
Όλοι βράζουμε μέσα μας. Αν δεν βράζουμε σημαίνει ότι κάποια μίζα έχουμε πάρει και απολαμβάνουμε ζωάρα, γιατί άλλη εξήγηση δεν υπάρχει. Και σίγουρα μαζί μας βράζουν η Κα Κωνσταντοπούλου και η Κα Μουτίδου γι’ αυτό και ο κόσμος έχει αρχίσει να ταυτίζεται με τη στάση τους απέναντι σε κυβερνητικά πρόσωπα και καταστάσεις.
Εδώ που τα λέμε, χρειάζεται μεγάλη αντοχή για να μη μαζέψεις τα λόγια σου όταν όλοι περιμένουν να το κάνεις. Κάτι αλλάζει λοιπόν και δεν είναι δύσκολο να το δει κανείς. Όταν η ένταση ανεβαίνει στη Βουλή, στα τηλεοπτικά πάνελ ή στον δημόσιο λόγο γενικά, συχνά η φωνή που δεν χαμηλώνει είναι γυναικεία.
Η κοινωνία -και ιδίως όταν ασφυκτιά- ερωτεύεται το θάρρος.
Η περίπτωση της Ζωής: «μη χαλάμε την ατμόσφαιρα»… ή μήπως όχι;
Στις εξεταστικές επιτροπές των τελευταίων εβδομάδων, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αναμφίβολα δεν έπαιξε τον ρόλο της «ψύχραιμης θεσμικής παρουσίας». Και αυτό ακριβώς εξόργισε αλλά και κινητοποίησε. Οι ερωτήσεις της δεν ήταν ευγενικές και δεν άφηναν χώρο για υπεκφυγές, ούτε άφηναν κάτι να πέσει κάτω, ρίχνοντας το φταίξιμο σε μια κακή στιγμή.
Το αποτέλεσμα; Το κανάλι της Βουλής χτύπησε τρελά νούμερα και τα βίντεο που κυκλοφόρησαν στα σόσιαλ, έκαναν εκατοντάδες χιλιάδες προβολές, όχι επειδή ο κόσμος ξαφνικά ανακάλυψε τη νομική διαδικασία, αλλά επειδή αναγνώρισε κάτι πολύ πιο απλό: κάποιος μιλάει όπως θα μιλούσε ο ίδιος, αν είχε μικρόφωνο και ασυλία.
Φυσικά δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα πουν ότι «μόνο καταγγέλλει», ότι «δεν προτείνει», ότι «υπερβάλλει». Όλα αυτά έχουν βάση και δεν είναι άχρηστη συζήτηση. Αλλά αυτή τη στιγμή το βασικό είναι άλλο. Το κοινό δεν αναζητά πολιτικά papers, αναζητά δικαίωση συναισθήματος και η Ζωή, είτε αρέσει είτε όχι, δεν κάνει πίσω για να κρατήσει ισορροπίες.
Κάπου εκεί εμφανίζεται και το λεπτό σημείο: όταν ο θυμός γίνεται το κύριο καύσιμο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαθεί η ακρίβεια και να μπερδευτεί η αλήθεια με την ένταση. Αλλά αυτή η κουβέντα δεν ακυρώνει το γιατί ο κόσμος λέει «ευτυχώς που τα λέει».
Από τη Βουλή στο πάνελ με τη Μουτίδου
Αν η πολιτική σκηνή είναι ένα πεδίο μάχης, τότε τα τηλεοπτικά πάνελ είναι η αρένα. Στα πάνελ λοιπόν, συνήθως, η αγένεια και οι φωνές βαφτίζονται «αυθεντικότητα» όταν προέρχονται από άντρα. Μέχρι που εμφανίζονται γυναίκες που δεν γελάνε αμήχανα, δεν αλλάζουν θέμα και δεν παίζουν τον ρόλο της «ψύχραιμης». Μία τέτοια περίπτωση είναι και η Σοφία Μουτίδου.
Η σύγκρουσή της με τον Αχιλλέα Μπέο δεν έγινε viral επειδή είχε φωνές αλλά επειδή δεν είχε φόβο. Καθόλου φόβο. Και του μίλησε όπως μιλάει χρόνια εκείνος στους άλλους, χωρίς να χαμηλώσει τόνο, χωρίς να ζητήσει συγγνώμη, χωρίς να παίξει το παιχνίδι του «μην το τραβήξουμε». Και φυσικά, κάπου εκεί, όλοι εμείς που βλέπουμε εδώ και δεκαετίες τέτοιους χαρακτήρες να περνάνε αλώβητοι, νιώσαμε μια μικρή, σχεδόν παιδική ικανοποίηση.
Γιατί τώρα και όχι πριν;
Δεν είναι τυχαίο το timing, ζούμε σε μια περίοδο όπου γιατρός, αγρότης, υπάλληλος, freelancer, συνταξιούχος, όλοι νιώθουν περίπου το ίδιο πράγμα: αδικημένοι και αόρατοι. Οι μισοί δουλεύουν περισσότερο για λιγότερα. Οι άλλοι μισοί βλέπουν θεσμούς να λειτουργούν σαν ιδιωτικά κλαμπ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, όποιος μιλάει καθαρά -και κυρίως όποιος δεν κάνει πίσω όταν τον πιέζουν- γίνεται σημείο ταύτισης. Δεν χρειάζεται να συμφωνείς σε όλα, το θέμα είναι (εδώ που έχουμε φτάσει) να σε καλύπτει ένα «τουλάχιστον δεν μας περνάει για χαζούς».
Σε τέτοιες συνθήκες, οι γυναίκες έχουν μάθει ότι αν δεν επιμείνουν, θα τις προσπεράσουν, ότι αν δεν υψώσουν φωνή, θα χαρακτηριστούν «γατάκια», ενώ αν υψώσουν, «υστερικές» «κατίνες» και «γραφικές». Οπότε πρέπει να κάνουν; Να αγνοήσουν κάθε στερεότυπο και κάθε σεξισμό και να συνεχίσουν να τα λένε χωρίς φόβο.
Υπάρχει βέβαια και κάτι σχεδόν ειρωνικό σε όλο αυτό. Για χρόνια, οι γυναίκες έπρεπε να μιλάνε «όμορφα», «ήρεμα», «να μη χαλάσουν το κλίμα». Σήμερα που το κλίμα έχει ήδη χαλάσει, κατηγορούνται ότι… το χαλάνε περισσότερο. Είναι λίγο σαν να κατηγορείς τον θερμοστάτη επειδή δείχνει τη θερμοκρασία.
Οι γυναίκες που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο δεν είναι αλάνθαστες, δεν είναι υπεράνω κριτικής και σίγουρα δεν πρέπει να μετατραπούν σε καρικατούρες θυμού. Αλλά αυτό που κάνουν -να μη μαζεύουν τα λόγια τους όταν όλοι τους το ζητούν- εξηγεί απόλυτα γιατί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας τις ακολουθεί. Δεν είναι επειδή φωνάζουν αλλά επειδή δεν κάνουν πίσω και σε μια εποχή που το «κάνω πίσω» έχει γίνει κανονικότητα, αυτό από μόνο του είναι πολιτική πράξη.