Σ’ ένα σημείωμα που βρέθηκε στα χαρτιά του το 1994 ο ίδιος γράφει: «Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθιά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιος υπήρξα, τι σκέφτηκα, πώς έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία.»
Φέτος (το κείμενο γράφτηκε το 2013, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη) που συμπληρώθηκαν της απουσίας είκοσι χρόνια γράφτηκαν τόσα πολλά για κείνον, τόσα λατρευτικά και υμνητικά, τόσα ευτράπελα και χαριτωμένα, τόσες συγκινητικές λεπτομέρειες από τις σχέσεις με συνεργάτες και φίλους, ώστε τείνει να πιστέψει κανείς ότι όλα ισχύουν διαχρονικά, και ότι τα είκοσι χρόνια είναι τελικά ένα τίποτα.
Προσθέτω κι εγώ κάτι εικόνες, κάτι χαλίκια σφηνωμένα στη μνήμη μου από τον άνθρωπο Μάνο Χατζιδάκι που ενώ απουσιάζει δεν ησυχάζει και ούτε αφήνει τους άλλους, απ’ ό,τι φαίνεται, να ησυχάσουν. Είχαμε συναντήσεις με όλη την ομάδα στο ειδυλλιακό εκείνο εντεκάμηνο που κράτησε η συνεργασία με το περιοδικό του, το «Τέταρτο» (1985), Βουκουρεστίου 15, λίγα βήματα από τη δεύτερη τριλογία της Πανεπιστημίου —εκείνη που αλίμονο δεν κρίθηκε διατηρητέα— Ορφανίδης, Ζόναρς, Φλόκας και λίγα συν λίγα ακόμα από το Corfu της Κριεζώτου και το Corner της Grande Bretagne.
Ανεξάρτητα από τη δουλειά, όμως, συντύχαμε και σε τρία τραπεζώματα, αξιομνημόνευτα. Έχει γράψει ο ίδιος: «Η ώρα του καλού φαγητού είναι στιγμή βαθιά φιλική και ευκαιρία για σχεδιασμό εργασίας, για εξομολόγηση εργασίας.» Συνάθροιση γύρω από το τραπέζι ίσον πνευματική εγρήγορση, διασταύρωση πυρών, αστεϊσμών, γνώσεων, σπατάλη έμπνευσης και άγριο ξενύχτι, ενώ όλο και κάποια ιδέα, ένας στίχος, μια μουσική φράση θα έπαιρναν σάρκα και οστά πάνω απ’ τα μισογεμάτα πιάτα και ποτήρια. Αν δεν ήταν τόσο πολύ μουσικός θα ήταν Αμφιτρύων ή αρχιτρίκλινος.
Russian Tea Room, 150 West 57 δρόμοι, Νέα Υόρκη.
Ένα απομεσήμερο του 1971 ή 1972. Πώς και τι είναι μισοξεχασμένα, πάντως κάτι έχω κάνει, κάτι έχω πει στο ελληνικό ραδιοπρόγραμμα όπου δουλεύω και βρίσκομαι καλεσμένη του Μάνου Χατζιδάκι στο παραμυθένιο αυτό εστιατόριο των Κροίσων, που μοιάζει με εσωτερικό από χρυσοποίκιλτο αυγό Fabergé, με τους κόκκινους δερμάτινους καναπέδες, τη χρωματική γκάμα των Χειμερινών Ανακτόρων, λίγη αμερικάνικη αφέλεια, Malevich και Chagall στους βαθυπράσινους τοίχους, πορσελάνες, ασήμι και σερβιτόρους που έμοιαζαν απόγονοι του πρίγκιπα Ντολγορούκι.
Σύνδεσμος ο Βασίλης Φωτόπουλος, μαζί μας και ο Λέανδρος Παπαθανασίου, λόγιος τυπογράφος ιδιοκτήτης της Athens Printing Co., και ο ραδιοφωνικός παραγωγός, ποιητής, μεταφραστής του e. e. cummings, Θεοδόσης Άθας. Είμαι περίπου 20 χρονών και οι δυο οσκαρούχοι χασκογελάνε λέγοντας για το χρυσό αγαλματίδιο ότι το έχουν για stopper στην μπαλκονόπορτα ο ένας όταν φυσάει να μη σπάσει το τζάμι και ο άλλος ότι το ‘χασε σ’ έναν καβγά στη Γιουγκοσλαβία και αναγκάστηκε να δανειστεί από την Κατίνα Παξινού το δικό της για μια φωτογράφιση. Ο Μ. Χ. διψάει για νέα από την Ελλάδα, χαίρεται που βάζω συχνά στην εκπομπή Ξανθίππη Καραθανάση και Χρόνη Αηδονίδη: Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά / άσπρο μου περιστέρι από τον τόπο μου. / Εσείς ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε / κι ανοίξτε τα φτερά σας κι τα φτιρούδια σας / Να γράψω ένα γράμμα κι μια ψηλή γραφή / στη μάνα μ’ κι στ’ αδέρφια μ’ και στην αγάπη μου.
Και μετά η παρέα ξεχνιέται μιλώντας για το αμερικάνικο μιούζικαλ, αν το ζευγάρι Rodgers και Hart υπερέχει σε σχέση με τους Rodgers και Hammerstein II αν το Show boat είναι καλύτερο απ’ το South Pacific, ότι ο Cole Porter δεν παίζεται, ότι η Ethel Merman, η Mary Martin, ο Paul Robeson, ο Irving Berlin…
Η περιποίηση είναι βασιλική, μπλίνι με χαβιάρι, πιροσκί, μπίρες Pilsner Urquell, μοσχάρι Strogannof το λέγαν εκεί (στην Αθήνα το ξέραμε Στρογκονόφ) και στο τέλος η πυραμίδα από πικρή σοκολάτα μ’ ένα μούρο κι ένα φραγκοστάφυλο στο πλάι κι άχνη ζάχαρη στη μυτερή κορφή.
Τι έξαψη, τι ευτυχία, μόνο που ξαφνικά μπαίνει το θέμα του Καζαντζάκη, ο Θεοδόσης είναι απόλυτος, τον απορρίπτει διαρρήδην, μιλάει για το στοιχείο του bravado που χαρακτηρίζει τη γραφή του, λατινικής καταγωγής αγγλική λέξη που σημαίνει ψευτοπαλικαρισμός, σε αντίθεση με την bravery, αληθινή παλικαριά, γενναιότητα, σηκώνεται, λοιπόν, ο Θεοδόσης και κραδαίνει μια φανταστική σπάθα, παρωδώντας τον Καπετάν Μιχάλη με θεατρικές κινήσεις και αγριοφωνάρες, οι πρίγκιπες-σερβιτόροι αδιαφορούν πλήρως, έχουν ενθυλακώσει την επιταγή που υπέγραψε ο Μ. Χ. με ένα ασημένιο Schaeffer, εγχάρακτο με μαύρους ρόμβους, ο Βασίλης με την ασυγκράτητη γενναιοδωρία του ήθελε να πληρώσει αλλά ο Μ. Χ. τον άδειασε, πόσο μάλλον που έβγαλε μετρητά απ’ την τσέπη του κι αυτό ήταν αισθητικό φάουλ στη δεδομένη συγκυρία.
Ο Χατζιδάκις απάντησε στα περί Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλη με κάτι λόγια που δε θυμάμαι, τα ξανασυνάντησα όμως σα νόημα ξεφυλλίζοντας αυτές τις μέρες το επίσημο site: «Δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.»
Βγαίνουμε στο φαρδύ δρόμο με μάγουλα αναμμένα, έχει σουρουπώσει, κατηφορίζουμε προς την Πέμπτη Λεωφόρο. Περπατάμε, είμαστε Έλληνες, η ψηλοκρεμαστή πόλη μάς έχει χωνέψει, η δικτατορία εκεί πίσω μοιάζει παντοτινή, είμαστε ένα με την ταχύτητα και την ελευθερία και τις προοπτικές, εκείνος μόνο έχει μπουχτίσει, λείπει απ’ την Ελλάδα πολλά χρόνια, σκέφτεται μόνο πώς να γυρίσει να βρει ξανά τους φίλους και τους δρόμους, τους ποιητές, το Παγκράτι όπου μεγάλωσε, όπου πρωτάκουσε περπατώντας τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη κάτω απ’ τα παράθυρά της, τις παρυφές του Παγκρατίου όπου είχε φτιάξει το καινούριο του σπίτι και ο Μόραλης του ζωγράφισε έναν τοίχο με μια σύνθεση που απεικονίζει «το γλυκό αεράκι του Επιταφίου» ή έστω «μια λειτουργία της Ανοίξεως», τους άλλους ζωγράφους, τους ηθοποιούς, τις εξελίξεις και τα γιασεμιά της Αθήνας, «τον υπεράξιο αττικόν ουρανό μας».
Στον αριθμό 10 ο Χατζιδάκις με το Φωτόπουλο χώνονται στου Henri Bendel για ψώνια, το πιο όμορφο μαγαζί του κόσμου: στα 1913 ο Bendel πρωτόφερε την Coco Chanel στη Νέα Υόρκη, ο Andy Warhol το 1950 είχε αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια εκειμέσα και η φινέτσα του ήταν καθαρά ευρωπαϊκή στην κάθε λεπτομέρεια.
Η επόμενη έξοδος ήταν βράδυ στο Nom Wah Tea Parlor στην Chinatown. Καλούσε ο Βασίλης Φωτόπουλος που ήταν ο ειδήμων στα θέματα της Άπω Ανατολής. 13 Doyers Str., ένας καμπούρικος παράδρομος του Bowery. Η μπασιά του είχε το παρωνύμι Bloody Angle, σύμφωνα με στατιστικές του 1994 είχαν δολοφονηθεί εκεί περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο σταυροδρόμι της Αμερικής! Το ανέμελο παρεάκι μας αριβάρισε χαρούμενο κι ανυπόμονο να γνωρίσει τη γνησιότερη καντονέζικη κουζίνα — όχι δευτεράντζες από το Πεκίνο και άλλες ανίερες πόλεις της Κίνας.
Άδεια σάλα, ο Φωτόπουλος πολύ άνετος και επικοινωνιακός, ωχροκίτρινοι τοίχοι, κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα, μαύρα έπιπλα, κίτρινα κεφάλια ρυτιδιασμένα, μαύρα κοστούμια, μαύρα μάτια και μαλλιά, πρόσωπα ανέκφραστα, σπασμωδικές κινήσεις. Έμοιαζαν σαν να τους διακόψαμε σε κάποιο ξεκαθάρισμα εσωτερικών υποθέσεων που χρόνιζαν. Άλλωστε το μαγαζί λειτουργούσε από το 1920.
Οι παραγγελίες έγιναν μουλωχτά και γρήγορα από τον ειδήμονα, μενού δεν υπήρχε, έφερναν ό,τι ήθελαν, έλειπαν ο Άθας και ο Λέανδρος, ήταν όμως ο ποιητής Νίκος Σπάνιας, μεταφραστής του Τεννεσί Γουίλιαμς, Γυάλινος Κόσμος, 1946 με σκηνοθεσία Κ. Κουν και μουσική Μ. Χ., μια παράσταση που ο Άγγελος Σικελιανός είδε πάνω από δέκα φορές μόνο και μόνο για να βλέπει την Έλλη Λαμπέτη να φυσάει με μια πνοή, χωρις να φουσκώνει τα μάγουλα, για να σβήσει το κεράκι των γενεθλίων της Λάουρας, είπαν. Ήταν κι ένας νεαρός συνοδός μου ο Αποστόλης Μπερδεμπές απ’ την Κεφαλονιά, τροτσκιστής γιος τυροκόμου, αγνός και ενθουσιώδης, βραχνός από τη δράση με την ντουντούκα στις πορείες διαμαρτυρίας κάθε τόσο.
Ρύζι τυλιγμένο σε φύλλα λωτού, μη αναγνωρίσιμες πρασινάδες, κρασί λευκό Αλσατίας, χοιρινό τυλιγμένο σε ζύμη και ψημένο στον ατμό, ντάμπλινγκ με γαρίδες, dim sum, τσάι, τηγανιτή μπανάνα με παγωτό. Τα πιάτα είναι από διάφορα παλιά σερβίτσια ανακατεμένα, όπως στα αρχοντικά σπίτια.
Ο Σπάνιας λέει πόσο καλύτερη είναι η μακαρονάδα με γαρίδες που φτιάχνει ο ίδιος, μιλάει για τον Ταχτσή, ο Μ. Χ. ακούει την πολιτική ανάλυση του Αποστόλη με σεβασμό, οι Κινέζοι σερβίρουν μηχανικά σαν πήλινοι στρατιώτες, έρχεται η σύγκριση κινέζικης και ελληνικής παράδοσης και μιλάμε για τους μύθους. Πόσο ασήκωτοι οι μύθοι που κουβαλάει στην πλάτη του αυτός ο λαός μας, μόνο οι μύθοι, βάλε και το έπος, την τραγωδία, την ιστορία και τον Αλέξανδρο που είναι μια ιστορία από μόνος του!
Έρχεται φυσική και εύλογη μετά η κούραση του Βυζαντίου, η Τουρκιά, η Αρβανιτιά, οι Φράγκοι και οι Σλάβοι. Ωχριούν τα φονικά της Doyers Street μπροστά στα ερέβη του Οιδίποδα, της Φαίδρας, της Ιοκάστης, της Ιφιγένειας, της Αντιγόνης, της Ηλέκτρας, του Ορέστη και της Μήδειας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι (όπως και οι θεοί τους) δε δίσταζαν να πατάνε γραμμές, να περνάνε με κόκκινο, να παραβαίνουν τους νόμους, άγραφους και γραμμένους. Τι πρότυπα, τι γονίδια, τι παράδοση!
«Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει», μ’ αυτά τα λόγια, μαζί με άλλα, είχε χαρακτηρίσει ο Μ. Χ. το ρεμπέτικο στην περίφημη διάλεξή του (που δόθηκε στο Θέατρο Τέχνης 31/1/1949) για να το συνδέσει ύστερα με την τραγωδία: «Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει.
Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;
Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα —τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας— για τη σύνθεσή της. Ποια μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ’ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ’ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ’ τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.»
Όσο προχωρούσε η κουβέντα για την Ελλάδα τόσο εκείνος δε χώνευε τους Κινέζους restaurateurs, και ήταν λίγο αστήρικτη αυτή η αντιπάθεια αν και μια λογική βάση μπορούσε να ανιχνευθεί στο ότι τα φαγητά αυτά δεν του φαίνονταν χορταστικά και τα γλυκά πολύ μακριά από τα επιθυμητά. «Γιατί βάζετε στον καφέ σας ζαχαρίνη αφού τρώτε γλυκά;» τον ρώτησαν κάποιοι κάποτε. «Γιατί έτσι είναι σαν να τρώω μια πάστα λιγότερο», απάντησε. Μιλήσαμε για τη μελιτζανοσαλάτα του Φλόκα, το vol-au-vent, το tournedos Rossini και την πάστα σοκολάτα Μαρκησία, ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μαύρης ηδονής.
Είπαμε για τα ροζ τραπεζομάντιλα (του επισήμανα ότι ίδιο χρώμα έχουν τα σεντόνια του Hotel Pierre στο νοτιοδυτικό σύνορο του Central Park, κάτι που τον ενθουσίασε, και ως libertinage και ως λογικό άλμα, μια τεχνική που ήταν το φόρτε του στον προφορικό λόγο), μετά είπαμε για τα κοκκινωπά στικτά μάρμαρα της Καρράρας στο δάπεδο του Φλόκα, τα taillé ποτήρια, τα αυτοκίνητα που έβλεπες να κυλούν αθόρυβα στην Πανεπιστημίου πίσω απ’ τα χοντρά κρύσταλλα της βιτρίνας, την αίσθηση του απόμερου και του υπερκεντρικού που έδινε αυτό το λίγο ανυψωμένο πατάρι, σωστό πρυτανείο σε μια πόλη με νύχτες μυρωμένες, κάτι που κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι διαθέτει η αξιολάτρευτη, στενόμακρη New York, New York. «Θα τα πούμε λοιπόν πάλι πίσω στην Αθήνα, θα γυρίσω πια», είπε και καντάρια γοητείας ξεχύθηκαν απ’ το πλατύ χαμόγελο και τα άφοβα ν’ αντικρίσουν το άλλο βλέμμα, μελιχρά του μάτια
Γύρισα στο διαμέρισμα της 8ης Λεωφόρου με τα σιδερόφραχτα παράθυρα όπου άκουγα Πασχαλιές, Για μια μικρή Λευκή Αχιβάδα, Κύκλο του C. N. S., Reflections, Όρνιθες, Χαμόγελο της Τζοκόντας σε αέναη περιδίνηση πάνω στο αξιόπιστο Dual, φόντο σε όλες τις ώρες, ανακαλώντας μέσα στο αμερικάνικο σπίτι κάθε ίνα της ελληνικής οντότητας. Σαν να άνοιγα το συρτάρι με τα γράμματα απ’ την Ελλάδα, να διαβάσω την Αλεξάνδρα, τη Λήδα, τους γονείς, τη Θέκλα, το Γιώργο, τον Κωστή, το Μίμη.
Η ζωή στα ξένα, μακριά από το Νίκο Γκάτσο, πρέπει να ήταν μαρτύριο για τον Μάνο Χατζιδάκι. Γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο το 1943, τη χρονιά που κυκλοφόρησε η Αμοργός, στο πατάρι του Λουμίδη, Σταδίου. Ο Χατζιδάκις ήταν 18 χρονών. «― Τι διαβάζετε; μου λέει. ― “Μάσκα”, του απαντώ. ― Ν’ ανακαλύψετε τον Σιμενόν και την Αγκάθα Κρίστι, με αποστομώνει… Με αφορμή τη Μουσική μου στην “Ορέστεια”, το 1950: ― Έγραψες πολύ καλή Μουσική για τον Ευριπίδη. ― Μα, του απαντώ, η “Ορέστεια” είναι του Αισχύλου. ― Αυτό να το σκεφτείς εσύ, μου λέει. (Και το σκέφτηκα!) […] Περί ήθους, το 1960: ― Μη λογοδοτείς στην Εξουσία. Θα χάσεις το ταλέντο σου. Μόνο αγνοώντας την θα ‘χεις τη δύναμη να είσαι ισχυρός χωρίς αυτήν, και με δικό σου πρόσωπο. Το ανθρώπινο…»
Ο πατέρας του Χατζιδάκι, που ζούσε χώρια από την οικογένεια ήδη από το 1932, πέθανε ποιητικά σε αεροπορικό δυστύχημα, εξαερώθηκε πάνω από το Μιλάνο το 1938 όπως και ο μεγάλος Αργεντίνος μουσικός Κάρλος Γκαρντέλ λίγα χρόνια πρίν. Όταν ο Χατζιδάκις γνώρισε τον Γκάτσο απόχτησε ταυτόχρονα έναν πατέρα κι ένα γιο. Και πόσο ξεχωριστό! Ο Νίκος Γκάτσος από την Ασέα της Αρκαδίας ήταν γεννημένος αριστοκράτης σωματικά και πνευματικά και, όπως κάθε γαλαζοαίματος, κύριο μέλημά του ήταν πώς να σκοτώσει την ώρα του. Όπως έδεσαν οι δυο τους στη ζωή, έδεσαν και στην τέχνη της ζωής και στην τέχνη της τέχνης. Έφυγαν αξεχώριστοι με δυο χρόνια μόνο διαφορά και το έργο του ενός περιέχει το έργο του άλλου.
«Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του.» «Τέλος, του αξίζει ξεχωριστό μετάλλιο για το ύψιστον μάθημα που εδίδαξε σ’ όσους από μας υπήρξαμε άξιοι ν’ αποκωδικοποιήσουμε τους λόγους του. Και το ύψιστον μάθημα ήτο μια κληρονομημένη Αττική αδιατάρακτη ραθυμία. Μην γράφεις άνευ λόγου. Μην εργάζεσαι περισσότερο από ό,τι χρειάζεσαι για να κερδίσεις τα απαραίτητα. Μη χαιρετάς ανθρώπους που δεν έχουν να σου πούνε τίποτα. Μη σπαταλάς τις κινήσεις σου. Να σκέφτεσαι αδιάκοπα και τέλος, να κοιμάσαι κουρασμένος.»
Όταν ο Γκάτσος δεν έπαιζε πρέφα στην Ομόνοια σύχναζε στο καφενείο «Ηραίον», γωνία Αγίου Μελετίου και Πατησίων, συντροφιά με τον Ελύτη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Δημήτρη Αντωνίου. Καφενείο αρκούντως ψηλοτάβανο για να χωρέσει υψιπετείς φωνές και ιδέες. Γύρω στα 1945 ανηφόρισαν και στριμώχτηκαν στο συμπιεσμένο πατάρι του Λουμίδη στη Σταδίου, Στοά Νικολούδη, απέναντι από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», στέκι της crème de la crème των γραμμάτων και των τεχνών.
Εκεί πιάστηκε στα βρόχια τους ο νεαρός Χατζιδάκις, μουσικός και μέλος της νεολαίας του ΕΑΜ. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, «29 Δεκέμβρη 1944, στις 9 και μισή το βράδυ, δόθηκε [από τον ΕΛΑΣ] το σύνθημα της υποχώρησης με κατεύθυνση τον Υμηττό. Το Παγκράτι και η Καισαριανή πολιορκούνταν από τα αγγλικά στρατεύματα και τους Έλληνες συνεργάτες τους. […] Οι κάτοικοι προχώρησαν προς την Ηλιούπολη. Έφτασαν στην Πηγάδα, στην περιοχή του Κοπανά, και μέσα από τα μονοπάτια τράβηξαν για την κορυφή του βουνού, όπου φυσούσε δυνατός άνεμος και έπεφτε χιονόνερο. Μαχητές με το πολυβόλο στην πλάτη βοηθούσαν γέρους και γριές να σκαρφαλώσουν τα κατσάβραχα. Μαζί με τους κατοίκους έφευγαν και οι δραστήριοι επονίτες, μεταξύ των οποίων και η παρέα του Μάνου Χατζιδάκι και της Ελένης Γλύκατζη. […] Οι υποχωρούντες ανέβηκαν στον Υμηττό. Από την κορυφή κατέβηκαν στην άλλη μεριά του βουνού κι έφτασαν στο Λιόπεσι (Παιανία) και στο Κορωπί. Προχώρησαν προς την Αγία Παρασκευή, τράβηξαν για το Χαλάντρι και τη Φιλοθέη, ανέβηκαν στα Τουρκοβούνια και στις 31 Δεκεμβρίου βρέθηκαν στην Κυψέλη.
Εκεί φιλοξενήθηκαν σ' ένα σπίτι, όπου οι ένοικοι με τους φιλοξενούμενούς τους γιόρταζαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Κρύφτηκαν κάμποσες μέρες μαζί με άλλους συντρόφους τους. Για να τους δίνει θάρρος, ο Μάνος Χατζιδάκις καθόταν μπροστά σ' ένα πιάνο, τους έπαιζε μελωδίες και τους απήγγελλε το “Μπολιβάρ” του Νίκου Εγγονόπουλου. Όταν στις αρχές Ιανουαρίου έφτασαν οι Άγγλοι στην Κυψέλη, οι ελασίτες και οι επονίτες από το Παγκράτι αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν. Μαζί τους ήταν κι η παρέα του Μάνου Χατζιδάκι και της Ελένης Γλύκατζη. Κατευθύνθηκαν προς το τέρμα Πατησίων κι από εκεί μέσω Μενιδίου ανέβηκαν στην Πάρνηθα, τρώγοντας κονσέρβες. Χωρίς ρούχα, χωρίς αρβύλες, γεμάτοι ψείρες, προχωρούσαν και τραγουδούσαν επαναστατικά θούρια», γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου εδώ. Όταν ο Χατζιδάκις γύρισε στην Αθήνα πήρε περίπου αυτό το δρόμο που περιγράφουν οι στίχοι του Σεφέρη (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄): Είναι παντού το ποίημα… / Το ξέρει όποιος αγάπησε·/ στο φως των άλλων ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου / Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.
GB Corner μεταξύ 1986 και 1988.
Ήταν επιθυμία του Νίκου Γκάτσου να γνωρίσει τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Εκηβόλος. Έτσι, η τρόικα Διοσκουρίδης, Παναγιωτόπουλος, ελόγου μου, ανεβαίνουμε τα σκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας για να τον συναντήσουμε εκεί, με οικοδεσπότη τον Μάνο Χατζιδάκι. Μεγάλη τσίτα απ’ την πλευρά μας και πόζα, θέρμη και αγαθή περιέργεια από την άλλη πλευρά, στη σκιά των δύο γιγάντων η όμορφη Αγάθη Δημητρούκα.
Ο Μ. Χ. θέλει να παραγγείλει όλο τον κατάλογο, να μας περιποιηθεί, ο Διοσκουρίδης θέλει μόνο να καπνίζει και να πινει ένα ουίσκι, έρχονται roastbeef, προσούτο με πεπόνι, σαλάτα με ροκφόρ, «εσύ τι θα πάρεις;» καρφώνει τον Γκάτσο ο Χατζιδάκις ενώ γέρνει από πάνω τους σαν πηλιορείτικος πλάτανος με τη λαδοπράσινη ρεντιγκότα του ο σερβιτόρος. Ελαφριά στροφή του κεφαλιού του Γκάτσου προς τον αρμόδιο. «Ποιο είναι παρακαλώ σήμερα το φαγητό του προσωπικού;» «Χόρτα βραστά και τυρί φέτα ψημένη στο φούρνο.» «Αυτό θα μου φέρετε.» Ο Χατζιδάκις πικάρεται αλλά το προσπερνάει.
Ξέρω ότι θα ακουστούν κάπως βαριά τα λόγια αυτά αλλά θα έχω το θάρρος της ταπεινής μου γνώμης: Η γενιά του ’30 κυνήγησε από διάφορους δρόμους και με πολλούς τρόπους το θήραμα ή το θησαυρό της «ελληνικότητας». Οι περισσότεροι από τους εκφραστές της έχουν κατηγορηθεί για ψεγάδια μικρά ή μεγάλα. Θεωρητικολογία, γραφικότητα, ξενομανία, ακαμψία, δογματισμό, επιπολής προσέγγιση, αναντιστοιχία (irrelevance), ρηχότητα, συντηρητισμό, τυπολατρία, παρελθοντολογία κ.λπ. κ.λπ. Αλώβητοι έμειναν ο Γκάτσος (που απέφυγε την υπερέκθεση σε βαθμό υπερβολής και σεβάστηκε τις δυνατότητές του σε βαθμό αυτολογοκρισίας) και ο Χατζιδάκις που για τη δική μου μετρητική τους ξεπέρασε όλους αφήνοντας ένα έργο γνήσια και απόλυτα εκφραστικό της εποχής του.
Μπορεί το μέσο της μουσικής όντας πιο κοντά στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία απ’ όσο η ποίηση ή η ζωγραφική να του έδωσε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, μπορεί πολλά και διάφορα, όμως αυτός είναι ο μεγαλύτερος μεταπολεμικός καλλιτέχνης του κρατιδίου μας. Και ο Δημήτρης Χατζής στην πεζογραφία.
Τι μας λες, κυρά μου; θα μου πείτε. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, θα αποκριθώ και θα προσπαθήσω χοντρικά να αιτιολογήσω την ταπεινή μου (πάντα) γνώμη: Το έργο τους ταυτίζεται απόλυτα με την εποχή τους, συνιστά τεκμήριο ανώτερο από την ιστορία για όποιον δεν έχει γνωρίσει αυτή την εποχή. Οι επιρροές είναι κονιορτοποιημένες και χωνεμένες έτσι ώστε να μη διασπούν την ενότητα του ύφους σαν σγρόμποι πατάτας σε κακοαλεσμένο πουρέ (Vingt fois sur le métier remettez votre ouvrage / Polissez-le sans cesse et le repolissez; / Ajoutez quelquefois, et souvent effacez, που έλεγε και ο νομοθέτης του Παρνασσού Nicolas Boileau ). Είναι τα εργα τους άπαχα και ελαφρά ενώ σοβαρά. Τέλος, ο στόχος είναι κάθε στιγμή η συγκίνηση ως μοναδικό εργαλείο γνώσης. Η συγκίνηση μόνο διαρκεί, η συγκίνηση διαιωνίζει τα έργα της τέχνης.
Γενικώς αυτά. Ειδικώς τώρα για να απαντήσουμε στο ερώτημα του τίτλου. «Η μουσική του “Ταξιδιού” ηχογραφήθηκε μέσα σε ένα βράδυ, από τη μία το πρωί ως τα ξημερώματα, ο Μάνος δούλεψε χωρίς παρτιτούρες. Ήταν σαν ένα παιδάκι που έπαιζε με τα παιχνίδια του. Και όχι μόνο αυτό. Ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική και έκανε την ηχογράφηση στο στούντιο δωρεάν! Ούτε ο ίδιος πληρώθηκε, ούτε ο ηχολήπτης, ούτε το στούντιο. Ακόμα και το tape με το υλικό, ακόμα κι αυτό μου το έδωσε έτσι, μου το χάρισε. Ήταν διευθυντής στο Τρίτο. Ποιος άλλος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος φορούσε τα παντελόνια του Μάνου; Ήταν γενναίος και γενναιόδωρος.» (Γιώργος Πανουσόπουλος, «Δημιουργία από ένα φάλτσο», Το Βήμα, 15/6/2014).
Τον καιρό που οι άντρες έραβαν παντελόνια στο ράφτη άκουγαν την ερώτηση «αριστερός ή δεξιός;» και αν απορούσαν, γιατί ήταν πρωτόβγαλτοι, ο ράφτης διευκρίνιζε «την οικογένεια πού τη βάζετε, αριστερά ή δεξιά;».
Εκείνο το ερώτημα είχε απάντηση και είχε «υπαρκτό» περιεχόμενο. Στο άλλο ερώτημα, το πολιτικό, ο Χατζιδάκις απάντησε με τη μουσική του που είναι κοινό κτήμα, ανήκει σε όλο το λαό. Όταν όμως ο Μεγάλος Ράφτης του Χαρακτήρα τού έθεσε το ερώτημα, σε πολύ τρυφερή ηλικία, φαντάζομαι: «Παιδί μου, Μάνο, από ποιους θέλεις να είσαι εσύ, από κείνους που δίνουν πιο πολλά στους άλλους ή από κείνους που τα παίρνουν;» εκεί ο Χατζιδάκις διάλεξε αμέσως το πρώτο. Έτσι βρεθήκαμε όλοι να του χρωστάμε και να μην μπορούμε να τον ξεπληρώσουμε.
Απολαυστικές ώρες με τη συντροφιά του Μάνου Χατζιδάκι μπορεί να περάσει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι (Ίκαρος 1988).