The End.
Οι τίτλοι τέλους έκαναν την εμφάνισή τους αιφνιδιαστικά. Είχαν ένα παράταιρο, οξύ, κίτρινο χρώμα. Δευτερόλεπτα μετά, ένα βροντερό, αυθόρμητο κι ενθουσιώδες χειροκρότημα ήρθε να καλύψει την παγωμάρα και το σκοτάδι.
Αισθάνθηκα άβολα. Απόρησα. Τι ήταν αυτό που χειροκροτούσαν; Τον πρωταγωνιστή και μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του; Την τραγική ιστορία ενός καταφρονημένου ημιπαράφρονα; Την απροσδόκητη μεταμόρφωσή του σε στυγερό εγκληματία; Σε μια ακατανίκητη Νέμεση; Την εκρηκτική του βία; Την ανάδειξη ενός ανώνυμου και «αόρατου» σε σύμβολο αντίστασης; Το χάος και την αναρχία που απελευθέρωσε; Τον τελικό του θρίαμβο;
Βάδισα αργά προς την έξοδο, μουδιασμένος. Τα ερωτήματα επέμεναν. Θα αποτελέσουν σίγουρα το θέμα των ημερών, σκέφτηκα. Ας αφήσω τους άλλους να μιλήσουν για τις ομοιότητες με την εποχή μας, για τις αντιστοιχίες, την αλληγορία, τους υπαινιγμούς. Υπήρχε μια ευκολία εδώ. Πρέπει κανείς να πάει πιο πέρα.
Εστίασα την προσοχή μου στο χαρακτήρα. Καταπιάστηκα με την καταγωγή του, τις καταβολές του. Με τις αρχές και την εξέλιξη της μορφής του Joker – γελωτοποιού στον χρόνο. Τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται στο θέατρο, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική. Αναζήτησα εκεί να βρω αυτό που έχει κοινό με όσους προηγήθηκαν, αλλά και εκείνο που πιθανά τον διακρίνει.
Έφτασα στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Θυμήθηκα το Πλοίο των Τρελών του Ιερώνυμου Μπος, την πράσινη στολή που φορούσαν στους τρελούς και τα κουδούνια που τους κρέμαγαν εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, τους χαρακτήρες της Κομέντια ντελ Άρτε: τον Αρλεκίνο, τον Πουλτσινέλα, τον Πιερότο, τη Μωρία του Εράσμου, τον Σιμπλίκιο, τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, τον Πανούργο του Ραμπελαί, τoν Άμλετ και τον Φέστε από τη Δωδέκατη Νύχτα, τους γελωτοποιούς των Βασιλιάδων, τους πίνακες του Βελάσκεθ.
Οι γελωτοποιοί, κάποτε, ψυχαγωγούσαν τους Βασιλείς. Διασκέδαζαν την Αυλή με τις ανοησίες, τις τρέλες, τα ανέκδοτά και τις ακροβασίες τους. Διαολεμένα έξυπνοι και δημοφιλείς, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πουν την άποψή τους, όσο σκληρή ή δηκτική κι αν είναι. Ο Βασιλιάς τους συγχωρούσε την τρέλα τους. Αυτοί οι ημιπαράφρονες σαλτιμπάγκοι νάνοι, δυσμορφικοί ή απλά τρελοί, έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους. Ο γελωτοποιός είχε πάντα αυτή την ιδιότητα, να μπορεί να διακωμωδεί και να επιτιμά τους πάντες: μονάρχες, κληρικούς, πλούσιους, εμπόρους, κλπ.
Ο Γελωτοποιός διαθέτει συγγενείς του χάνονται στα βάθη των αιώνων, Προπάτορες που ακολούθησαν τροχιές αστάθμητες. Ως πρόσωπο είναι πρωτεϊκό. Είναι ή συμβολίζει πολλά: τρελός, κουτός, φαντασιόπληκτος, μελαγχολικός, σοφός, ο πανούργος, συμφεροντολόγος, ανήθικος, άθεος, άτσαλος και ατσούμπαλος, ευφρόσυνος και καλοπροαίρετος, ακροβάτης της ηθικής και του λόγου, μηδενιστής, αλλόφρων, παρίας, ένα σημείο εκτός της κοινότητας, αλλά και το νοητό όριό της, επικριτής, θορυβώδης, αφανής, αόρατος, πλάνητας και πεπλανημένος, φιλόσοφος, εξόριστος.
Επέστρεψα στον Joker. Ο γελωτοποιός του Χοακίν Φίνιξ γνωρίζει σίγουρα τους προγόνους του, Αντλεί έμπνευση από εκείνους, ερανίζεται τις κινήσεις, τα λόγια, το ύφος, τα συναισθήματά τους. Τη μοναξιά του Πιερότου, τη μελαγχολία του Άμλετ, τη παραφροσύνη των τρελών του Μπος, την οξύνοια του Φέστε, τη δυσμορφία των νάνων του Βελάσκεθ, την κινησιολογία του θεάτρου της Αναγέννησης και της κομέντια ντελ άρτε, τα χρώματα των κουστουμιών και των πινάκων. Διέθετε το θράσος και την ειλικρίνειά τους. Ήταν κάτι στρεβλό με απόλυτη συνείδηση του ίσιου, του ότι ο κόσμος δεν πάει καλά, έτοιμος να ξεμπροστιάσει τη φενάκη και την αδικία, να ασκήσει δηκτική κριτική. Είναι ο αδιαφιλονίκητος κληρονόμος τους.
Μόνον που δεν είναι ούτε χαριτόβρυτος, ούτε πρόσχαρος. Δεν σου διώχνει τις σκοτούρες. Σε κάνει να θυμάσαι και να πονάς. Η φρενοπάθειά και η ευθραυστότητά του σε κάνει να τον λυπάσαι και μαζί του να λυπάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι ο αμνός ενός άλλου θεού. Δεν σου υπόσχεται τη λύτρωση. Μοιάζει σαν να τον έχει ξεράσει η κόλαση, σαν να τον είχε γεννήσει η οργή και η άσβηστη δίψα για εκδίκηση, για έγκλημα. Ένας άγγελος εκδικητής, μια μάστιγα κτηνώδους βίας, παρεκτροπής και αναρχίας. Ένας Αίαντας δαιμονισμένος, που σε σπρώχνει να τον ακολουθήσεις.
Εδώ, σε αυτό το σημείο, ο γιός της τρέλας χαράζει τη δική του πορεία. Ξεπερνά όλους τους προγόνους του. Γελώντας δίχως νόημα, αναγνωρίζεται από το πλήθος και στέφεται βασιλιάς. Σκαρφαλώνει στο θρόνο, δείχνοντας τα δόντια μιας οργίλης συνείδησης που παραληρεί, σε έναν κόσμο πεπλανημένο και στρεβλό. Ένας εκδικητής νικηφόρος και κυρίαρχος.
Εδώ το είδωλο διαθλάται, οι αναφορές πολλαπλασιάζονται. Ο Joker καθρεπτίζει πια όλους εκείνους που είναι ή το παίζουν γελωτοποιοί για να κερδίσουν την ταύτιση, για να κατακτήσουν την εξουσία, χαρίζοντας λίγα ψίχουλα αναγνώρισης στους καταφρονημένους. Για αυτόν τον γελωτοποιό βασιλιά, το χειροκρότημα. Για την επερχόμενη βασιλεία του. Σημάδι και σύμπτωμα των ανάποδων καιρών μας. Ένα κάποιο πιθανό τέλος, στο ύστατο σήμερα. Ένα τέλος γραμμένο με βαθιά κόκκινα, σχεδόν αιμοσταγή, και ταυτόχρονα παιδαριώδη γράμματα.
The End.