πει κάποιος ευφυής, όταν αναταράσσεις τα νερά σε έναν υπόνομο, τα σκατά ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Κατά τ’ άλλα ταραζόμαστε σφόδρα όταν ο μέγας Δημητριάδης μιλάει για Βδέλυγμα… Θυμάμαι πως ο Όσκαρ Ουάιλντ αναφέρεται στην οργή του Κάλιμπαν όταν βλέπει τον εαυτό του σε καθρέφτη.
Οι αμφιβολίες μου για το κύρος και τους λόγους ύπαρξης της κριτικής αυτή τη στιγμή με οδήγησαν σε αποχή ολίγων εβδομάδων από το άθλημα. Ασχέτως αν με το κείμενο αυτό έλαβα τις απαντήσεις που ο ίδιος αναζητούσα, δεσμεύομαι να επανέλθω άμεσα…