Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Σύνταγμα, Τέμπη, όλοι μαζί, ένα!

Αφήνοντας τις μολότοφ στους άλλους, εμείς κρατάμε μια μέρα που θέλουν δεν θέλουν θα είναι για πάντα δική μας.

Αργούμε να κοιμηθούμε. Προσπαθούμε να συντονιστούμε για την επόμενη μέρα. Πώς θα φτάσουμε στο Σύνταγμα; Δίνουμε ραντεβού στην Αττική. Θα πάρουμε το Μετρό, θα κατέβουμε στην Ακρόπολη και θα ανέβουμε περπατώντας στην πάνω πλευρά της πλατείας, ανάμεσα στις σκάλες και τη Βουλή. Την προηγούμενη φορά είχαμε εγκλωβιστεί κάτω, κοντά στο χαμπεργκεράδικο και πολύ μου είχε στοιχίσει .
-«Τι ώρα»;
-«Εννιά».
-«Ωραία, κοιμήσου τώρα». 

 Το πρωί είμαστε στο ραντεβού στην ώρα μας, το τρένο δεν καθυστερεί, δεν έχει (πάρα πολύ) κόσμο, παίρνουμε και καφέ από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περπατάμε χωρίς σπρωξίδια, βγάζουμε χαλαρά τις πρώτες φωτογραφίες, έχει συννεφιά «λες να βρέξει;», «μπα και να βρέξει όμως τι μας νοιάζει;». Όλα καλά. Διαλέγουμε θέσεις.  Απέναντι από τη Μ. Βρετάνια, στη γωνία με Βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί που υπάρχει ένα κορίτσι όρθιο πάνω σε ένα τοιχάκι. Κρατάει στα χέρια της ένα πλακάτ που γράφει: «Έχε το νου σου στο παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα. Δεν ξεχνώ, 28.2.23». Την παρατηρώ. Ξεκουράζεται ελάχιστα. Μέσα στις επόμενες ώρες θα είναι εκεί ακίνητη και θλιμμένη. Να κρατάει το τρυφερό της μήνυμα ευλαβικά χωρίς να την αποσυντονίζει τίποτα. Μέχρι έστω οι πρώτες μολότοφ αλλάξουν την εικόνα μιας ήρεμης, συγκινημένης λαοθάλασσας που βρήκε στον θυμό της την πιο συλλογική διέξοδο.

Συναντάω φίλους, γνωστούς, πηγαινοέρχομαι. Όσο περνά η ώρα όλο και πιο δύσκολα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει «εκεί έξω», δεν ξέρω τι γίνεται στους άλλους δρόμους πέρα από τη δική μας μικρή «γωνιά». Ακούμε φωνές από μακριά, «λες να έχει κόσμο ως την Ομόνοια;», «σίγουρα, δεν μπορεί, μη σου πω και πιο πέρα», έχει πάει έντεκα, χτυπάει το κινητό, περίεργο από τις δέκα και δέκα τσεκαρισμένο, ο μόνος τρόπος για να κάνω επαφή είναι με κάνα ξεχασμένο περαστικό περιστέρι. «Έλα με ακούς;», του του του…, σε πέντε λεπτά έρχεται μήνυμα «είμαστε Σέκερη, αν τα καταφέρω θα έρθω», δεν τα καταφέρνει, ο κόσμος είναι πολύς, πάρα πολύς, μα πάρα, πάρα πολύς.

Σχεδόν αγκαλιασμένοι παρακολουθούμε στη «σκηνή» τις «ομιλίες». Μητέρες, πατεράδες, φίλοι, συγγενείς, προσκεκλημένοι, ευχαριστούν τον κόσμο, διηγούνται τις ιστορίες τους, εκφράζουν τον θυμό τους, την οργή τους: «πότε θα περάσει;» «μάλλον ποτέ», δύο χρόνια μετά και τα τεράστια «γιατί» ψάχνουν ακόμη απαντήσεις. Πηγαινοέρχομαι, όσο μπορώ. Στη σκηνή μία κοπέλα διαβάζει τον κατάλογο με τα θύματα. Ο κόσμος από κάτω απαντά, «παρών», «παρούσα». Ανατριχίλες. Κοιτάζω τα μαύρα μπαλόνια που πετούν από πάνω, ένα πανό που γράφει «δολοφόνοι» τα συνοδεύει αποφασιστικά, κοιτάζω τα πρόσωπα που με προσπερνούν, νέοι, μεγαλύτεροι, πολύ μεγαλύτεροι, γονείς με παιδιά, παιδιά με γονείς, παρέες εφήβων, ζευγάρια, φίλοι από το σχολείο, τη δουλειά, τη γειτονιά, χιλιάδες μικρόκοσμοι που συναντιούνται για μια τόση δα στιγμή. Ποιος τους φέρνει κοντά; Τι μας φέρνει τόσο κοντά;

Στη σκηνή έχει ανέβει η μητέρα της Κυριακής Γρίβα. Την ακούω να λέει μέσα από τους λυγμούς της: «Είμαι εδώ ως μάνα γιατί ξέρω, ξέρω πώς είναι να ακούς το παιδί σου μέσα από ένα ηχητικό να ζητάει βοήθεια, ξέρω πώς είναι να ακούς το παιδί σου να κραυγάζει, ξέρω πώς είναι». Σκέφτομαι τι έκανα εκείνο το βράδυ όταν η είδηση και οι εικόνες χάραξαν τόσο άγρια τη ζωή μας -πόσες φορές να σκέφτηκα από τότε, τι θα ήμουν, ποιος θα ήμουν, αν ήμουν σε κάποια από τις θέσεις τους; Ένας γιος που έχασε τον πατέρα, ένας πατέρας που έχασε τον γιο, ένας επιβάτης που έζησε τον τρόμο, τον απέφυγε αλλά ποτέ δεν τον ξεπέρασε. Πάω και κάθομαι δίπλα στη  δακρυσμένη Αντιγόνη. «Με τσάκισε», «Και μένα». Το κορίτσι με το πλακάτ από πίσω μας, συνεχίζει και κοιτά θλιμμένο τον κόσμο μπροστά της.

 
 
 
 
 
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη POPAGANDA (@popagandagr)

Οι ομιλίες τελειώνουν, «ας περιμένουμε λίγο να φύγουν οι πολλοί», «ναι ας περιμένουμε» δεκάδες μαυροτσοκαλαίοι με ημικαλυμένα πρόσωπα διασχίζουν το πλήθος ανακατεύονται μέσα σε αυτό, «μωρέ λες;» «μπα, όλα εντάξει πήγαν, ήρεμα, δεν νομίζω», η Γιώτα στέλνει μήνυμα «είμαστε εδώ ακόμη, με Αντώνη, με Ελένη και Δήμητρα δεν έρχεσαι;» έρχομαι, κάτσε μια στιγμή να χωθώ στην άγρια θάλασσα του κόσμου και να ανηφορίσω τη Β. Σοφίας, σιγά-σιγά, μέχρι να σας βρω. Κάποια παιδιά από τον μεσότοιχο φωνάζουν «μην προχωράτε είναι πήχτρα ειδικά αν πάσχετε από κρίσεις πανικού». Πφ, δεν πάσχω, δεν μασάω εγώ με αυτά, σιγά. Βλέπω τις πρώτες φωτιές στα αριστερά. «Μωρέ λες»;

Προχωράω αποφασιστικά. Κάτι ανατινάζεται στο πλάι μας. Η πρώτη μολότοφ. Ορδές από δεκάδες, πολλές δεκάδες μαυροτσουκαλαίους, άλλους ολοκαίνουργιους, έρχονται ξάφνου από το πουθενά, δηλαδή από τη γεμάτη Πανεπιστημίου. Φτου ξελευθερία. Σουρπράιζ έκπληξη.  Αναταραχή. Στριμωχνόμαστε στο πλάι, ανησυχία, αγωνία, «μωρέ λες;», κάποιοι φωνάζουν «ήρεμα», «ήρεμα, μη σας πιάνει πανικός, πάμε στο πλάι, όχι μπροστά, στο πλάι», πάω στο πλάι,  «α, κάπως έτσι γίνεται το ποδοπάτημα» σκέφτομαι, μπουμ και πάλι κάπου εκεί μπροστά, βρίσκω ένα άδειο σημείο δίπλα σε ένα πεζούλι, παίρνω ανάσα, όλα καλά, ξέχνα τους άλλους που σε περιμένουν μπροστά, εδώ επιβάλλεται μόνο οπισθοχώρηση.

Κατηφορίζω την Ακαδημίας. Δεν έχω δει την Αθήνα, το κέντρο της, τους δρόμους της τόσο γεμάτους με τους ανθρώπους της. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Τους παρατηρώ, οι περισσότεροι είναι τσαντισμένοι με την εξέλιξη. Δεν είναι ξαφνιασμένοι. Είναι απλά πολύ στεναχωρημένοι. Μία από τα ίδια πάλι.  Σκέφτομαι αυτά που είδα, την «παρέλαση» των άγνωστων μαυροτσουκαλέων και την απάθεια της αστυνομίας, αυτοί να τα σπάνε και οι άλλοι να τους παρατηρούν. Βρίσκω τη Αντιγόνη. Σε ασύρματο ματατζή ακούστηκε: «Όποιος δεν εκτελέσει, θα έχει κυρώσεις», μου λέει. Στην ίδια ιστορία, ίδιοι πρωταγωνιστές.

Φτάνουμε στην Πατησίων «κολυμπώντας» μέσα σε συνεχόμενα κύματα ανθρώπων. Η Λουίζα χάθηκε μέσα στα δακρυγόνα. Έστειλε μετά φωτογραφία πασαλειμμένη με μαλόξ. Η Όλγα, η Αθηνά, η Αποστολία και ο Θωμάς έφυγαν λίγο νωρίτερα, γύρευε που να ναι τώρα. Κοιτάω στο βάθος. Άνθρωποι, άνθρωποι παντού. Αναρωτιέμαι πόσα εκατομμύρια, όχι χιλιάδες, βγήκαν από το σπίτι τους για να πάρουν θέση, πόσα εκατομμύρια επιτέλους ξεκουνήθηκαν. Πέντε τετράγωνα πριν το σπίτι προσπερνάω τριαντάρη που έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο του. Μιλάει σε ανοιχτή ακρόαση. Τον ακούω να λέει: «Οι άλλοι είναι χειρότεροι από τον Μητσοτάκη, τουλάχιστον τώρα θα βάλει μυαλό, ότι δεν μπορεί να τα βάλει με τον λαό». Ωραία. Καμία σωτηρία!

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
NEWS
Save