Η χαρακτική είναι η μεγάλη συνάντηση της γραμμής και του φωτός. Η γραμμή, το σχέδιο, αιχμαλωτίζουν το λευκό και αυτό, αιχμαλωτιζόμενο, γίνεται τόσο ισχυρό, που επικρατεί. Έτσι, όταν βλέπουμε ένα έργο χαρακτικής, ξεπέχουν τα λευκά στη θάλασσα του μαύρου και αυτά τελικά σχεδιάζουν την εικόνα. Το ίδιο ισχύει και στην τυπογραφία: τα λευκά περιθώρια και τα κενά σχεδιάζουν τη σελίδα, διαμορφώνουν την αρχιτεκτονική του εντύπου.
Ο Δημήτρης Γαλάνης (1879-1966) ήταν ο χαράκτης που έδρεψε όλες τις δάφνες στο χρυσό αιώνα της τυπογραφίας και των εκδόσεων τέχνης στη Γαλλία, δηλαδή στο μεσοπόλεμο. Τον μεγάλο αυτό Έλληνα δημιουργό ήρθε να μας γνωρίσει πιο καλά και πιο πλατιά φέτος μια έκθεση και μια έκδοση, και τα δυο από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Ο Γαλάνης ήταν ένας Έλληνας που έφτασε στο Παρίσι το 1900 είκοσι χρονών και έγινε αμέσως ένα με την πρωτοπορία των Καλών Τεχνών. Στην Αθήνα είχε ήδη μια μικρή φήμη δημοσιεύοντας χιουμοριστικά σκίτσα στην εφημερίδα Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη και σε άλλα έντυπα. Το θαυμαστό Dictionnaire des Peintres Sculpteurs Dessinateurs et Graveurs του E. Bénezit (Librairie Gründt, 1976) περιγράφει έτσι τα πρώτα του βήματα στο Παρίσι:
Στα 1900 γίνεται δεκτός στη Σχολή της rue Bοnaparte στο εργαστήριο του Fernard Cormon. Εξέθεσε για πρώτη φορά το 1904 στο Salon της Société Nationale des Beaux Arts. Και τον ξανασυναντούμε στο Salon d’Automne. Στα πρώτα του χρόνια ο Γαλάνης έγινε γνωστός κυρίως ζωγραφίζοντας τοπία. Αν ξαφνιάζει το γεγονός ότι το όνομά του απαντά στους πιο παλιούς καταλόγους του Salon des Humoristes αυτό συμβαίνει γιατί, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ο καλλιτέχνης προσπάθησε να κερδίσει τον επιούσιο συνεργαζόμενος με τα σατιρικά περιοδικά της εποχής L’Assiette au Beurre, Le Rire, Gil Blas κ.λπ. Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκροτηθεί ο κατάλογος των σχεδίων που υπέγραψε εκείνη την εποχή. Δίχως καθόλου να υποκύπτουν στην καρικατούρα, δίχως να κολακεύουν το σκανδαλιστικό ύφος των εντύπων όπου υποχρεώθηκε να συνεργαστεί, ο Γαλάνης μας άφησε σχέδια εκ του φυσικού που το σύνολό τους δίνει ένα πιστό και γλαφυρό πανόραμα των κέντρων διασκέδασης των αρχών του αιώνα. Αλλά το μόνο που είχε στο νου του ο Γαλάνης ήταν πώς να γλιτώσει από αυτή τη σκλαβιά. Είχε συνδεθεί φιλικά με τους καλύτερους ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής του. Συχνά τον έβλεπαν συντροφιά με τον διάσημο συμπατριώτη του τον μεγάλο ποιητή Jean Moréas. Σύντομα ο Γαλάνης έγινε ένας από τους σπουδαιότερους χαράκτες, περιζήτητος στους εκδότες συλλεκτικών βιβλίων τέχνης. […] Ο André Malraux που είχε στενή φιλία με τον Γαλάνη έγραψε γι’ αυτόν: «Μπορούμε να συγκρίνουμε τον Γαλάνη με πολλούς δασκάλους αλλά δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κανέναν από αυτούς ανώτερό του. Πάντοτε διαφοροποιείται χάρη σε κάποιο ουσιαστικό στοιχείο. Γιατί η τέχνη του πηγάζει από την καλλιτεχνική ζωή του σήμερα, είναι βαθιά νεωτερική.»
Από την υπέρλαμπρη έκδοση Δημήτρης Γαλάνης, Τα εικονογραφημένα βιβλία. Αναλυτικός κατάλογος 1904-1962 (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2014) σταχυολογούμε τρία αποσπάσματα από κείμενα που φωτίζουν την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Γαλάνη.
Ο Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος στο κείμενό του «Η τέχνη του βιβλίου στα τέλη του 19ου και τι αρχές του 20ού αιώνα» σημειώνει: «Ο έλληνας δημιουργός έδρασε μέσα σε ένα πρωτόγνωρα έντονο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, διαπρέποντας με την ευαισθησία του σχεδίου του και την τελειότητα της εκτέλεσης των χαρακτικών του συνθέσεων. Αργά αλλά σταθερά κέρδισε την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό των εκδοτών και του φιλότεχνου κοινού στο Παρίσι, που οδήγησαν στην ευρεία αναγνώριση του έργου του και, τελικά, στην ανακήρυξή του ως μέλους της γαλλικής Ακαδημίας των Καλών Τεχνών. Αναμφίβολα, εντυπωσιακό επίτευγμα ζωής για έναν εικοσάχρονο μετανάστη από την επαρχιακή Αθήνα στην τότε μητρόπολη του πολιτισμού.»
Η Βούλα Λιβάνη και η Κωστούλα Σκλαβενίτη στο Εκδοτικό Σημείωμα περιγράφουν συνοπτικά τα περιεχόμενα του βιβλίου: «Ο αναλυτικός κατάλογος που ακολουθεί επιχειρεί να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο τα βιβλία που εικονογράφησε ο ζωγράφος χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης. […] Ο κατάλογος περιέχει 152 βιβλιογραφικές καταγραφές, συναριθμώντας κάποια πρώιμα εξώφυλλα του Γαλάνη σε αθηναϊκές μουσικές εκδόσεις, καθώς και ορισμένες εκδόσεις δημόσιων φορέων ή ιδιωτικών εταιρειών (π.χ. ο δήμος της Πόλης του Παρισιού, εταιρείες ποτοποιίας κ.ά.), που ενίοτε έδωσαν το έναυσμα για να δημιουργήσει κάποιες από τις σημαντικότερες εικονογραφήσεις του, όπως ο κατάλογος της οινοποιίας Nicolas για το έτος 1938. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα βιβλία που εικονογράφησε ο Γαλάνης είναι γαλλικές λογοτεχνικές εκδόσεις. […] Τα 152 λήμματα του καταλόγου αποτυπώνουν μια πλουσιότατη καλλιτεχνική παραγωγή έξι σχεδόν δεκαετιών, που διακρίνεται για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία της, τον πλούτο των τεχνοτροπιών και των συνδυασμών τους, όχι μόνο στο ίδιο βιβλίο αλλά συχνά και στην ίδια εικόνα, στοιχεία που καθιέρωσαν τον Γαλάνη ως έναν από τους σημαντικότερους εικονογράφους της γενιάς του στο γαλλικό εκδοτικό τοπίο. Για την εικονογράφηση χρησιμοποιεί ποικίλα χαρακτικά μέσα —ξυλογραφία, βαθυτυπία, μονοτυπία—, καθώς και σχέδια. Σε σύνολο περίπου 1.660 μεμονωμένων εικονογραφήσεων (συνυπολογίζοντας και τα κάθε λογής κοσμήματα), την πρωτοκαθεδρία την έχει η ξυλογραφία (που αντιπροσωπεύεται με τα δύο τρίτα περίπου των συνολικών χαραγμάτων του), τεχνική στην εξέλιξη της οποίας είχε σημαντική συμβολή στην εποχή του. Όχι μόνο την ανανέωσε επανεισάγοντας ξεχασμένες τεχνικές, αλλά εμπλούτισε και τα εργαλεία της, δημιουργώντας συχνά ξυλογραφίες που θυμίζουν βαθυτυπίες (ιδίως την ξεστή χαλκογραφία – manière noire), με έντονο πάντοτε το σχεδιαστικό στοιχείο.»
Η Ειρήνη Οράτη στο κείμενό της «Illustré par Galanis. Ο Γαλάνης και η τέχνη της εικονογράφησης» αναφέρει: «Υπολογίζοντας ότι έφυγε από την Αθήνα μόλις είκοσι ενός ετών, αναπόφευκτο ήταν να αφομοιωθεί γρήγορα με τις γαλλικές αντιλήψεις και με τη σπουδαία παράδοση των εικονογράφων της Γαλλίας. Το σύνολο του έργου του είναι ενός ευρωπαίου καλλιτέχνη και ως τέτοιο θα πρέπει να αξιολογηθεί. Παράλληλα όμως, για τους έλληνες καλλιτέχνες που προσεγγίζουν τη χαρακτική και το βιβλίο, κυρίως από τη δεκαετία του 1930, ο Γαλάνης είναι το μοναδικό σημείο αναφοράς. Αδιαμφισβήτητη και η συμβολή του Κεφαλληνού με το εργαστήριο χαρακτικής από το 1932, ο Γαλάνης όμως, αν και απών, ήταν το παράδειγμα στο οποίο προσέβλεπαν.»
Και ο Άγγελος Δρακογιώργος στο «Από το Assiette au beurre στο Nuits d'octobre» δίνει κάποια ερμηνευτικά κλειδιά για το μεγάλο αίνιγμα: πώς έγινε και απέκτησε ο Γαλάνης την πρέσα του ζωγράφου Εντγκάρ Ντεγκά: «Πιστεύουμε ότι σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έπαιξε η απόκτηση χειροκίνητης πρέσας, ζήτημα για το οποίο δεν έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά το χρόνο απόκτησης και τους λόγους που οδήγησαν έναν καθιερωμένο καλλιτέχνη, όπως ο Ντεγκά, να δώσει ένα τέτοιο πολύτιμο αντικείμενο σε έναν νεαρό καλλιτέχνη, όπως ο Γαλάνης. Ο Εμμανουήλ Μαυρομμάτης γράφει σχετικά: "Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, το 1918, ο Γαλάνης θα πρέπει να παρέλαβε την εκτυπωτική πρέσα του Degas, που ο μεγάλος Γάλλος καλλιτέχνης του είχε κληροδοτήσει στη διαθήκη του", ενώ παράλληλα αναφέρει ότι η εν λόγω πρέσα βρισκόταν στο εργαστήρι του γάλλου ζωγράφου στον αριθμό 37 της οδού Victor- Massé. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα θα εγκαταλείψει αναγκαστικά ο εβδομηνταοχτάχρονος Ντεγκά το 1912, όταν αποφασίζεται η κατεδάφιση του κτιρίου, για να εγκατασταθεί στον αριθμό 6 της Boulevard de Clichy, όπου θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του στις 27 Σεπτέμβρη 1917. Την προηγούμενη χρονιά, στις 28 Φεβρουαρίου 1916, ο Ντεγκά θα συντάξει στο Παρίσι τη διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία αφήνει όλα του τα υπάρχοντα στους φυσικούς του κληρονόμους, ενώ λίγο μετά το θάνατό του πραγματοποιείται λεπτομερής καταγραφή των αντικειμένων που βρέθηκαν στο σπίτι και στο ατελιέ του, στον αριθμό 6 του Boulevard de Clichy. Μια προσεκτική ανάγνωση της λίστας αυτής αποκαλύπτει ότι η πρέσα δεν εμφανίζεται μεταξύ των αντικειμένων. Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμο να τονιστεί ότι ο Γαλάνης βρέθηκε στο μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό του γαλλικού στρατού από τις 23 Δεκεμβρίου 1914 έως τις 19 Φεβρουαρίου 1919, βάσει του στρατιωτικού του μητρώου. Κατ’ επέκταση, δεν θεωρούμε ότι υπήρχε η δυνατότητα να παραλάβει την πρέσα ύστερα από ένα τόσο μεγάλο διάστημα απουσίας, αφού μάλιστα είχε μεσολαβήσει και ο θάνατος του κατόχου της.
[…] Όλα αυτά, σε συνδυασμό με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, μας οδηγούν στην υπόθεση ότι ο Γαλάνης απέκτησε την πρέσα μεταξύ 1912 και 1913. Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο χειρισμός μιας τέτοιας πρέσας απαιτεί και κάποια σωματική δύναμη, την οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν διέθετε ο Ντεγκά στα εβδομήντα οκτώ του χρόνια. Η υπόθεσή μας βασίζεται στο ότι ο γάλλος καλλιτέχνης θα προτιμούσε ενδεχομένως να δώσει την πρέσα σε έναν νεότερο καλλιτέχνη. Το ερώτημα είναι γιατί χαρίζεται στον νεαρό Γαλάνη ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο από έναν καθιερωμένο ζωγράφο και πώς ήρθαν σε επαφή οι δύο καλλιτέχνες;»
Όλοι οι καλοί και πολλοί συνεργάτες, εργάτες και πρωτεργάτες της έκδοσης και της έκθεσης Δημήτρη Γαλάνη, από τον Διευθυντή του ΜΙΕΤ Διονύση Καψάλη, τον βιβλιόφιλο και συλλέκτη Ν. Π. Παϊσιο, την επιμελήτρια Κωστούλα Σκλαβενίτη ως και τους βιβλιοδέτες Γιάννη Μπουντά – Σάμη Βασιλειάδη, έδωσαν όλα όσα απαιτούσε το αντικείμενό τους: ο Δημήτρης Γαλάνης, ένα ιερό πρόσωπο της τέχνης του βιβλίου που σημαίνει διαπλοκή κειμένου, εικόνας, αρχιτεκτονικής και χειρωναξίας.