
Στη βιτρίνα των Κυκλάδων, στη Μύκονο της πολυτελείας και του «υψηλού τουρισμού», ένας 45χρονος άντρας, πατέρας τριών παιδιών, υπέστη σοβαρό υπογλυκαιμικό σοκ και κατέρρευσε δημόσια σε ημιλιπόθυμη κατάσταση.
Αντί να του παρασχεθεί η ιατρική βοήθεια που χρειαζόταν για να σωθεί η ζωή του, δέχτηκε βία. Όχι από κάποιον περαστικό, όχι από κάποιον απρόβλεπτο επιτιθέμενο, αλλά από τους αστυνομικούς που κατέφθασαν, όχι για να τον φροντίσουν, αλλά για να τον… ξυλοκοπήσουν.
Ο λόγος; Η εκτίμησή τους πως ήταν «τοξικοεξαρτημένος».
Ανάμεσα στις μορφές ρατσισμού που μπολιάζουν την καθημερινότητα, ο ρατσισμός κατά των τοξικοεξαρτημένων και χρηστών ουσιών παραμένει ίσως ο πιο βαθιά θεσμοποιημένος και συγχρόνως ο πιο σιωπηλός. Δεν έχει το πολιτικό φορτίο του ρατσισμού κατά των μεταναστών, ούτε την ορατότητα του σεξισμού ή της τρανσφοβίας. Είναι όμως πανταχού παρών. Και επικίνδυνος.
Στην Ελλάδα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, απ' ότι φαίνεται αρκεί να μοιάζεις εξαρτημένος: να χάνεις τις αισθήσεις σου, να είσαι ιδρωμένος, να φαίνεσαι «εκτός» (ακόμα και αν είσαι επιχειρηματίας, όπως ο 45χρονος), για να θεωρηθείς όχι απλώς αόρατος, αλλά ανεπιθύμητος. Και τελικά, για να μη σου δοθεί η επιλογή και το ανθρώπινο δικαίωμα της περίθαλψης, αλλά η άμεση εφαρμογή του ξύλου και της καταστολής.
Ο Ζακ δεν ξεχάστηκε - και δεν ήταν ο μόνος
Ο Ζακ Κωστόπουλος, η Zackie Oh, που δεν έπαψε ποτέ να στοιχειώνει τη μνήμη μας, χτυπήθηκε, διαπομπεύθηκε και τελικά δολοφονήθηκε το 2018 επειδή, μεταξύ άλλων, θεωρήθηκε «πρεζάκι». Αυτή ήταν η λέξη που σφράγισε τη μοίρα του - ένα κοινωνικό στίγμα που ενεργοποιεί την αστυνομική βία σαν να πρόκειται για κουμπί.
«Δεν είναι άνθρωπος, είναι επικίνδυνο πρεζάκι, του αξίζει», έλεγαν με το βλέμμα τους οι νυκοκυραίοι που τον κλωτσούσαν μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. «Δεν χρειάζεται βοήθεια, χρειάζεται έλεγχο και τιμωρία», έλεγαν οι αστυνομικοί που συνέβαλαν στη δολοφονία του.
Ο ίδιος ρατσισμός πυροδότησε και το περιστατικό στη Μύκονο. Υπό διαφορετικές μεν συνθήκες, αλλά με κοινό παρονομαστή. Ο άνθρωπος που υπέστη υπογλυκαιμία είχε “το look” που πυροδοτεί υποψίες λόγω της κατάστασης στην οποία βρέθηκε. Δεν χωρούσε στο κάδρο της Μυκόνου. Δεν είχε το πρόσωπο του «πελάτη» ή του μεγαλοεπιχειρηματία, αλλά του περιθωρίου.
Δεν του έγινε καν το τεστ που θα διέλυε τις υποψίες - γιατί μάλλον οι υποψίες δεν ήταν για να ελεγχθούν, ήταν για να δικαιολογήσουν τη βία, αφού μετά το αποτρόπαιο συμβάν, οι αστυνομικοί που ενεπλάκησαν σε αυτό επιχείρησαν να χαρακτηρίσουν «μυθομανή» τον ασθενή, λέγοντας πως τα όσα περιέγραψε ότι υπέστη από εκείνους στον πατέρα του, δεν συνέβησαν ποτέ.
Ανθρώπινη αξιοπρέπεια υπό όρους: Όταν τα σώματα γίνονται ενοχλητικά
Η βία, όταν δεν εφαρμόζεται ως άμυνα σε αντίξοες συνθήκες, δεν είναι ποτέ ατύχημα. Είναι συνέχεια των στερεοτύπων και των πολιτικών. Όταν οι κρατικές αρχές έχουν μάθει να συνδέουν την εξάρτηση με την εγκληματικότητα, το φτωχό ντύσιμο με την παραβατικότητα, την κακή υγεία με την «ευθύνη του ίδιου», τότε ο ρατσισμός γίνεται εγχειρίδιο.
Κι όταν αυτό το εγχειρίδιο διανθίζεται με την πολιτική ρητορική περί «καθαρότητας των δημόσιων χώρων», με ποινές και εξώσεις από δομές στήριξης, με την αστυνόμευση αντί της φροντίδας, τότε το αποτέλεσμα δεν είναι η ασφάλεια, αλλά το μίσος, η βία και η καταστολή. Και το χτύπημα ενός σώματος που έτυχε να λιποθυμήσει.
Η ζωή, η υγεία, η αξιοπρέπεια, γίνονται προνόμια που δεν αποδίδονται σε όλους. Πρέπει να μοιάζεις «κανονικός», πρέπει να δείχνεις καθαρός, ευγενής και ευπρεπής για να τα κατακτήσεις. Αν αποκλίνεις, κινδυνεύεις. Αν μοιάζεις εξαρτημένος, ακόμα και χωρίς να είσαι, οι πιθανότητες να σου χορηγηθεί φροντίδα μειώνονται. Αυξάνονται μόνο οι πιθανότητες να σου στερηθεί το δικαίωμα να ζήσεις.
Ένας άνδρας έπεσε στο έδαφος από επίθεση αστυνομικών, σα να ήταν παράσιτο. Και αντί να σκύψει κάποιος να τον βοηθήσει, ήρθαν τα γκλοπ. Η κυβέρνηση με νομοθεσίες που τιμωρούν την εξάρτηση αντί να τη θεραπεύουν, όπως συνέβη με το Νομοσχέδιο για την Ψυχική Υγεία και τη συγχώνευση των δημόσιων προγραμμάτων απεξάρτησης, διατηρεί μια επικοινωνιακή στρατηγική που αντιμετωπίζει τα ναρκωτικά ως πρόβλημα «των άλλων». Και με την αστυνομία ως ηθικό εργαλείο «εξυγίανσης».
Η Μύκονος δεν είναι απλώς το μέρος που έτυχε να διαδραματιστεί το περιστατικό. Είναι και σύμβολο: ένας χώρος φτιαγμένος για την κατανάλωση, την επιτήρηση και την επίδειξη. Όποιος δεν ανήκει στο καρτ-ποστάλ της, διαγράφεται - ή ξυλοκοπείται.
Όποιος δεν χωράει στο κάδρο της Ελλάδας 2.0 πρέπει να εκδιωχθεί ή να συνετιστεί; Η ποινικοποίηση της εξάρτησης είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής ταξικής και κοινωνικής εκκαθάρισης; Και όσοι πεθαίνουν στον δρόμο, ξυλοκοπημένοι ή εγκαταλελειμμένοι, απλώς δεν αποτελούν πια πρόβλημα επικοινωνιακό;
Η κοινωνία μας έχει εθιστεί στο να θεωρεί την εξάρτηση ηθικό ελάττωμα. Όχι ψυχική νόσο, όχι κοινωνικό ζήτημα, αλλά τεκμήριο ενοχής. Και αυτός ο εθισμός είναι πιο επικίνδυνος από κάθε ουσία. Ο διαβητικός της Μυκόνου δεν πέθανε. Το ερώτημα όμως απέναντι στη θεσμική τοξικοφοβία δεν θα έπρεπε να είναι «αν», είναι και «ποιος είναι ο επόμενος». Το ζητούμενο είναι να σταματήσουμε να κοιτάμε τα σώματα στο πάτωμα χωρίς να βλέπουμε ποιος τα έριξε πραγματικά εκεί.