
Πού είναι εκείνα τα χρόνια που βγαίναμε στα μπαρ με ανεξήγητη αντοχή και την αφέλεια του παιδιού που νομίζει ότι ο κόσμος υπάρχει μόνο για να τον καλοπερνάει; Τώρα η νυχτερινή μας ζωή έχει λίστα προϋποθέσεων. Στα 50, κάθε έξοδος είναι στρατηγική επιχείρηση που απαιτεί εξαερισμό, καρέκλες, απόσταση από τον διπλανό, ήχο σε ανθρώπινη συχνότητα και, αν γίνεται, να μην πέσουμε σε κίνηση.
Προσφάτως με κάλεσαν σε ένα μπαράκι για ένα event και η πρώτη μου ερώτηση ήταν: «Θέλω να ξέρω τις συνθήκες στο μαγαζί πρώτα». Προφανώς και δεν το είπα ειρωνικά. Χρειάζομαι πληροφορίες. Χρειάζομαι δεδομένα. Χρειάζομαι transparency. Γιατί δεν παίζω με τη μέση μου, δεν παίζω με το ορμονικό μου σύστημα, δεν παίζω με τον πονοκέφαλο που μπορεί να αφήσει το κακό ηχείο.
Στα 20s αρκούσε μόνο η ερώτηση «θα έχει ωραία γκομενάκια;» Όλα ορίζονταν από αυτό. Η πιθανότητα, το ενδεχόμενο, η έξαψη του “μπορεί”. Βγαίναμε χωρίς να ξέρουμε καν πού πάμε, χωρίς να μας νοιάζει αν θα στριμωχτούμε, αν θα μυρίζουμε τσιγάρο για τρεις μέρες, αν θα πιούμε κάτι που μοιάζει με βότκα αλλά τελικά είναι καθαρό φωτιστικό οινόπνευμα. Δεν είχε σημασία.
Και μετά… μεγαλώσαμε. Ή μάλλον: ωριμάσαμε με τον πιο κωμικοτραγικό τρόπο. Στα 50s δεν υπάρχει πια καν η παραμικρή υπαινικτική σκέψη για “γκομενάκια”. Η σκηνή παίζει αλλιώς. Πλέον, πριν πούμε το “ναι” για μια έξοδο, κάνουμε λίστα καταλόγου ελέγχου αεροσκάφους πριν την απογείωση.
Τότε μπαίναμε σε μπαρ που σήμερα θα μας έπιανε κρίση: χαμηλά ταβάνια, τσιγαρίλα, ιδρώτας πριν καν αγγίξουμε ποτό και το βρίσκαμε γοητευτικό. Είχε “ατμόσφαιρα”. Είχε “ενέργεια”. Είχε “πιθανότητες”. Πιθανότητες για τι; Δεν ξέραμε, αλλά μας αρκούσε ότι υπήρχαν.
Τώρα, πριν καν βγούμε, γκουγκλάρουμε φωτογραφίες του μαγαζιού και μετράμε αποστάσεις από τα τραπέζια. Φτάνουμε στο μπαρ (αν δεν τα έχουμε ακυρώσει όλα για να μείνουμε στον καναπέ ή στο κρεβάτι κάνοντας binge watching) και αντί να τσεκάρουμε αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στον χώρο (άνθρωποι, χαμόγελα, vibe), κοιτάμε πού είναι η έξοδος σε περίπτωση που νιώσουμε ζέστη.
Η νέα μας checklist έχει γίνει πλέον θρησκεία
- Έχει καρέκλες ή θα είμαστε όρθιοι σαν τους πέντε μάρτυρες της πίστης;
- Έχει χώρο να αναπνεύσουμε ή θα μας τρίβει ο ώμος του διπλανού που δεν πλένει καλά το πουλόβερ του;
- Έχει εξαερισμό ή θα καταλήξουμε με ημικρανία και υπαρξιακή κρίση;
- Έχει κλιματισμό; Όχι σαν “έχουμε, αλλά δεν το ανοίγουμε για λόγους οικονομίας”, ΚΑΝΟΝΙΚΟ. Γιατί τι να σου κάνει και μία βεντάλια μόνη της;
- Παίζει να ακούμε τη μουσική χωρίς να χρειαστεί να ουρλιάζουμε για να ακουστούμε;
- Σερβίρουν κρασί που δεν είναι ξίδι μεταμφιεσμένο;
- Κλείνει νωρίς; Γιατί αύριο δουλεύουμε, δεν είμαστε στη σχολή.
Κάποτε ρωτούσαμε «ποιος παίζει απόψε»; Τώρα ρωτάμε «πόσο απέχει από το σπίτι μου»; «Θα βρω να παρκάρω»; Τότε θέλαμε να υπάρχει κόσμος, τώρα μας νοιάζει αν θα υπάρχει αρκετός χώρος ανάμεσα στον κόσμο. Κάποτε βγαίναμε Σάββατο, τώρα βγαίνουμε Τετάρτη γιατί έχει λιγότερη φασαρία. Στα νιάτα μας δεν μας ένοιαζε αν έχει φως, είχαμε μάτι γεράκι, ενώ τώρα ρωτάμε με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας καρφωμένα στη μύτη: «Είναι σκοτεινό; Γιατί δεν βλέπω το μενού χωρίς το φλας».
Κάποτε η νύχτα ήταν άπειρη. Τώρα θέλουμε πρόγραμμα, παίρνουμε βιταμίνες για να αντέξουμε -με το ζόρι- μέχρι τις 02:00, σκεφτόμαστε τον οκτάωρο ύπνο μας και χρειαζόμαστε μικρές παύσεις ανάμεσα στα ποτά για να μην πρηστούν τα πόδια μας.
Εν τω μεταξύ οι συζητήσεις σε παρέα πενηντάρηδων είναι αριστούργημα. Τα «με ποιον τα έχει, από ποιον χώρισε, ποιος έκανε κίνηση σε ποιον, ποιος μας κοίταξε» είναι πια μια γλυκιά ανάμνηση, τώρα έχουμε πιο σοβαρά θέματα να αναλύσουμε: Την πίεση, τη χοληστερίνη, το σάκχαρο, τον βαθμό πρεσβυωπίας, τις καούρες στο στομάχι το βράδυ, τους πόνους στη μέση και τα γόνατα, τις συνταγές που φτιάξαμε στο air fryer, το πρόβλημα με τις αϋπνίες, το μπότοξ και το υαλουρονικό… Και το ποτό στο τραπέζι μένει ίδιο για δυόμιση ώρες.
Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό, υπάρχει και μια τρυφερότητα, γιατί ναι, μεγαλώσαμε, αλλά μεγαλώσαμε μαζί. Με τον τρόπο που… το vibe έγινε ανάγκη, η ανάγκη έγινε προϋπόθεση, και η προϋπόθεση έγινε αυτοσεβασμός.
Το πιο αστείο είναι ότι αν μας έβλεπαν οι 20χρονοι εαυτοί μας, θα μας κορόιδευαν απεριόριστα. Από την άλλη όμως, αν μπορούσαμε να πούμε μερικές κουβέντες στους 20χρονους εαυτούς μας, θα ήταν: «Κάτσε καλύτερα, θα βγάλεις τη μέση σου έτσι. Όχι τόσο κοντά στο ηχείο, στα 50 σου θα ψάχνεις το τύμπανό σου».