8 Μαρτίου 2017. 100 χρόνια και ένας μήνας από τότε που η εξέγερση των γυναικών της εργατικής τάξης στην Αγία Πετρούπολη την Ημέρα της Γυναίκας – μια εξέγερση «για το ψωμί», δηλαδή το δικαίωμα στην ίδια τους τη ζωή- οδήγησε στα γνωστά κοσμοϊστορικά γεγονότα. Σήμερα ζούμε, και συμμετέχουμε, σε ένα νέο κύκλο διεκδικήσεων, αλλά με ελάχιστη και μερική πρόσβαση στην ιστορία των αγώνων των γυναικών – που νοείται πλέον ως κοινωνικό και όχι βιολογικό συλλογικό υποκείμενο. Ωστόσο, η απουσία επίσημης παιδείας πάνω στους αγώνες των γυναικών υπήρξε, και παραμένει, ένα από τα ισχυρότερα όπλα καταστολής αυτών των αγώνων – και όχι απλώς αποσιώπησής τους.
Εκ πρώτης όψεως, είναι αδιανόητο ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση αριστερών κλίσεων (έχουμε άραγε δει κάτι παραπάνω από αυτό ποτέ, στην Ευρώπη;) είτε «πεφωτισμένης» φιλελεύθερης δεξιάς (που αναγνωρίζει δηλαδή θεωρητικά το δικαίωμα ίσης συμμετοχής των φύλων στον ανταγωνισμό των αγορών) εκλέγεται χωρίς ενσωμάτωση φεμινιστικών πολιτικών στην επίσημη παιδεία. Εκ δεύτερης όψεως, η αυτή υπονόμευση των αγώνων των γυναικών, ως μακρόχρονης ιστορίας, είναι απολύτως αναμενόμενη και κατανοητή. Η κεφαλαιοκρατική πατριαρχία, στην οποία ζούμε (με όποιες τοπικές διαφοροποιήσεις), έχει ως βαθύτερα θεμέλια την εκμετάλλευση της γυναικείας εργασίας – και του καλούμενου «διπλού βάρους» των γυναικών. Η διάπλαση συνεπώς μελλοντικών πολιτών – γυναικών και ανδρών- που θα είχαν από παιδιά πρόσβαση στη μακρόχρονη ιστορία φεμινιστικών διεκδικήσεων και αγώνων θα ήταν συνώνυμη με μία απειλή στην καρδιά του συστήματος (αν «η γνώση είναι ισχύς», η φεμινιστική γνώση δεν αποτελεί εξαίρεση). Ειδικότερα δε αν το μάθημα Φεμινιστικής Ιστορίας ήταν παράλληλα και Μάθημα Φεμινιστικής Αγωγής.
Αν το δούμε έτσι, το Μάθημα Φεμινιστικής Ιστορίας και Αγωγής αποτελεί μια σχεδόν ουτοπική διεκδίκηση, με συνέπεια η όποια τέτοια παιδεία – αν δεν είναι πλήρως απούσα- να περιθωριοποιείται σε grassroots πολιτικές. Έχουμε ωστόσο αρκετά δεδομένα – και κυρίως την διάλυση των αυτόνομων φεμινιστικών οργανώσεων προηγούμενων δεκαετιών- για να πούμε ότι η grassroots φεμινιστική παιδεία δεν αρκεί. Όταν διαβάζουμε σε πρόσφατο (και απολύτως χρήσιμο) άρθρο[1] φεμινιστικής ιστορικής μνήμης ότι το φεμινιστικό κίνημα των δεκαετιών ’70 και ’80 διαλύθηκε εν μέρει γιατί «κάποιες [γυναίκες] απλά μεγάλωσαν», κατανοούμε ότι χρειαζόμαστε άλλους μηχανισμούς περάσματος της φεμινιστικής σκυτάλης στις γενιές που έρχονται, και θα έρχονται - συχνά σε βάρος της αυτοδιάθεσης των μητέρων που τις γεννούν και τις μεγαλώνουν. Αν το 2017 γίνεται λόγος για ένα φεμινισμό του 99%, η επίσημη παιδεία πρέπει να αναχθεί σε κομβικό σημείο πάλης – τόσο στο Δημοτικό όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Στο ίδιο χρήσιμο άρθρο που προανέφερα, της Μαρία Λούκα, διαβάζουμε ότι πολλές από τις φεμινίστριες της ηλικίας της μητέρας μου «ακολούθησαν ακαδημαϊκή καριέρα φέροντας έναν φεμινιστικό αέρα στα αμφιθέατρα». Και αυτή η παρατήρηση βρίσκεται στην παράγραφο με τα αίτια «μαραζώματος» του φεμινιστικού κινήματος – και πολύ σωστά. Διότι στις ταξικές κοινωνίες - με τα ιδιωτικά και τα δημόσια σχολεία, με τα φροντιστήρια (που δεν είναι πληγή μόνο της ελληνικής κοινωνίας), με τεράστιες αποκλίσεις στο τι λαμβάνει ένα παιδί στο οικογενειακό περιβάλλον από βιβλία ως φαγητό, με την προετοιμασία των παιδιών για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας- η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι προνόμιο σαφέστατων ταξικών οροθετήσεων. Το σκάνδαλο που ξέσπασε από την Κυριακή για την κλίμακα σεξουαλικής παρενόχλησης στα βρετανικά πανεπιστήμια[2] δείχνει μια ακόμη πτυχή του προβλήματος: οι φοιτήτριες ήδη φτάνουν στα πανεπιστήμια διαμορφωμένες μέσα από την απουσία φεμινιστικής παιδείας και έτοιμες ως «φρέσκο κρέας» για τους άρρενες καθηγητές. Δεν χρειάζεται να πω τι έχω συζητήσει με πλείστες γνωστές για τη σεξουαλική παρενόχληση στο ελληνικό πανεπιστήμιο, παρά την όποια αδράνεια δημοσιοποίησης του προβλήματος (για λόγους που θα πρέπει να είναι, αν έχετε διαβάσει ως εδώ, προφανείς).
Εν κατακλείδι, η φεμινιστική παιδεία στο πανεπιστήμιο δεν θα είναι ποτέ αρκετή – αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ο περιορισμός της στα (λιγοστά) «αμφιθέατρα» θα συνεχίσει να απομακρύνει τις γυναίκες της εργατικής τάξης από τους φεμινιστικούς αγώνες ως κάτι που δεν τους ανήκει, ως προνόμιο των «μορφωμένων». Και παράλληλα όση αφύπνιση συνείδησης και να έχουν οι «προνομιούχες» γυναίκες από 18 και πάνω, οι βάσεις της υποτέλειάς τους θα έχουν ήδη αφομοιωθεί ως φυσικό, αόρατο και άοσμο υπόβαθρο της ζωής από την πρώτη δημοτικού. Η αποκοπή των νεαρών κοριτσιών από την ιστορία του φύλου τους είναι ο βέβαιος δρόμος για ένα βέβαιο ιδεολογικό αποτέλεσμα.
Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, οι γυναίκες της γενιάς μου στην Ευρώπη – και όχι μόνο στην Ελλάδα- ζουν εντός της παρένθεσης που ανοίγει με το «μουνάρα μου εσύ» στο δρόμο στην εφηβική ηλικία και κλείνει με το «είσαι μεγάλη μιλφάρα» στο μπαρ στη μέση ηλικία.
Ωστόσο, το Μάθημα Φεμινιστικής Ιστορίας και Αγωγής στο σχολείο θα είχε ευρύτερες επιπτώσεις, καθώς δεν θα απευθυνόταν μόνο σε κορίτσια αλλά και σε αγόρια. Η πιο ριζοσπαστική μεταβολή σε αυτή την την περίπτωση θα ήταν μια συνείδηση ισότητας που δεν θα ανήκε μόνο στις μελλοντικές γυναίκες αλλά και στους μελλοντικούς άνδρες, από την πόλη ως το χωριό. Προς το παρόν, οι άνδρες είτε περιθωριοποιούνται ως «συμπαθούντες» του φεμινιστικού κινήματος, είτε παραμένουν δήθεν ουδέτεροι αλλά ασφαλώς κάνοντας χρήση των προνομίων που τους κρατούν έξωθεν του «γυναικείου θέματος» ως κάτι που δεν τους αφορά, είτε συνεχίζουν να διαιωνίζουν απρόσκοπτα τον πατριαρχικό τους αγώνα. Ο πατριαρχικός αγώνας υφίσταται παντού γύρω μας – και, όπως γνωρίζουμε όλες, το 2017 βρίσκεται σε έξαρση στο Βόρειο Ημισφαίριο. Από την τέχνη ως την πολιτική, οι φωνές του πληθαίνουν και συχνά αναμεταδίδονται ως «ελευθερία του λόγου» ή με το πρόσημο του «shock value», που τόσο έχει ανάγκη η κοινωνία των θεαματικών media. Ο πατριαρχικός αγώνας κινείται διά πλείστων οδών – είτε με την ωμή, φυσική βία είτε δια της ιδεολογικής «συναίνεσης».
Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, οι γυναίκες της γενιάς μου στην Ευρώπη – και όχι μόνο στην Ελλάδα- ζουν εντός της παρένθεσης που ανοίγει με το «μουνάρα μου εσύ» στο δρόμο στην εφηβική ηλικία και κλείνει με το «είσαι μεγάλη μιλφάρα» στο μπαρ στη μέση ηλικία. Η γλώσσα είναι γνωστό μέσο υποβιβασμού, χειραγώγησης, και υποτέλειας, και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε φιλοσοφικές ρήσεις για δούμε ότι είναι είναι επίσης «το όριο της σκέψης μας». Όταν μόλις χθες ελληνίδα φοιτήτριά μου, απόφοιτη της Φιλοσοφικής Αθήνας, μου μιλάει για «τον καλλιτέχνη», δέχεται ως απάντηση ότι υπάρχουν και γυναίκες στον χώρο αυτό, και ανταπαντάει «ναι, αλλά το αρσενικό περιλαμβάνει και το θηλυκό», είναι εύκολα αντιληπτό ότι το 2017 μάς έχει καταπιεί το μεγάλο φίδι στο «Φιδάκι» των φεμινιστικών αγώνων και θα πρέπει να ξανανέβουμε μια πολύ μεγάλη σκάλα – από την οποία θα πέφτουμε συχνά.
Θα μπορούσα να δώσω πολλά άλλα παραδείγματα με βάση τα οποία καλούμαστε να επανεφεύρουμε τον τροχό της ισότητας των φύλων, αλλά νομίζω είναι περιττό. Είναι γνωστό ότι η έκφραση «ισότητα των φύλων» είναι από μόνη της ελλιπής ή και προβληματική: ισότητα ως προς τι; Η ίδια η ιστορία του φεμινιστικού κινήματος εμπεριέχει διαφορετικές στάσεις και διεκδικήσεις ως προς το τι συνιστά «ισότητα» - και μια φεμινίστρια που μάχεται για καθολική, ριζοσπαστική αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων έχει άλλους στόχους από μια φεμινίστρια που διεκδικεί «ισότητα ευκαιριών» στο πλαίσιο της υπάρχουσας κοινωνίας και οργάνωσης της οικονομίας ως βάσης της. Αλλά καμία από τις δύο δεν έχει όρεξη να περιμένει διαρκώς «το αύριο που δεν έρχεται», και η ένταξη στο σχολείο ενός Μαθήματος Φεμινιστικής Ιστορίας και Αγωγής θα ήταν μια αρχή για ένα αύριο ως συνέχεια, και όχι ως επανάληψη, των αγώνων του χθες και του σήμερα.
Κανείς και καμία δεν θα ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστέψει ότι η ένταξη ενός τέτοιου μαθήματος θα αναιρούσε τις πολλαπλές, διαπλεκόμενες οδούς αρωγής στο πατριαρχικό κατεστημένο. Ωστόσο, ένα τέτοιο μάθημα θα μπορούσε να λειτουργήσει απέναντι σε πατριαρχικές ιδεολογίες που δρουν – ελέω κράτους και όχι θεού- στο σημερινό σχολείο, όπως το μάθημα των Θρησκευτικών ή συγκεκριμένες «γραφές» της ιστορίας της αρχαιότητας, και ούτω καθ’ εξής. Ένα τέτοιο μάθημα θα σηματοδοτούσε μία νέα, πλην ανεκτή, ερμηνεία του «πλουραλισμού» στον οποίο βρίσκεται προσκολλημένη η αστική δημοκρατία, και θα συνιστούσε βήμα συμβατό με το αφήγημα της «προόδου» και με τον απαιτούμενο εκδημοκρατισμό του σχολείου. Αν το δούμε έτσι, ένα τέτοιο μάθημα δεν θα ήταν κατ΄ανάγκη ουτοπική διεκδίκηση. Επί πλέον, αν μη τι άλλο, οι αγώνες προώθησης ενός τέτοιου μαθήματος θα αποκάλυπταν άμεσα τα όρια της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον «εκσυγχρονισμό» και τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», ως καραμέλα που πιπιλίζει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών εκπροσώπων.
Ένα από τα τραγικά ευτράπελα της σημερινής ημέρας υπήρξε η δήλωση Τραμπ: «Τρέφω τρομερό σεβασμό για τις γυναίκες και τους πολλούς ρόλους ζωτικής σημασίας που υπηρετούν στην κοινωνία και στην οικονομία μας», την οποία ωστόσο ξεπερνά σε ειρωνεία και υποκρισία η δήλωση Πούτιν: «Αγαπητές γυναίκες: μητέρες, γιαγάδες, κόρες, σύζυγοι, φίλες, κοντινές και αγαπημένες μας, δεχθείτε τα εκ βάθους καρδίας συγχαρητήριά μου στη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας! Γεμίζετε αυτόν τον κόσμο με ομορφιά και ζωντάνια, προσφέροντας θαλπωρή και ανακούφιση [... ] Παρέχετε φροντίδα νύχτα-μέρα στα παιδιά σας, στα εγγόνια σας και στην οικογένειά σας. Ακόμη και σήμερα, είστε δέσμιες της ρουτίνας σας, εργαζόμενες ακάματα, πάντα στην ώρα σας. Συχνά αναρωτιόμαστε, πώς τα καταφέρνετε όλα;» Το «εμείς» του Πούτιν είναι ασφαλώς «αυτοί», οι άνδρες που αναρωτιούνται εξ’ ασφαλούς αποστάσεως πώς τα καταφέρνει η «πολύτιμη υπηρεσία», και εκφράζει την στάση και το σκεπτικό πολλών. Χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι και οι δύο αρχηγοί κρατών έχουν περάσει πρόσφατα μέτρα κατά των γυναικών και υπέρ της έμφυλης βίας; Ελπίζω όχι, γιατί οι αυτές εξελίξεις διαδόθηκαν αστραπιαία, συμβάλλοντας στο πνεύμα αντίστασης της σημερινής ημέρας – σημειώνω απλώς ότι ήδη έγιναν συλλήψεις φεμινιστριών στις διαδηλώσεις στη Μόσχα.
Όμως ο νέος «αρσενικός» αυταρχισμός βρίσκεται σε θέση ισχύος σε πολλά ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Αυτές οι κυβερνήσεις ψηφίζονται και από γυναίκες, ενάντια στα συμφέροντά τους, και χωρίς πρόσβαση σε διεκδικήσεις που θα τις βοηθούσαν να κατανοήσουν τον ρόλο τους στην οικονομία, στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία, κ.ο.κ Στο πανεπιστήμιο, διεθνώς, βρίθουμε μελετών για τα παραπάνω, αλλά το πράγμα σταματάει εκεί, ή έστω διαχέεται σε κάποιες ακτιβιστικές οργανώσεις. Δεν γνωρίζω πολλές γυναίκες που να ψηφίζουν με βάση την ανάλυση της Hester Eisenstein για το Πώς οι Παγκόσμιες Ελίτ Χρησιμοποιούν την Εργασία και τις Ιδέες των Γυναικών για να Εκμεταλλεύονται την Υφήλιο.[3] Στην Ελλάδα, η διαμάχη για τις συντάξεις (ως προφανές παράδειγμα) γίνεται λες κι η ιστορία διεκδικήσεων για την απλήρωτη εργασία των γυναικών να μην έχει λάβει χώρα ποτέ. Και όμως πόσες από εμάς εργαζόμαστε με τις μητέρες μας να μεγαλώνουν τα παιδιά αμισθί ή (σε ανθηρότερες εποχές) με κακοπληρωμένες γυναίκες-υποτελείς της μεταναστευτικής οδού;
Η «λύση γιαγιά» στο πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής υιοθετείται ευρέως, καθώς το κοινωνικό κράτος υποχωρεί ακόμη σε χώρες όπως η Σουηδία. Θα ήθελα η κόρη μου να κατανοεί τον απαραίτητο ρόλο της συνταξιοδοτημένης γιαγιάς της (με τη σύνταξη στο κάτω του μισού και έπεται συνέχεια), και της δικής μου γιαγιάς, μήπως και κάποτε μπορέσει να αντιταχθεί με άλλους όρους στο ΔΝΤ. Θέλω η κόρη μου να κατανοεί γιατί οι μαμάδες των φίλων της κάνουν botox ενώ οι μπαμπάδες όχι, και γιατί κορίτσια στην ηλικία της πιστεύουν ότι η «εξαιρετική ευφυΐα» είναι των αγοριών έστω κι αν τα κορίτσια τα πάνε καλύτερα στο σχολείο, και γιατί άμα κάνει skateboard θεωρείται αγοροκόριτσο, γιατί μπαίνουν μόνο άντρες «στα σπίτια με τα φώτα στην είσοδο» στον Κεραμεικό στις βόλτες μας, τι διακρίσεις υφίσταται μια «μετανάστρια» που ενδεχομένως να είναι στο μέλλον η ίδια, γιατί θα ενταχθεί κάποτε όχι επί ίσοις όροις στην αγορά εργασίας και ανεργίας, και τι έχει γίνει ως τώρα για να αλλάξει αυτό. Με ποιο δικαίωμα στερεί το κράτος των εκλεγμένων εκπροσώπων από τα παιδιά την ιστορία των διεκδικήσεων των γυναικών; Η τελευταία ερώτηση είναι ρητορική, καθώς η απάντηση είναι: με το δικαίωμα που του δίνουμε εμείς. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο ανασύνταξης της φεμινιστικής συνείδησης, ας σταματήσουμε να το δίνουμε.
[1] Μαρία Λούκα, «Πού πήγαν οι ελληνίδες φεμινίστριες;», Inside Story (22.2.2017) https://insidestory.gr/article/elliniko-feministiko-kinima?token=WIK32G2V79
[2] David Batty, Sally Weale, Caroline Bannock, ‘Sexual harassment at ‘epidemic levels’ in UK universities’, The Guardian (5.3.2017) https://www.theguardian.com/education/2017/mar/05/students-staff-uk-universities-sexual-harassment-epidemic
[3] Hester Eisenstein, Feminism Seduced: How Global Elites Use Women's Labor and Ideas to Exploit the World, Paradigm Publishers 2009.