ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
«Έξι χιλιάδες χρόνια από σήμερα το Παρίσι έχει γίνει ό,τι είναι για μας η Παλμύρα, η Βαβυλώνα, τα Εκβάτανα ή οι Θήβες της Αιγύπτου ή κάποιοι άλλοι νεκροί πολιτισμοί και το περίφημο αυτό μέρος το επισκέπτονται πια μόνο οι κυνηγοί κύβων ψαμμόλιθου με τους οποίους η 23η περίοδος του πλανήτη μας νιώθει την ανάγκη να νοστιμίζει τα φαγητά της. Όλα έχουν αλλάξει, όπως αντιλαμβάνεστε. Μια από τις πολυτιμότερες ουσίες του κατακλυσμικοκαταλυτικού αυτού κόσμου είναι το αρσενικό, που το φυλάνε μέσα σε μικρά κουτάκια από καραμέλες όπως είχαν τα μπαχαρικά στο Μεσαίωνα. Ένας φτωχός άνθρωπος κυνηγημένος από τους πιστωτές του, αφού έχασε την περιουσία του σε αρχαιολογικές έρευνες για τη Ναπολεόντειο Γαλατία κατέφυγε στη λοφοπλαγιά της ερήμου ανατολικά του Σηκουάνα.
Σκάβοντας τα θεμέλια της καλύβας του, γράφει το Ελεύθερον Βήμα του Τιμπουκτού (το κέντρο του πολιτισμού βρίσκεται τώρα πια στην καρδιά της Αφρικής όπου το κλίμα είναι παραδεισένιο), ο φτωχός ανακάλυψε ένα κοίτασμα αρσενικού για το οποίο του προσφέρουν ένα τρισεκατομμύριο φράγκα. Φαίνεται ότι σ’ αυτό το μέρος υπήρχαν οι τάφοι των πλούσιων Παριζιάνων. Γνωρίζουμε, από τα Δικαστηριακά Πρακτικά του 19ου αιώνα, ότι οι πιο πολλοί καλοστεκούμενοι πολίτες πέθαιναν δηλητηριασμένοι.»
ΑΠΟ ΤΟ «FACINO CANE»
«Σ' εμένα η παρατήρηση είχε ήδη γίνει διαισθητική, εισέδυε στην ψυχή χωρίς να αμελεί το σώμα· ή μάλλον άδραχνε τόσο καλά τις εξωτερικές λεπτομέρειες, ώστε να πηγαίνει αμέσως παραπέρα· μου έδινε την ικανότητα να ζω απ’ τη ζωή του ατόμου πάνω στην οποία ασκούνταν, επιτρέποντάς μου να υποκαταστήσω τον εαυτό μου μ’ εκείνο, όπως ο δερβίσης στις Χίλιες και Μία Νύχτες έπαιρνε το σώμα και την ψυχή των προσώπων για τα οποία πρόφερνε ορισμένες λέξεις. […] Να εγκαταλείπω τις συνήθειές μου, να γίνομαι κάποιος άλλος με τη μέθη των ηθικών ικανοτήτων, να παίζω αυτό το παιγνίδι κατά βούληση, τέτοια ήταν η ψυχαγωγία μου. Πού οφείλω αυτό το χάρισμα; Είναι μια δεύτερη όραση; Είναι μια από τις ιδιότητες που η κατάχρησή τους θα οδηγούσε στην τρέλα; Ποτέ δεν αναζήτησα τις αιτίες αυτής της δύναμης, την κατέχω και τη μεταχειρίζομαι, αυτό είν’ όλο.»
Το μικρό διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Μια προφητεία» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Almanack du Jour de l’An (Πρωτοχρονιάτικο Ημερολόγιο) το Γενάρη του 1846 με τον τίτλο «Οι νεκροί των Παρισίων». Η παράγραφος που ακολουθεί περιγράφοντας μια πτυχή της συγγραφικής του μεθόδου είναι από το διήγημά του «Facino Cane», που γράφτηκε όπως ο ίδιος μας πληροφορεί μέσα σε μια νύχτα (Γράμματα στη Χάνσκα, 1936), δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Chronique de Paris και ξανατυπώθηκε το 1846 στο δεύτερο τόμο της συλλογής Scènes de la vie parisienne. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εκηβόλος (τεύχος 5, φθινόπωρο 1980). Το βιβλίο Balzac, Nouvelles et contes II, 1832-1850 (Quarto, Gallimard 2006) προέρχεται από τη Βιβλιοθήκη Βασίλη Διοσκουρίδη.