Τα πολλά τελευταία χρόνια, τα καλέσματα στις συγκεντρώσεις με βρίσκουν συνήθως ναρκωμένη στον καναπέ μου, να εφευρίσκω δικαιολογίες για τη νωθρότητα και τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά σε κάθε είδους κοινωνική αδικία.
Πότε συμπαραστάθηκα τελευταία φορά σε κάποιον αδικημένο από την Πολιτεία; Πότε φώναξα για το δίκιο το δικό μου ή των άλλων; Στις πορείες για την Παιδεία; Στο πλευρό των γιατρών και νοσηλευτών που έτρωγαν χημικά; Φώναξα για τον Ζακ; Στην πορεία για τα δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Φύσσα, τελευταία στιγμή «κρύφτηκα» πίσω από μία ίωση…
Η ντροπή δεν λείπει από την παραδοχή μου αυτή. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές πρόγονοί μου δεν κατάφεραν κανένα χτύπημα στη τρυφηλή μου φύση. Τότε ποιος και τι με σκούντηξε από τον λήθαργο σαββατόβραδο, παραμονή της συγκέντρωσης για τα Τέμπη στο Σύνταγμα; Μπορεί η Έλλη, η κόρη μου, φοιτήτρια στην Πάτρα. «Θα πας μαμά; Εμείς θα πάμε όλοι».
Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025 και «δεν έχω οξυγόνο»
Για αρκετά μέσα ενημέρωσης η τελευταία Κυριακή του μήνα ήταν -τι άλλο;- καταναλωτική. «Ανοικτά θα παραμείνουν τα καταστήματα…» γραφόταν απόγευμα Σαββάτου η είδηση για την κυριακάτικη ζωή στην πόλη. Όμως το κάλεσμα έτρεχε, ο κόσμος ήξερε, οργανωνόταν. «Θα πάρεις τα παιδιά;». «Πώς θα κατεβούμε;». «Το Σύνταγμα είναι κλειστό;».
Το σύνθημα ασφυκτικό: «Δεν έχω οξυγόνο». Πώς μπορείς να αντισταθείς σε αυτό; Κι εσύ Στέλλα μη μου ξαναπείς: «είσαι ευαίσθητη γιατί έχεις κόρη φοιτήτρια». Και Γιάννη δεν θέλω να ξανακούσω το «συμβαίνουν παντού σιδηροδρομικά…».
Φοράω τα αθλητικά μου παπούτσια και τρέχω στο ραντεβού με τις φίλες στο μετρό. Ουρές εκατοντάδων ανθρώπων μπροστά από τα εκδοτήρια. Στις αποβάθρες, το αδιαχώρητο. Πρόσωπα φωτεινά δίχως την κατσουφιά της καθημερινής διαδρομής για τη δουλειά. Κατεβαίνουμε στον Ευαγγελισμό. Και από εκεί ποδαράτο ως το Σύνταγμα. Δώδεκα και μισή. Στα «λουλουδάδικα» της Βουλής το ραντεβού με άλλους. Φίλοι από την Ικαρία, τυχαίες συναντήσεις με παλιούς συναδέλφους, οι γείτονες… Μέσα στον πόνο για την ανείπωτη τραγωδία, η χαρά για τη συμμετοχή ξεπροβάλλει.
Ναι, είμαστε εδώ: νέοι και μεσήλικες, παππούδες και εγγόνια, παπάδες και ΛΟΑΤΚΙ. Κάνω γκριμάτσες στο μωρό που κρύβεται στην αγκαλιά του τριαντάρη πατέρα του δίπλα μου. Πιο πέρα, μία παρέα εικοσάχρονων σηκώνουν τα κινητά τους και απαθανατίζουν τα μπαλόνια που πετούν στον ουρανό. Η κοσμοπλημμύρα βγαίνει στα σόσιαλ.
Το φινάλε δεν το ορίζει η καταστολή
Οι ομιλίες σκεπάζονται από χειροκροτήματα. Οι γονείς, τα αδέλφια, οι συγγενείς, οι συμφοιτητές, οι φίλοι των πενήντα επτά, όλοι εμείς τελικά δεν ξεχνάμε. Διαμαρτυρόμαστε. Ειρηνικά αλλά παθιασμένα. Αγκαλιάζοντας τους φίλους μας. Φιλώντας τα παιδιά μας. Και ξαφνικά τρεχαλητό, κομμένες ανάσες… Δεν κατάλαβε κανείς γιατί έπεσαν χημικά. «Επεισόδια» θα δικαιολογηθούν. Κι ακόμη κι αν… Χημικά σε μία συγκέντρωση που παρά τον πόνο και τη θλίψη έμοιαζε με γιορτή αληθινής δημοκρατίας;
Ο αγώνας αυτών των ανθρώπων που μας κάλεσαν να σταθούμε στο πλάι τους για να βρεθεί το δίκιο, για να ξεμπαζωθεί η αλήθεια, δεν τελειώνει. Ευτυχώς. Κι εμείς ξυπνήσαμε φαίνεται. Η αληθινή ζωή μας τραβάει από το μανίκι. Όλους; Όχι. Αλλά πολλούς. Τη νέα γενιά κυρίως, που δεν βολεύεται εύκολα κατά πως φαίνεται. Και δεν λέει μεταξύ μπριζόλας και μελιτζανοσαλάτας το θλιβερό: «Τι πήγες; Σάμπως θα γίνει τίποτα; …».
Το βράδυ της Κυριακής σκρολάρω στο κινητό μου και στέκω στην ανάρτηση του Νίκου Πλακιά που έχασε δυο κορίτσια και την ανιψιά του στα Τέμπη: «Μ’ εσάς δίπλα μου δεν έχω να φοβηθώ τίποτα…».
Μια φράση, που μου μετέφερε η μητέρα μου από την κρητική γενιά της, μου έρχεται στο νου: «Δεν είσαι κέδρος παιδί μου, καλαμιά είσαι και όπως κι αυτή λυγάς κι εσύ σαν είσαι μόνος».