
Φοράει το καλύτερο δυνατό χαμόγελό της. Το συνεχές ωράριο της Πέμπτης της προσδίδει μια θλίψη στο βλέμμα. «Από τις έξι και μισή το πρωί είμαι στο πόδι», θα μου πει. Καλλιθέα-Χαλάνδρι με όλα τα μέσα: Λεωφορείο, μετρό και πάλι λεωφορείο για να βρίσκεται όρθια πίσω από τον πάγκο της στις εννέα. Η αντίστροφη διαδρομή της επιστροφής γίνεται στο σκοτάδι. «Δέκα το βράδυ θα μπω στο σπίτι».
Είκοσι δύο Μαΐων με ανολοκλήρωτες σπουδές στα τουριστικά –«δεν μου άρεσε τελικά το αντικείμενο»– και διαμονή στο πατρικό ή, πιο σωστά, στο «μητρικό» σπίτι. Ο μπαμπάς απών. Και το εισόδημά του επίσης.
Το κατάστημα δεν είναι οικογενειακή επιχείρηση. Δεν δίνονται συγχωροχάρτια στη βραδεία προσέλευση και δεν επιτρέπονται κοπάνες για καφεδάκι, όπως στον γιο φίλου που δουλεύει στην επιχείρηση του μπαμπά. Η ορθοστασία της φέρνει ζάλη, η γραμμή του eyeliner σβήνει στα βλέφαρα, τα χείλη στεγνώνουν. Αλλά είναι νέα και τίποτα δεν την τσακίζει.
Μόνη και με μπόλικο χρόνο πελάτισσα –ο εφιάλτης της πωλήτριας– της πιάνω κουβέντα. Τα παράπονα λέγονται με την ελαφρότητα της νεαρής ηλικίας: «Πώς να ζήσω με τον φίλο μου με τέτοιες τιμές και τόσο ακριβά ενοίκια;»…
Δίπλα της το δημοφιλές κινητό της Apple. Καταπνίγοντας την τάση μου να νουθετώ, τη ρωτώ με αληθινό ενδιαφέρον: «Σου φτάνουν τα χρήματα για να αγοράζεις κάτι τόσο ακριβό;».
Και πληροφορούμαι ότι υπάρχει κάτι σαν «κινητοδάνειο» που εκδημοκρατίζει την καταναλωτική κοινωνία και δίνει την ευκαιρία (;) σε έναν εργαζόμενο με βασικό μισθό να υποκύψει στον τεχνολογικό πειρασμό. Και μαθαίνω ακόμη ότι η εν λόγω κοπέλα αδημονεί να αποκτήσει το iPhone17. (Κυκλοφόρησε επίσημα στις 19 Σεπτεμβρίου 2025 με τιμές να κυμαίνονται από 979 έως και 2.549 ευρώ). Απόρησα, θύμωσα, μνημόνευσα τον Μαρξ αλλά και τη θεία μου που καταφερόταν πάντα ενάντια στην καταναλωτική κοινωνία και κυκλοφορούσε με ταγάρια και τόλμησα να πω: «Μα να ζεις με το ένα τέταρτο του βασικού μισθού για να έχεις το συγκεκριμένο κινητό;».
Η καταφατική κίνηση του κεφαλιού της και το πονηρό της χαμόγελο-χαστούκι σε μία γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η μάνα της ήταν σαν να μου έλεγε: «Γιατί όχι εγώ;». Και έξω από τα δόντια μου είπε: «Ο λόγος που δεν θέλω να χάνω τον χρόνο μου με σπουδές είναι για να δουλεύω και να μπορώ να έχω όλα αυτά τα ωραία πράγματα που υπάρχουν γύρω μας». Της ευχήθηκα «καλή τύχη» –μη ειρωνικά– και απομνημόνευσα τα λόγια της για να τα μεταφέρω αυτούσια στην παρέα των φίλων που μιλούν για την κοινωνία αφ’ υψηλού.
«Ναι, οι νέοι πεινάνε και μένουν με τους γονείς τους για να αγοράζουν με τον πενιχρό μισθό τους λίγο από το κύρος και την πολυτέλεια που πρωταγωνιστεί στο κοινωνικό μας τσίρκο. Πανάκριβα κινητά και καφές από τον ντιλιβερά. ΟΚ;», ρώτησα ρητορικά τους συνομήλικούς μου, γευόμενη ένα δροσερό ιταλικό aperitivo. Αυτοί επαναστάτησαν. Δεν τους πήγαινε το Καλλιθέα με ένα κινητό των χιλίων πάνω-κάτω ευρώ. Αλλά εκείνοι κι εκείνες το πήραν πάση θυσία.
Και γιατί όχι; Μας τρίβουν στα μούτρα το δήθεν ενδιαφέρον μας γι' αυτούς. Και δεν ντρέπονται να παραδεχτούν ότι δεν θα αγωνιστούν, δεν θα κατεβούν στους δρόμους για να διεκδικήσουν το μέλλον που τους χρωστάμε, δεν θα απαιτήσουν καλύτερους μισθούς και φθηνότερη στέγη, δεν θα παλέψουν για το οκτάωρο. Απλώς θα υποκύψουν στους κανόνες του καταναλωτισμού απαθανατίζοντας τη δυσκολεμένη τους ζωή σε πανάκριβα pixels. Και θα ανεβάζουν το πειραγμένο story της ζωής τους μιμούμενοι το ξέγνοιαστο παρόν των ευκατάστατων συνομήλικων με το εξασφαλισμένο μέλλον. Και να σου πω βρε Κώστα; Τους καταλαβαίνω. Έκλαιγα γοερά στα δεκαέξι μου για να αποκτήσω ένα made in England γνήσιο Gloverall Μονγκόμερι. Και το απέκτησα παίρνοντας τρία άριστα, τακτοποιώντας το δωμάτιό μου κάθε Σάββατο απόγευμα και γυαλίζοντας όλα τα παράθυρα του σπιτιού. Και όταν το φόρεσα, ζεστάθηκε η ψυχή μου νομίζοντας -φευ!- ότι δεν διέφερα ταξικά από τη συμμαθήτρια στο μπαλέτο που έκανε πάρτι με παγωτά φλαμπέ.
Προλετάριοι όλου του κόσμου καταναλώστε αν αυτό επιθυμείτε. Κι ας σας λοιδορούν εκείνοι που αγοράζουν για τα παιδιά τους απλώς επειδή... μπορούν.
Υ.Γ. Παρεμπιπτόντως η Apple στη χώρα μας σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων στο πρώτο εξάμηνο του 2025.