Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
16.08.2018

Στα νησιά των Λωτοφάγων

Διακοπές στη λήθη μετ’ επιστροφής. Μια ιστορία -άδολη σαν ψέμα- για το καλοκαίρι και τις εποχές που θα επιλέξουμε να ακολουθήσουν.

Φωτογραφία: Αγγελική Παναγιώτου / FOSPHOTOS

Τα εισιτήρια, τα είχαμε βιαστεί. Μήνες πριν απ’το ταξίδι είχαν βγει και έχασκαν ακουμπισμένα στο γραφείο, ανάμεσα σε βιβλία και σημειώσεις, σαν υπόσχεση λύτρωσης. Ενθύμια εν τη γενέσει. Μετρούσαμε ανάποδα τις ημέρες.

Μόνο που στο ενδιάμεσο ο χρόνος πύκνωσε και βάθυνε. Γέμισε πληγές και θρήνους, μυρωδιά υγρασίας και αποκαΐδια και στάχτη και θάνατο. Μοιραστήκαμε τις ενοχές και την απελπισία. Συνωδύνη και οίκτος, αλαζονεία και βαναυσότητα. Αγριέψαμε. Πονέσαμε. Προσπεράσαμε. Ανθρώπινο, θα πείτε.

Τα εισιτήρια ήταν ακόμη εκεί. Μια σίγουρη διέξοδος φυγής. Αντίδοτο στην απελπισία. Σαν ελιξήριο ζωής: ανέμελης, ανώδυνης, γλυκειάς.

Τα καταφέραμε. Έφτασε η στιγμή. Κλείσαμε τα λαπτοπ. Φύγαμε. Σχεδόν κυνηγημένοι, αρπάζοντας όσα κομμάτια σώσαμε, αφήνοντας πίσω μας το βάρος, τους σωρούς απ’τα ερείπια. Το λιμάνι απομακρυνόταν, και εμείς μαζί. Έτσι πιστεύαμε.

Βουτήξαμε στο καλοκαίρι. Αφεθήκαμε στη φωτοχυσία, τη διαφάνεια, την οικεία απλότητά του. Αισθανθήκαμε τυχεροί. Μας χαρίστηκε η ομορφιά, απλόχερα. Το θέρος μας αποπλανούσε ήπια, σιγαλά. Παραδοθήκαμε αμαχητί στα θέλγητρά του.

Μαλάκωσε η ψυχή κι επέστρεψαν οι αισθήσεις. Θυμηθήκαμε το σώμα και τις γεύσεις και το άρωμα της νύχτας. Καταλλαγή. Ξεκλειδώσαμε σιωπές και ήχους ξεχασμένους. Και πράγματα που δεν βλέπαμε, τα είδαμε: την πέτρα, τη ρίγανη, το σχίνο, άλλα και το χαμόγελο, τα βλέμματα, τις απειροελάχιστες κινήσεις, το χρώμα των ματιών, τον ουρανό, τη δύση και τον αποσπερίτη. Κυριευθήκαμε από έναν οίστρο γενναιόδωρο. Νοιώσαμε το θάμβος του να είσαι ζωντανός. Περπατήσαμε, πλάνητες διψασμένοι, σε σοκάκια αδιάβατα, παρέα με τα νυχτολούλουδα και τους ανέμους. Συνομιλήσαμε με τον Ελύτη, το Σεφέρη, τον Παπαδιαμάντη, τον Σικελιανό. Τραγουδήσαμε το θέρος. Ξεχαστήκαμε.

Άξαφνα εκεί, με τον ηλιάτορα στην κορυφή της ράθυμης τροχιάς του, θυμηθήκαμε με βία όσα είχαμε θάψει. Κύματα σηκώθηκαν βίαια, και έφεραν στην επιφάνεια, όσα είχαμε κρύψει στον μυχό της ψυχής μας. Φόβος πρωτόγνωρος. Σαν να ξυπνήσαν οι νεκροί στο κάθετο λιοπύρι και ζητούσαν το δίκιο τους. 

Μας καλούσε η μνήμη να επιστρέψουμε. Κι έγινε η ζέστη αφόρητη, το δέρμα κοκκίνισε, τα μάτια πονούσαν, τα χείλη ξεράθηκαν, οι μυς στο πρόσωπο έσφιξαν. Το καλοκαίρι, κακοκαίρι και υψικάμινος. Πνιγμένο στο φως και αψύ. Αναγκαίο, αλλά και ταυτόχρονα τραγικό. Ωσάν αλήθεια σκληρή. Δίχως μισόλογα ή περισπάσεις. Και το νερό γλυφό.

Το καλοκαίρι που ζούσαμε έμοιαζε τώρα μια βολική συναίνεση στη λήθη και στην αποκοτιά. Ένα βουβό – σχεδόν λυρικό – «ωχ αδερφέ». Μια μεθόριος της λήθης, όπου το φως φωτίζει, αλλά και κρύβει. Λαγαρό και αξόδευτο, μεθά και διαστρεβλώνει. Ορθώνεται αξεπέραστο ως παραπέτασμα.

Στην κορύφωση της εξάντλησής μας αισθανθήκαμε βουβοί συνωμότες. Νοιώσαμε παθητικοί και αναίσχυντοι. Παραιτημένοι, παραδομένοι, προδομένοι. Ξυπνήσαμε ναυαγοί στο νησί των λωτοφάγων.

Έπειτα, κρύψαμε την επίγνωση, με τέχνη, σε απατηλές εικόνες, ρηχές σκέψεις και κείμενα εφήμερα. Τα αναρτήσαμε, στριμώχνοντάς τα ανάμεσα σε ηλιοκαμένα κορμιά, προτεταμένα στήθη, καλλίγραμμες γάμπες, κλίσεις του κορμού αισθησιακές, φάτσες μπλαζέ, ακριβά γυαλιά, μαγιό σχεδιαστών, βράχια, κύματα, παραλίες και πάλι από την αρχή. Ήμασταν κι εμείς όπως όλοι, κάπου σημαντικά, κάπου όμορφα: «is at Antiparos, is at Symi, is at Berlin».

Έναν περίπου αιώνα μετά τη γενιά που το ύμνησε, εκείνη του μεσοπολέμου, το ελληνικό καλοκαίρι είχε μεταμορφωθεί σε ένα γιγαντιαίο θεματικό πάρκο διασκέδασης, λησμονιάς, ναρκισσισμού κι αδιαφορίας. Και εμείς υπνοβάτες σε ένα timeline ατελεύτητο.

Το μελτέμι, οργισμένο μας μίλησε: «η αποκοτιά η χαριτόβρυτη θα βαστήξει λίγο». Θα επιστρέψουμε. Η αποδημία θα είναι πρόσκαιρη, περιορισμένη.  Και θα είναι όλα εκεί όπως τα αφήσαμε. Μοιραία.

Κρίση αυτογνωσίας στο μάτι του καλοκαιριού. Αναλογιστήκαμε τη φτώχεια και την τυφλότητά. Δίχως συνάλλαγμα ιδεών και απαντήσεων. Μόνο αποκάρωμα και λήθαργος. Και η ομορφιά της φύσης: ελεγεία σε ένα άλλοθι που χάθηκε.

Σχεδόν διακόσια χρόνια από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, για πολλοστή φορά στη σχάση των καιρών και στο μεταίχμιο. Ας αποφασίσουμε. Εάν θα κινηθούμε αναπόταμα. Εάν θα ανοιχτούμε στο μέλλον. Εάν θα κάνουμε τα ερείπια αγωγούς και καταλύτες της εξέλιξης. Εδώ στην εγκοπή του χρόνου, ας επιλέξουμε τι θέλουμε να είμαστε: ελεύθεροι ή επιλήσμονες. Αυτόνομοι ή σκλάβοι των λαθών μας. Ας διαλέξουμε τα καλοκαίρια που θα έρθουν εάν θα είναι λήθη ή λύτρωση.

Απλώς ας θυμόμαστε, τη μόνη αδυσώπητη αλήθεια: τα εισιτήρια για τα νησιά των λωτοφάγων αγοράζονται πάντα μετ’ επιστροφής.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ PoV
NEWS
Save