«Επτά οι ήρωες μιας ταινίας, που μετράει το φιλμικό της χρόνο με μεγάλη ακρίβεια, επτά και τα χρόνια της χωρίς ουσιώδη δράση κοινής ύπαρξής τους σε έναν τόπο σαν την ένδοξη Σαλαμίνα της εφτάψυχης Ελλάδας. Που ποτέ δεν πεθαίνει. Ίσως γιατί προσαρμόστηκε στη συμπεριφορά της εφτάψυχης γάτας που τρώει, κατά προτίμηση, μονόψυχα σπουργίτια. Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους».
Τα παραπάνω αποτελούν ένα μικρό μεν, ενδεικτικό δε ως προς το ύφος και το νοηματικό φορτίο του ολοκληρωμένου κειμένου («Πέρα από τον κινηματογράφο. Α’ Τόμος», 1999, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), απόσμασμα των όσων έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο Έθνος το 1997 - λίγους μήνες αφότου οι «Απόντες», αποθεώθηκαν από κοινό και κριτικούς στο 37ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασαν τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Β ́ Ανδρικού Ρόλου (και για τους έξι πρωταγωνιστές) και Κοινού - και όταν ο Ραφαηλίδης έχει γράψει εκατοντάδες λέξεις για μία ταινία, για την οικονομία του λόγου ας πούμε ότι είναι σχετικά ασφαλές ως συμπέρασμα το ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να προστεθεί εν είδει κριτικής αποτίμησης.
Όταν όλα, λοιπόν, έχουν γραφτεί για ένα έργο τέχνης, αυτό που μάλλον έχει μεγαλύτερη αξία είναι να «τυπωθούν» όλα όσα οδήγησαν στη γέννησή του, όπως τα έζησαν οι συνδημιουργοί του, πίσω από τις κάμερες, όπως λέγεται, στην προκειμένη δε, κυριολεκτικά.
Οι «Απόντες» ήταν η τρίτη -μετά τις επίσης βραβευμένες «Κλειστή Στροφή» και «Εποχή των Δολοφόνων»- μεγάλου μήκους δουλειά του Νίκου Γραμματικού (του πρώτου Έλληνα υπαρξιστή κινηματογραφιστή, σύμφωνα με τον Ραφαηλίδη), σε σενάριο του Νίκου Παναγιωτόπουλου (το πρώτο που ο μετέπειτα καταξιωμένος συγγραφέας έγραψε μαζί με τον σκηνοθέτη) και με πρωταγωνιστές μία «γροθιά» ταλαντούχων νέων και ως επί το πλείστον «άβγαλτων», κινηματογραφικά, ηθοποιών (Γιώργος Ευγενικός, Τάσος Νούσιας, Κώστας Σταρίδας, Αιμίλιος Χειλάκης, μαζί με τους ήδη βραβευμένους για τις ταινίες «Ο Κήπος του Θεού» και «Λευτέρης Δημακόπουλος» αντίστοιχα, μα σίγουρα ακόμη άγνωστους στο μεγάλο κοινό, Βαγγέλη Μουρίκη και Νίκο Γεωργάκη).
Για όλους αυτούς, όπως θα διαβάσετε στο μεγάλο ρεπορτάζ της Popaganda που ακολουθεί, η ταινία αποτέλεσε εν πολλοίς την πρώτη Πολύ Μεγάλη Στιγμή της καλλιτεχνικής τους ζωής, στην οποία επιστρέφουν επανειλλημμένα εδώ και δυόμιση δεκαετίες, αν μη τι άλλο γιατί συχνά πυκνά κάποιος θα τους σταματήσει στο δρόμο και θα τους μιλήσει για την επίδραση που είχε στη ζωή του η ιστορία αυτής της τόσο δεμένης παρέας φίλων από τη Σαλαμίνα που διαλύθηκε τόσο άδοξα στα εξ ων συνετέθη. Γιατί με τις αντροπαρέες, έτσι πάει.
Οι «Απόντες» αποτελούν κατεξοχήν περίπτωση διαχρονικής καλλιτεχνικής δημιουργίας που, αφού δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα, δεν θα σταματήσει ποτέ να βρίσκει συνεχώς καινούργιο κοινό, ακριβώς γιατί το πυρηνικό, θεματικό της ζήτημα υπήρχε πολύ πριν γυριστεί, συνέχισε να υπάρχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μετά το τελευταίο cut και θα συνεχίσει να υπάρχει ακόμη κι αν κάποτε δεν βρεθεί ο επόμενος ορκισμένος φαν που θα την ανεβάσει ολόκληρη στο youtube για πολλοστή φορά. Ίσως γιατί όσο ραγδαία κι αν αλλάζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε ένα κόσμο που συνεχίζει να γυρίζει όσο όλοι κυνηγάνε την ουρά τους, η μεγάλη αλήθεια της ταινίας, η μεγάλη αλήθεια της ζωής, ήταν, είναι και θα είναι ότι «οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες».
Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 23 κ 59 κ 50 δευτερόλεπτα…
Εν αρχή ην ο φόβος
Η κινητήρια δύναμη που οδήγησε στη γέννηση της ταινίας
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ο Λάβκραφτ έχει πει ότι το πιο δυνατό συναίσθημα του ανθρώπου είναι ο φόβος και κυρίως ο φόβος για το μεταφυσικό. Κάτι τέτοιο μου συνέβη. Φοβόμουν ότι θα αποτύχω και θα επιστρέψω στη Σαλαμίνα. Ήθελα να φύγω από εκεί με κάθε τρόπο από μικρό παιδί. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, πέρασα εύκολα στο Μαθηματικό, όμως γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν μου ταίριαζε. Υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου που μ’ έτρωγε. Ώσπου μια μέρα είπα στη μάνα μου ότι θα ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Σαν να της έλεγα «μάνα θα πάω στα καράβια». Έπρεπε όμως να της το πω, γιατί εκείνη με μύησε στον κινηματογράφο. Έφυγε πολύ μικρή από τη Μάνη, πρακτικά αναλφάβητη, της κόψανε το σχολείο για να έρθει στα Μανιάτικα του Πειραιά και να φροντίσει τα μεγαλύτερα αδέρφια της που ήταν ξυλουργοί. Η μοναδική της διασκέδαση ήταν να πηγαίνει με τις ξαδέρφες της να βλέπουν ταινίες. Έτσι έμαθε να διαβάζει. Με πήγε πρώτη φορά σινεμά όταν ήμουν 40 ημερών. Ίσως αυτό να με επηρέασε. Τελικά βρέθηκα στη σχολή του Σταυράκου.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Τότε, τέλη 80s, έκανα σειρές για την τηλεόραση. Η τελευταία ήταν με τον Παναγιώτη Παπαχατζή, που ήταν ο παραγωγός του Γραμματικού στις προηγούμενές του ταινίες. Είχαν κάνει μαζί την «Κλειστή Στροφή» και την «Εποχή των Δολοφόνων».
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Οι «Απόντες» δεν θα μπορούσαν να γυριστούν χωρίς τη βοήθεια του Παναγιώτη Παπαχατζή. Εκτός του ότι μας γνώρισε με τον Παναγιωτόπουλο, ο άνθρωπος έπαιξε το κεφάλι του για να γυριστεί η ταινία. Κατά τα άλλα, θεωρώ συνεπή ταινία την πρώτη μου, την «Κλειστή Στροφή». Με πρωταγωνιστές τους Χατζησάββα και Νινιό, με μοντάζ του Μαυροψαρίδη, με φωτογραφία του Γκίκα, με σκηνικά-κοστούμια της Ζωιοπούλου, έχει κάτι που αγαπάω ακόμη, παρόλο που έχω να τη δω πολύ καιρό. Από την άλλη, θεωρώ την «Εποχή των Δολοφόνων» μια ταινία τραγελαφική με την έννοια της εικόνας. Σαν να βλέπεις ένα ελεφαντοδέλφινο, πώς να το πω; Σαν να βλέπεις ένα τέρας. Είχε βαλμένα πολλά πράγματα, ήθελε να πει πολλά και δεν κατάφερε να πει τίποτα κατά τη γνώμη μου. Αυτό μου στοίχισε. Ένιωθα ότι ο κινηματογράφος μου έφευγε από τα χέρια. Το ’93 εννοώ.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Μέχρι τότε είχε εκδοθεί μόνο ένα διηγηματάκι μου σε ένα διαγωνισμό που είχε κάνει το περιοδικό Ρεύμα. Ήταν η εποχή που είχα ξεκινήσει να γράφω τα διηγήματά μου, αλλά ήμουν πολύ διστακτικός.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Επειδή έβλεπα πολλές ταινίες, ένιωθα ότι έκανα ταινίες που παράγονταν από άλλες ταινίες. Πέρασα μια εποχή…κατάθλιψης να το πω; Σχετικά με το τι ήθελα να κάνω από εκεί και πέρα, από την «Εποχή των Δολοφόνων» και μετά.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Συναντηθήκαμε τυχαία στο γραφείο του Παπαχατζή. Γνωριζόμασταν, όμως, από τη δημοσιογραφία. Του είχα πάρει συνέντευξη όταν είχε πάρει το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στη Θεσσαλονίκη (1991) με την «Κλειστή Στροφή». Τι κάνεις κλπ, μου λέει. Τα παράτησα, του λέω, και γράφω σενάρια. Δώσε μου κανένα να διαβάσω, μου λέει. Του έδωσα ένα από μία χαζοσειρά που ετοίμαζα. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Δεν μου αρέσει το συγκεκριμένο, μου λέει, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις. Είχε μόλις αποφασίσει να δουλέψει για πρώτη φορά με σεναριογράφο. Μου λέει: Θες να δουλέψουμε μαζί; Αλλά δεν υπάρχει φράγκο. Κανένα πρόβλημα, του λέω.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Στο σπίτι που ήμουν κλεισμένος είχα δει το «Καφές και Τσιγάρα» του Τζάρμους, που βασικά ήταν μερικές μικρού μήκους ταινίες. Τότε έγραφα κι εγώ κάτι μικρού μήκους, με πράγματα που μου συνέβαιναν όντως όταν κατέβαινα στο νησί. Τις οποίες ιστορίες είχα ονομάσει «Ούζο με χταπόδι».
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Μου λέει : «έχεις δει το “Καφές και Τσιγάρα” του Τζάρμους; Δύο άντρες να κάθονται σε ένα τραπέζι και συζητάνε. Αλλά εμείς θα το πούμε “Ούζο με χταπόδι”. Θα κάθονται σε ένα ουζερί στη Σαλαμίνα κάποιοι φίλοι που έχουν απομακρυνθεί. Μερικές τέτοιες ιστορίες που μαζί να διαρκούν όσο μια μεγάλου μήκους ταινία».
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Και μόνο το ότι οι «Απόντες» διαδραματίζονται στο νησί όπου γεννήθηκα, σημαίνει ότι υπάρχει μια επιρροή από την πραγματικότητα. Υπάρχουν αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα. Αλλά από εκεί και πέρα είναι μυθοπλασία.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Είναι βιωματική ταινία και για τον Νίκο και για μένα. Παίζει η εξής πλάκα: έχουμε γεννηθεί την ίδια χρονιά, με δυο μήνες διαφορά. Οι αναφορές, μουσικές, διαβάσματα κλπ είναι τελείως κοινές. Μετά από τόσα χρόνια είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τίνος είναι η κάθε ιστοριούλα…
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Αυτές τις λίγες ιστορίες που είχα στο μυαλό μου κουβέντιασα με τον Παναγιωτόπουλο και μου είπε: «γιατί δεν το κάνουμε ένα σενάριο μεγάλου μήκους;»
Οι «Απόντες» στο χαρτί
Πώς ο Νίκος Γραμματικός και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έγραψαν το σενάριο, έχοντας κατά νου τον μαγικό αριθμό 7: Όσα και τα χρόνια που διανύει η υπόθεση της ταινίας, όσοι και οι κεντρικοί ήρωες - συμπεριλαμβανομένου κάποιου που είναι εξαρχής απών.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Μας πήρε ένα χρόνο να γίνουμε φίλοι με τον Γραμματικό και να αποφασίσουμε τι θα είναι αυτή η ταινία. Και ένα χρόνο ακόμη για το σενάριο. Τον πρώτο χρόνο κουβεντιάζαμε την ιστορία και τι σημαίνει όλο αυτό το «έχω την επικοινωνία και τη χάνω» που ήθελε να κάνει ο Νίκος.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Υπήρξε στην πραγματικότητα ένας κύκλος ανθρώπων που χάθηκαν στην πορεία της ζωής. Αυτά τα μικρά που είχα ονομάσει «Ούζο με χταπόδι» είχαν να κάνουν με αυτή την απώλεια.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Από τα δύο χρόνια της ετοιμασίας του σεναρίου, τουλάχιστον το ένα ήταν περισσότερο κουβέντα πάνω στην ιστορία και τα πρόσωπα. Ποιοί θα είναι αυτοί, πόσοι θα είναι, τι κάνει ο καθένας…
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Πια δεν ξέρω ποιος είχε τη μία ιδέα και ποιος την άλλη.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Υπήρχε μια μαγική στιγμή σε αυτό το σενάριο. Ενώ ξέραμε ιστορίες και πρόσωπα, δεν ξέραμε πού αρχίζει και πού τελειώνει. Δεν υπήρχε «δοχείο», πώς να το πω…
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Νομίζω ήταν ιδέα του Νίκου να ξεκινάει η ταινία από μία νίκη και να καταλήγει σε μία ήττα.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ήμασταν μια μέρα στο σπίτι του Νίκου στα Εξάρχεια. Κάπως η κουβέντα πήγε στο ποδόσφαιρο. Θυμάμαι ότι πετάχτηκα πάνω και του είπα: «ξέρω πώς αρχίζει! Αρχίζει το ’87 με το Ευρωμπάσκετ που η ομάδα νικάει και τελειώνει το ’94 με το Μουντιάλ που η ομάδα χάνει». Κλείσαμε αμέσως τα χαρτιά μας και πήγαμε να πιούμε. Ξέραμε πια. Ήταν σωστό. Ήταν κάτι που είχαμε ζήσει. Ήταν ορόσημα αυτές οι δύο ημερομηνίες για τη γενιά μας. Πανηγυρίζαμε με τον Γραμματικό. Γιατί ήταν και ο «μαγικός αριθμός 7», έδενε ωραία με την ιδέα να υπάρχουν 7 ήρωες. Από το «Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι» και από τους «Επτά Σαμουράι». Ο έβδομος ήρωας αναφέρεται στην αρχή της ταινίας. Είναι αυτός που λείπει, έχει πάει στο Άγιο Όρος, έχει χαθεί. Οπότε και η έννοια της απουσίας είναι υπαρκτή εξαρχής.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Αν δεν υπήρχε ο Νίκος, οι «Απόντες» δεν θα ήταν έτσι. Θα ήταν μια συρραφή μικρού μήκους, μια σπονδυλωτή ταινία. Ο Νίκος πήρε την αρχική ιδέα κι έκανε κάτι άλλο.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Έπαιξε ρόλο και το τι θέλαμε από τον καθέναν από τους ήρωες. Θέλαμε έναν που να μην έχει φύγει από το νησί. Θέλαμε έναν ως λίγο πιο κεντρικό πρόσωπο που να κυνηγάει ένα ρεαλιστικό, θετικό όνειρο, να σπουδάσει.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ο «Νίκος» που υποδύεται ο Κώστας Σταρίδας είναι βασισμένος σε μένα. Κάποτε ήθελα να κάνω θεωρητική φυσική. Είχα ανθρώπους στην Αμερική που με περίμεναν να τελειώσω το Μαθηματικό και να πάω εκεί. Αλλά δεν πήγα ποτέ. Πήγαμε όμως τον ήρωα εκεί.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Θέλαμε και τον κομπιουτερά, που εκείνη την εποχή ήταν σαν εξωτικό πουλί. Θέλαμε τον μεταφραστή, που έχει να κάνει με την επικοινωνία αλλά έχει πλάκα, ας πούμε, το ότι είναι αυτός με τον οποίο επικοινωνούν λιγότερο οι υπόλοιποι. Θέλαμε τον ναυτικό. Θέλαμε τον δημοσιογράφο. Κάπως δηλαδή ο αριθμός φτιάχτηκε μόνος του.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Υπάρχουν βιώματα και του Νίκου μέσα στους ήρωες.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Νιώθαμε λίγο πιο κοντά στον αδικημένο της ιστορίας, τον ήρωα του Νίκου Γεωργάκη, το παιδί που μένει πίσω και πάει χαμένο ενώ βλέπεις ότι είναι ο πιο «αγνός», διόλου αρπακτικό, διόλου κυνικός, ταυτοχρόνως και χαμένος. Αλλά όταν γράφεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κάπου τους δικαιολογείς μέσα σου. Και τον ναυτικό που παρατάει τα ταξίδια για χάρη μιας γυναίκας. Και τον φουκαρά κομπιουτερά που παντρεύεται για να κάνει οικογένεια. Και τον κυνικό δημοσιογράφο, που, αν θες, είχα υπάρξει κι εγώ κάπως έτσι, ίσως όμως όχι τόσο κυνικός, γι’ αυτό δεν συνέχισα να είμαι δημοσιογράφος. Ήταν όμως ένα κομμάτι που είχα ζήσει, το πώς κάποιος μπορεί εύκολα να γοητευτεί από όλο αυτό το πράγμα και ν’ αρχίσει να κυνηγάει πρωτοσέλιδα.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Είναι μία ταινία 120 λεπτών που διανύει 7 χρόνια διαλέγοντας τις στιγμές που αυτή η παρέα είναι μαζί.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Άμα βάλεις ημερομηνίες σε μια ταινία είναι αδύνατο να αποφύγεις το πολιτικό σχόλιο. Όταν γίνεται κοσμογονία τριγύρω, δεν γίνεται να την αγνοήσει ακόμη και ο πιο απολιτίκ. Από την πτώση του Τείχους μέχρι τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούσαμε να τα αγνοήσαμε. Αυτό ήταν και το εύρημα με τον δημοσιογράφο. Τον θέλαμε για να έρχεται και να μιλάει γι’ αυτά. Γιατί κατά τα άλλα είναι μια παρέα που μπορεί και να μην συζητήσει ότι έπεσε το Τείχος, γιατί έχουν να συζητήσουν για τη Μαρίκα που συνάντησαν ξανά στη ντίσκο. Αλλά έρχεται αυτός και διαρκώς φέρνει μαζί του την επικαιρότητα.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Μαζί γράφαμε με τον Νίκο, δίπλα δίπλα, έλεγε ο ένας, έλεγε ο άλλος…αλλά σε εκείνον οφείλεται ότι όλο αυτό το πράγμα απέκτησε μια δομή.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ήταν η πρώτη φορά που δούλευα με κάποιον άλλο. Το ίδιο και του Νίκου. Καταλήξαμε κολλητοί. Το τι φάγαμε σε αλκοόλ και σε καφέδες… Μόνο έτσι γνωρίζεις τον άλλο, μπαίνεις στον κόσμο του σιγά σιγά. Όταν τελικά ήρθε η ώρα να μπει όλο αυτό στο χαρτί, καθίσαμε μαζί και το γράφαμε σε ένα αρχαίο λαπ τοπ που είχα τότε. Μάλιστα, ο Πάνος Παπαχατζής (σ.σ. παραγωγός της ταινίας) είχε ένα εξοχικό στην Ερέτρια, ένα λυώμενο αυθαιρετάκι. Μας έδωσε τα κλειδιά, πήγαμε για ένα μήνα και γράψαμε το πρώτο χέρι.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Το ότι δουλέουμε ακόμη μαζί με τον Παναγιωτόπουλο, μάλλον κάτι λέει.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Λέει κάτι ωραίο ο Βαν Γκογκ σε ένα γράμμα προς τον αδερφό του: αν εγώ επικεντρωθώ στην ουσία, οι λεπτομέρειες θα τακτοποιηθούν μόνες τους. Είναι πολύ σωστό αυτό. Όταν έχεις στόχο, δε θα χαθείς.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Με τον Νίκο γνωριστήκαμε το ’94, έχουν περάσει 25 χρόνια, ένα τέταρτο του αιώνα. Είναι ένας πολύ δικός μου άνθρωπος, έχουμε γράψει μαζί τόσα πράγματα, του οφείλω πάρα πολλά.
Και οι έξι ήταν υπέροχοι…
Πώς ο Νίκος Γραμματικός κατέληξε στους πρωταγωνιστές της ταινίας
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ο Νίκος αποφάσισε κάποια στιγμή ότι ήθελε να κάνει κάστιγνκ. Λέει θέλω να δω όσους υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Πόσοι υπάρχουν; Τρεις χιλιάδες; Τόσους θα δω. Είδε τελικά 1200 αγόρια νομίζω. Ό,τι κυκλοφορούσε από 17-18 μέχρι 25.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Το κάστινγκ κράτησε περίπου δύο χρόνια, παράλληλα με το σενάριο, παράλληλα με το ψάξιμο για τους χώρους. Είδα περίπου 700 ηθοποιούς για να διαλέξω.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ήμουν 30 κάτι όταν γυρίστηκε η ταινία. Στην Αυστραλία -εκεί ζούσα πριν έρθω στην Ελλάδα- είχα κάνει πολλά πειραματικά πράγματα, αλλά και μία μεγάλη, κανονική ταινία παραγωγής Village Αυστραλίας. Εδώ, πριν τους «Απόντες» είχα κάνει τον «Κήπο του Θεού» και μερικές μικρού μήκους. Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, μου είπε ότι ο Γραμματικός κάνει οντισιόν, γιατί δεν πας να δοκιμάσεις και τέτοια. Και πήγα.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έμαθα για την ταινία. Είχα μόλις κλείσει τα 25. Άκουσα ότι είχε ξεκινήσει να κάνει οντισιόν ο Νίκος Γραμματικός, τον οποίο ήξερα ως κινηματογραφιστή.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Γνώριζα τον Χειλάκη, υποκριτικά μεγαλώσαμε μαζί, ήμασταν συμμαθητές στο θέατρο Τέχνης. Μάλιστα επειδή μας αξιοποιούσαν από την αρχή, από τα 18 έπαιζα ήδη σε παραστάσεις στην Επίδαυρο, στο υπόγειο του Κουν. Οι «Απόντες» ήταν η πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους, μέχρι τότε είχα κάνει δύο μικρού μήκους. Γνώριζα επίσης τον Νίκο Γεωργάκη. Τους άλλους τους συνάντησα για πρώτη φορά εκεί.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Εκείνη την εποχή σινεμά είχε κάνει μόνο ο Νίκος Γεωργάκης κι εγώ. Ο Νίκος είχε πάρει κιόλας το βραβείο για τον «Λευτέρη Δημακόπουλο», εγώ για τον «Κήπο του Θεού»…
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Με τον Ευγενικό ήμασταν συμμαθητές στο Θέατρο Τέχνης, γνωριζόμασταν από το 1988. Ήξερα επίσης τον Νίκο Γεωργάκη, ήταν νεότερός μας στο Τέχνης. Και τον Τάσο (Νούσια) ήξερα επίσης μέσα από παρέες εκτός δουλειάς, τα γνωστά μπαρ και τα ξενύχτια…
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Ήμουν 22 στα 23. Είχα μόλις κατέβει από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχα τελειώσει το Κρατικό Βορείου Ελλάδος μαζί με τον Σταρίδα τον συχωρεμένο. Συγκατοικούσαμε πάνω. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ είχα πετύχει τον Γραμματικό στον Μύλο, και του είχα πει ότι κάποια στιγμή θα πάω να τον βρω. Ήταν τις μέρες του Φεστιβάλ, που ο Νίκος είχε κερδίσει το Βραβείο Σκηνοθεσίας με την «Κλειστή Στροφή», το 91-92.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Ήταν η εποχή που θέλαμε πολύ να κάνουμε σινεμά όλοι. Έτσι, όταν έμαθα για την οντισιόν του Γραμματικού, απλά πήγα.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Αν θυμάμαι καλά, από τον Σταρίδα έμαθα για την ταινία. Ήταν κλεισμένο το καστ, κάποιος άλλος ήταν να παίξει το ρόλο μου. Είχα αφήσει όμως εγώ ένα βιογραφικό στον Παπαχατζή. Ήταν η εποχή που ως πιτσιρικάδες χτυπάγαμε διαρκώς πόρτες.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Τα παιδιά δεν τα ήξερα, εκτός από τον Γεωργάκη, που τον είχα δει στον «Λευτέρη Δημακόπουλο», μία από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Παρ’ όλ’ αυτά ακόμη κι εκείνος ήρθε για κάστινγκ. Όπως και ο Μουρίκης. Όπως όλοι. Όπως και ο συγχωρεμένος ο Σταρίδας. Ας αφιερώσουμε σε αυτόν το ρεπορτάζ σου.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Ο Σταρίδας μου είπε να πάω στην πρόβα. Ουσιαστικά πήγα να τον πάρω για καφέ αλλά μάλλον κάπως του φλάσαρα του Νίκου και είπε ότι ήθελε να βρεθούμε. Βρεθήκαμε στα Εξάρχεια, κάτσαμε δυο ώρες, βγάλαμε πολύ ωραίο φίλινγκ και τελικά κόλλησε η φάση.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο Γραμματικός και ο Παναγιωτόπουλος είχαν στήσει από τις πιο ωραίες οντισιόν που έχω πάει ποτέ. Είχαν γράψει περίπου μια σελίδα μονόλογο για τον κάθε ήρωα.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Όταν ο Νίκος κατέβασε τους υποψήφιους γύρω στους 80-100 μου είπε: «Θέλω να τους κάνω βίντεο, να τους δώσω κάτι να λένε αλλά όχι από το σενάριο. Μπορούμε να γράψουμε κάτι για τον καθένα;» Έγραψα ένα μονόλογο για κάθε έναν από τους χαρακτήρες. Ένα δισέλιδο όπου ο καθένας μιλάει για την πάρτη του. Το έκανα και μετά του είπα: «κοίτα, τα έγραψα, διάβασέ τα, αλλά εγώ πιστεύω ότι πρέπει να ξαναγράψουμε το σενάριο». Και όντως το ξαναγράψαμε γιατί ήταν σαν να γνωρίσαμε τα πρόσωπα περισσότερο.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Νομίζω ότι την ημέρα που πήγα για το κάστινγκ ήταν κι ο Μουρίκης. Δοκίμασα ένα-δύο ρόλους. Υπήρχε ένα κείμενο που έπρεπε να διαβάσουμε. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική φράση του κειμένου μου: «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς γίνεται αυτές που θέλω να μη με θέλουν κι αυτές που δεν θέλω να με θέλουν». Που τελικά το λέει ο Νούσιας στην ταινία.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Εγώ που έκανα οντισιόν για τον ναυτικό, που γύριζε εδώ κι εκεί, είχα μια σελίδα που είχε να κάνει με όταν βρέθηκε πια πίσω στη Σαλαμίνα κι έλεγε την ιστορία για το πώς συνάντησε ένα φίλο του σε ένα από τα ταξίδια που είχε πάει στην Ιαπωνία να ξεφορτώσουν. Και κατεβαίνω, λέει, ένα βράδυ και μπαίνω στο τάδε μπαρ, και ποιον συναντάω ρε μάγκες; Τον Θεοδόση! Τον Θεοδόση ρε μάγκες που ήταν ο έτσι, ο αλλιώς και πλακωνόμαστε στα ποτά…
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Οι οντισιόν γίνονταν το καλοκαίρι του ’95. Εμένα μου έδωσε κατευθείαν τον χαρακτήρα του Αντώνη που έκανα τελικά. Αντώνη δεν τον λέγανε ρε συ;
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο καθένας έλεγε κάτι που ακούμπαγε πολύ στον ήρωά του και ταυτόχρονα έδειχνε την τάση και την αντίληψή σου για ένα τέτοιο σενάριο, που ήταν μεταξύ του ρεαλισμού και του χτίζω κάτι.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ακόμη και ο Χατζησάββας πέρασε από οντισιόν. Με τον οποίο με συνδέει μια κοινή πορεία, από την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία («Μακρώθεν») το ’86, έχει παίξει σε όλες μου τις ταινίες μέχρι τη «Μήδεια», είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου. Επιμένω: ας αφιερώσουμε το ρεπορτάζ σε αυτούς τους δύο απόντες, τον Μηνά και τον Κώστα, με τον οποίο επίσης είχαμε γίνει πολύ φίλοι. Τι ειρωνία… ενώ μέσα στην ταινία ο ίδιος θρήνησε το θάνατο του φίλου του, εμείς θρηνήσαμε τον δικό του θάνατο, στην πραγματικότητα.
Μια φορά κι έναν καιρό στη Σαλαμίνα
Οι πρόβες, τα γυρίσματα, τα ευτράπελα και οι σχέσεις ζωής που σφυρηλατήθηκαν πίσω από τις κάμερες.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Παρόλο που είμαι από τη Σαλαμίνα και ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά το νησί, έκανα κανονικά ρεπεράζ. Αφού έκλεισα τους ηθοποιούς, αρχίσαμε τις πρόβες σε φυσικούς χώρους. Κάθε Δευτέρα φεύγαμε από το άγαλμα της Αθηνάς στο Πεδίο του Άρεως και πηγαίναμε εκεί.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Οι πρόβες ήταν για μένα αποκαλυπτική εμπειρία. Όταν τα βρήκε αυτά τα παιδιά ο Νίκος, αρχίσαμε τις βόλτες στη Σαλαμίνα, σε εκείνο το καφενείο που είχε επιλεγεί αρχικά για να γυριστεί η ταινία, αν και τελικά γυρίστηκε σε άλλο. Πήγαιναν, κάθονταν, πίνανε ούζα και λέγανε μαλακίες. Την πρώτη φορά που κατέβηκα μαζί τους, τρόμαξα λίγο γιατί λέγανε τα πάντα, αλλά απολύτως τίποτα σχετικό με την ταινία. Γυρίζοντας πίσω, ήμουν στο αμάξι του Νίκου και του λέω «μα τι κάνεις;». Και μου απαντάει: «ρε συ, πρέπει να τους κάνω φίλους».
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Χειμώνα αρχίσαμε τις πρόβες στην Κυψέλη, ώσπου άνοιξε ο καιρός και αρχίσαμε να πηγαίνουμε στον τόπο του Νίκου, γιατί είναι πολύ βιωματικό το στόρι. Προβάραμε εκεί σε επίπεδο καφενείου, καθόμασταν γύρω από το τραπέζι και λέγαμε διάφορα.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Υποτίθεται ότι οι ήρωες της ταινίας είναι από το νησί. Άρα οι ηθοποιοί έπρεπε να εξοικειωθούν και με το νησί και μεταξύ τους.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Οι πρόβες κράτησαν έξι μήνες και κάθε Δευτέρα on location. Όταν πήγαμε να κάνουμε κανονικό γύρισμα τον Ιούνιο του ’96, είχαμε κάνει ήδη τόσες πρόβες το προηγούμενο εξάμηνο στον ίδιο χώρο, που ο Κωστής ο Γκίκας, ο διευθυντής φωτογραφίας, απόρησε. «Συγνώμη, πρόβα δεν θα κάνουμε;», έλεγε.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο Νίκος επέμενε να πηγαίνουμε στη Σαλαμίνα για να δέσει ο πολιτισμός της ομάδας, να καταλάβουμε ότι έχουμε μια κοινή προέλευση, ένα νησί. Πολύ εύστοχα το έκανε αυτό, ώστε έξι άτομα που έχουν διαφορετική καταγωγή, να πάνε σε ένα μέρος, να δουν πέντε εικόνες όλοι μαζί και τουλάχιστον αυτές τις πέντε εικόνες να τις έχουν από κοινού. Αυτό το σκαφάκι να το έχουμε και οι έξι. Αυτό το καφενείο να το έχουμε και οι έξι. Δεν είναι ούτε για να δέσει ούτε για να λύσει η ομάδα. Είναι για να αποκτήσουμε κοινή προέλευση. Το πήγε πιο βαθιά ο Νίκος, χωρίς όμως ποτέ να το αναφέρει, να το αναλύσει. Στο πώς ένας ηθοποιός μπορεί να βοηθηθεί για να πάει προς το ρόλο, είναι από τους μεγάλους αρχηγούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στους «Απόντες», έξι διαφορετικά άτομα, με τον καλύτερο τρόπο ο καθένας από την πλευρά του και με το προσωπικό του ταλέντο, ακούμπησαν τους ρόλους που απαρτίζουν μια ταινία κλασική πια. Μια ταινία που κρατάει και σήμερα.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Οι πρόβες δεν έγιναν μόνο και μόνο για το bonding της παρέας. Πιστεύαμε όλοι στις πρόβες. Φαντάσου ότι εγώ είχα και την εμπειρία των επτάμιση μηνών με πρόβες για τον «Μισάνθρωπο» του Λευτέρη Βογιατζή. Ακόμη πιστεύω πολύ στην προετοιμασία του καλλιτεχνικού προϊόντος. Πώς να το πω, αν ήμουν ζωγράφος, θα έκανα σίγουρα πολλά προσχέδια.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Είχαμε τον καμβά του Παναγιωτόπουλου. Κάποιες σκηνές μοιραία, με τη μεταξύ μας τριβή, άλλαζαν. Ήταν ζωντανή διαδικασία. Το σενάριο ζυμωνόταν με τον καιρό. Οι διάλογοι πάντα αλλάζουν στην πορεία. Εκτός κι αν έχεις κάποιο κλασικό κείμενο.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Μετά από την πρώτη επίσκεψη, πέρασαν δυο μήνες και ξαναπήγα στις πρόβες. Πάλι δεν έλεγαν το σενάριο, αλλά έλεγαν σχετικά πράγματα. Έμοιαζε να πηγαίνει σωστά το πράγμα. Όταν τελικά έφτασαν τα πρώτα γυρίσματα, όπου πήγα για το γούρι, είδα μπροστά μου ζωντανό το σενάριο. Ήταν μαγικό το πώς είχε γίνει. Τους ήταν πια πολύ φυσικό. Είχαν κολλήσει, έκαναν παρέα.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Οι πρόβες στη Σαλαμίνα μας έκαναν φίλους, ήρθαμε κοντά, κάναμε δικό μας το κείμενο. Ταιριάξε ο καθένας με το προσωπικό του στιλ τις φράσεις του σεναρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σε κάποια σημεία το σενάριο να αλλάξει. Για παράδειγμα θυμάμαι μια φράση που δεν ήταν στο σενάριο. Είναι η στιγμή που είμαστε πάνω στο πιο ψηλό σημείο της Σαλαμίνας, στην Κούλουρη. Ετοιμάζω τη μηχανή και τους λέω να στηθούν για να τραβήξουμε φωτογραφία. Αφού είναι όλα έτοιμα και το ‘χω βάλει στο αυτόματο, πάω μαζί τους και τους λέω: «έλα, για χαμογελάστε στην ιστορία». Αυτή ήταν μια ατάκα που βγήκε αυθόρμητα εκείνη την ώρα. Τελικά αποδείχτηκε καθοριστική για τη σκηνή.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο Γραμματικός είχε επιστήσει την προσοχή όλων στο εξής: δεν είναι ότι τώρα κάνουμε πρόβες και μετά πάμε να τραβήξουμε το προβαρισμένο. Τώρα κάνουμε πρόβες και όταν θα γυρίζουμε, πάλι πρόβες θα κάνουμε, απλά θα τραβήξουμε μία από τις πρόβες. Αυτό ξεμπλόκαρε τις μεταξύ μας σχέσεις. Ό,τι υπήρχε απ’ έξω, το φέρναμε μέσα. Γίνονταν και αυτοσχεδιασμοί.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους του Νίκου να πάρει τα παιδιά, να τα κάνει φίλους πρώτα και μετά να τα βάλει μέσα στο σενάριο. Λειτούργησε.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Ο καθένας είχε βρει το χαρακτήρα του. Ήμασταν συνέχεια κουρδισμένοι.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο Νίκος κράταγε τα σημεία που κατά την άποψή του εξυπηρετούσαν τη ροή και το στόχο, να πηγαίνει το όλο πράγμα προς μια κατεύθυνση. Σε οριζόντια γραμμή αυτοσχεδιάζαμε πολύ. Ο καθένας δοκίμαζε ό,τι ήθελε. Σε κάθετη γραμμή ο Νίκος φιλτράριζε και κρατούσε αυτά που βοηθούσαν την εξέλιξη του σεναρίου και της ιστορίας. Θυμάμαι ένα απόγευμα στη σκηνή που έκαναν ο Γεωργάκης με τον Σταρίδα, εκεί που είναι στο καρνάγιο και πετάνε τα βότσαλα, πήγα και ευχαριστιόμουν βλέποντας τα παιδιά να παίζουν. Γιατί αυτό που έπαιζαν ήταν και η δικιά τους αλήθεια. Ήταν η αλήθεια των ηθοποιών ως άνθρωποι. Ο καθένας έφερνε ένα κομμάτι από τον τόπο του. Ο Νούσιας έφερε ένα κομμάτι από τα Γιάννενα, εγώ από τα ταξίδια ανά τον κόσμο, κ.ο.κ. Ο καθένας είχε στη μούρη του αυτό που ήταν.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ήταν πολλές οι πρόβες και πολλοί οι αυτοσχεδιασμοί. Θυμάσαι, για παράδειγμα κάτι χταπόδια που χτύπαγαν σε ένα πλυντήριο; Αυτοσχεδιασμός ήταν.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Θυμάμαι τη σκηνή με το χταπόδι στο πλυντήριο, ήταν κι ο Αντώνης Αντωνίου που έπαιζε τον πατέρα του Σταρίδα, δηλαδή του Γραμματικού. Γιατί ο Σταρίδας ήταν ουσιαστικά ο Γραμματικός. Η περούκα του ήταν σαν το μαλλί του Γραμματικού εκείνη την εποχή. Ήμασταν λοιπόν στο τραπέζι, μιλάγαμε για Ολυμπιακό, Ντέταρι, Κοσκωτά κι όλα αυτά. Είχαμε κάτι γαρίδες και τρώγαμε και για να μη χαλάσει το ρακόρ, ήθελαν να τις πετάξουν, αλλά εγώ τις είχα μετρημένες για να γίνει η σκηνή. Δεν προλαβαίνουμε τελικά τη σκηνή και τις καβατζώνω. Τη σκηνή την ξανακάναμε μετά από τρεις μέρες. Οι γαρίδες στο μεταξύ είναι έξω σε καύσωνα 40 βαθμών και γυρνάω και τις τρώω και μένουν παγωτό όλοι, περιμένουν πότε θα πάω στο νοσοκομείο.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Αν και ο Νίκος ήταν μικρός τότε, 31-32, ήταν δάσκαλος για εμάς. Εκμαίευε αυτό ακριβώς που ήθελε να βγάλεις με την υποκριτική σου. Δούλευε, όπως λένε στο χώρο, την υποκριτική. Αυτό γράψ’το με τεράστια γράμματα. Όλοι οι επόμενοι σκηνοθέτες, με τους οποίους έχω κατά καιρούς συνεργαστεί σε σινεμά και τηλεόραση, δεν ξέρουν τι είναι η υποκριτική. Τους ενδιαφέρει μόνο το κάδρο τους. Κι εμένα προσωπικά φίλε μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου το κάδρο σου…
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Ο Νίκος ήξερε πραγματικά τι ήθελε. Είχε την ταινία μέσα στο μυαλό του. Ήξερε ακριβώς από ποια γωνία ήθελε να τραβάει η κάμερα. Και μας έδινε την ελευθερία, ακριβώς γιατί είχε κατανοήσει ότι είχαμε μπει τόσο πολύ μέσα σε αυτό το πράγμα που ό,τι και να κάναμε, θα σεβόμασταν το δημιούργημα του. Νομίζω ότι σταθήκαμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ούτε ήταν, ούτε είναι αυστηρός ο Γραμματικός, με την έννοια του «δε σηκώνω κουβέντα». Αυστηρός ήταν όσον αφορά την τονικότητα της προέλευσης, της κοινής κουλτούρας, γιατί ήξερε ακριβώς το χώρο, ήξερε για τι πράγμα μίλαγε.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Νομίζω ότι η πρώτη σκηνή που γυρίσαμε ήταν μία που παίζουμε μπάσκετ. Με πολλή συγκίνηση μας μάζεψε ο Γραμματικός. Θυμάμαι να μας λέει ότι η ταινία επιτέλους ξεκινάει και «σας ευχαριστώ που είστε όλοι εδώ μαζί μου», κάτι τέτοιο.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ήταν μια ευτυχής συγκυρία με πολλές δυσκολίες παραγωγής. Είχε εγκριθεί από το Κέντρο η ταινία, αλλά το Κέντρο δεν εκταμίευε χρήματα, τέτοια πράγματα. Να μην ξεχάσω να αναφέρω τον διευθυντή παραγωγής, τον πρώτο από τους «Απόντες» που μας άφησε, τον Νίκο Καρφή. Χωρίς αυτόν δεν θα είχε γίνει η ταινία. Για να καταλάβεις, ο «Βασιλιάς» που έκανα μετά, είναι αφιερωμένος στη μνήμη του.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Όσο καιρό κράτησαν τα γυρίσματα, είχαμε μετακομίσει κανονικότατα στη Σαλαμίνα. Μέναμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο που φαντάζομαι ότι δεν θα υπάρχει ακόμη, ήταν ήδη παμπάλαιο τότε. Ήμασταν όμως τόσο δεμένοι που αυτό το ξενοδοχειάκι με τις κοινές τουαλέτες σε κάθε όροφο, έμεινε στον καθένα μας ως σημείο αναφοράς. Γλυκύτατοι οι άνθρωποι που το είχαν.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Στο «κοινόβιο» έμενα με τον Μουρίκη. Το ‘χαμε ξηλώσει το δωμάτιο, λες και ήμασταν πενταήμερη. Είχε τρελαθεί ο ξενοδόχος. Φεύγανε από τα μπαλκόνια πηρούνια, πιάτα, κάναμε ντου στην κουζίνα, ανοίγαμε τα ψυγεία, τρώγαμε ξημερώματα… Μια μέρα γυρίσαμε 5.30 το πρωί χωρίς κλειδί και σφύριζα για να τον ξυπνήσω. Βγήκε ο καημένος στο μπαλκόνι με έναν σκούφο από το 1930 κι άρχισε να φωνάζει: «Τι σφυράς ρε, στα πρόβατα είσαι;»
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Τα Σάββατα που είχαμε ρεπό, κάποιοι από το συνεργείο, επέστρεφαν στην Αθήνα. Οι ηθοποιοί μέναμε εκεί, σε αυτό το μικρό ξενοδοχείο που ήταν πάνω στη θάλασσα. Όταν οι άλλοι φεύγανε, εμείς αράζαμε στα μπαράκια και Δευτέρα ξεκινούσαμε ξανά. Ήταν ένα ταξίδι σε μια άλλη κουλτούρα, γι’ αυτό πέτυχε τόσο πολύ η τονικότητα ανάμεσά μας.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Δεν κάναμε λιγότερο από 10-12 ώρες γυρίσματα. Κυνηγούσαμε το φως. Μια ελληνική παραγωγή δεν έχει γενικά λεφτά για φώτα. Πόσο μάλλον μια ελληνική παραγωγή ποιητικού ρεαλισμού όπως είναι οι «Απόντες». Θέλαμε δηλαδή να έχουμε μια αποτύπωση της καθημερινότητας, της καθημερινής αλήθειας. Οπότε δεν θα μπορούσαμε να μην έχουμε φως της ημέρας με ανακλαστήρες. Εντάξει, σε ορισμένα βραδινά πλάνα είχαμε κάποια φώτα. Τότε όμως ήταν πανάκριβο αυτό που λέγεται φως.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Τα γυρίσματα είναι γυρίσματα. Αν αρχίσουν να γίνονται δύσκολα ή να σου φαίνονται πολλές οι ώρες, σημαίνει ότι κάτι δε γουστάρεις. Ειδάλλως περνάνε όλα, είσαι εκεί και γουστάρεις. Οι «Απόντες» ήταν τέτοια περίπτωση. Δεν μέτραγε την ώρα κανείς πέρα από τον διευθυντή παραγωγής.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Ξεκινούσαμε κι όσο πήγαινε. Βέβαια κάθε λεπτό κόστιζε λόγω του φιλμ. Δεν είχαμε περιθώρια για πολλές αστοχίες. Υπήρξαν όμως κάποιες σκηνές που τις πήγαμε πάνω από δέκα φορές. Μία τέτοια ήταν που καθόμασταν στο καφενείο και νομίζω ότι τελικά δεν την έβαλε ο Γραμματικός. Τη μία έλεγε ο ήχος «συγνώμη παιδιά για μένα, πάμε πάλι». Μετά ο φωτιστής «παιδιά για μένα». Οπότε κάποια στιγμή, επειδή οι ηθοποιοί είχαμε την αίσθηση της πλάκας και της διασκέδασης, γυρνάμε όλοι και αντιμετωπίζουμε το γερανό που είχε φέρει ο Γραμματικός σαν δράκο, αρχίζουμε να τον πυροβολούμε και τελικά λέμε στο συνεργείο «συγνώμη παιδιά, αυτή ήταν για εμάς, πάμε πάλι».
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Γενικά δεν ήταν αυστηρός ο Γραμματικός. Εντάξει, καμιά φορά έλεγε «ελάτε μαλακισμένα, ελάτε να τελειώνουμε, το γαμήσατε μαλακισμένα, πάμε». Έβαζε γκάζια όταν έπρεπε. Τα σωστά γκάζια. Καλά έκανε.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Είναι μια σκηνή που κρατήθηκε τελικά. Προσπαθεί ο Ευγενικός να παρκάρει τη βέσπα του, είναι στο βάθος του κάδρου κι έρχεται να μας βρει, αυτό είναι το πλάνο. Δεν τα καταφέρει όμως και τελικά του πέφτει η βέσπα. Όλα αυτά ενώ η κάμερα δεν έχει σταματήσει να τραβάει. Εμείς βλέπουμε τον πανικό του Γιώργου να προλάβει να στερεώσει τη βέσπα και μετά να φτάσει τέσσερα βήματα πιο κάτω, να μας μιλήσει. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τα γέλια. Τελικά ο Γραμματικός κράτησε το πλάνο.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Είναι η σκηνή που πηγαίνω στο καφενείο με τη βέσπα και τους λέω για τα στατιστικά των εκλογών. Πλησιάζω, δυσκολεύομαι να την παρκάρω, νομίζω τελικά ότι την έχω στήσει, εννοώ ότι στην πραγματικότητα νομίζω ότι την έχω στήσει, αλλά κάνω δυο βήματα και τελικά η βέσπα πέφτει κάτω. Πάω να τη σηκώσω και μπουρδουκλώνομαι. Όλο αυτό έγινε στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κάπου γραμμένο. Αλλά ήμασταν τόσο πολύ μέσα σε αυτό το πράγμα που είχαμε γίνει ένα με τους ρόλους. Θυμάμαι και μια άλλη στιγμή που είχε ενδιαφέρον για μένα, που στην ταινία ήμουν αυτός που κατά κάποιο τρόπο συμβιβάστηκε περισσότερο απ’ όλους υπό την έννοια ότι γνώρισα μια γυναίκα, μ’ έβαλε σ’ ένα δρόμο, έγινα οικογενειάρχης κι άφησα τη φωτογραφία ενώ είχα ταλέντο. Ήμασταν σε μια ντίσκο, έτοιμοι για νυχτερινό μπάνιο. Υποτίθεται ότι όλοι θα πέφταμε. Μου λέει ο Γραμματικός να αυτοσχεδιάσω. Οπότε εγώ φαντάστηκα ότι επειδή ο ήρωας μου είναι ένας τύπος της σύμβασης, δεν θα έμπαινε εύκολα να κάνει νυχτερινό μπάνιο, άρα με δυσκολία θα έβγαζε το παντελόνι. Στη σκηνή δε χρησιμοποιώ χέρια, προσπαθώ να το βγάλω με τα πόδια για να μείνω με το βρακί. Όλο αυτό κάνει λίγο πιο μπούλη τον ήρωά μου, του δίνει το χαρακτήρα ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να ακολουθήσει τους άλλους στην τρέλα τους. Αν όμως επιχειρούσε λίγο παραπάνω, ίσως να ήταν αλλιώς η ζωή του.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ήταν έξι ήρωες και υπήρχαν πολλές σκηνές ανά δύο. Δηλαδή ο «Ανδρέας» (Νίκος Γεωργάκης) με τον «Νίκο» (Κώστας Σταρίδας) είχαν πολλά δικά τους κομμάτια, λίγο πιο βαριά. Ο Νούσιας με τον αδερφό του που τον έπαιζε ο Ευγενικός είχαν κάποιες άλλες σκηνές με περισσότεορ χιούμορ. Όταν βρισκόμασταν όλοι μαζί απλά έπρεπε να προσπαθήσουμε λίγο περισσότερο να είμαστε συγκεντρωμένοι ώστε να μη χαθεί ο μπούσουλας και το όλο πράγμα πάει σε κατευθύνσεις ανεξέλεγκτες, γιατί δεν ήμασταν μια παραγωγή με άπλετα λεφτά και χρόνο. Γυρίζαμε φιλμ που ήταν ακριβή υπόθεση. Δεν μπορούσες να τραβάς και να μην τρέχει τίποτα αν χαθούν σκηνές.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Η πιο αγχωτική στιγμή για μένα ήταν η σκηνή που ήδη έχω μεγαλώσει και συναντάω τον Σταρίδα στο καράβι και του μιλάω για όσα κάνω. Είχε συνεννοηθεί ο Γραμματικός με τον καπετάνιο να κάνει δύο στροφές για να έχει το σωστό φόντο. Εκεί είχα το μεγαλύτερο άγχος για να μη χαθούν αυτές οι δύο φορές, δεν υπήρχε περιθώριο για λάθος.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Αφανής ήρωας της ταινίας είναι ο Χρόνης Τσίμος, κομμωτής στο Εθνικό. Όλοι φοράγανε περούκα. Οι περούκες ανάλογα με τα γυρίσματα κόνταιναν, χτενίζονταν, μεγάλωναν. Ο Χρόνης ήταν ο πρώτος που ξύπναγε κι ο τελευταίος που κοιμόταν, γιατί οι περούκες ήταν με φυσική τρίχα, τις είχαμε παραγγείλει, για εκείνη την εποχή ήταν κάτι ιδιαίτερο. Τράβαγε μεγάλο ζόρι ο άνθρωπος.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Η αγάπη για το σινεμά, όμως, όλα τα νικά.
Ύστερα ήρθαν τα βραβεία
Η ταινία απέσπασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1996 τα βραβεία καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους, σκηνοθεσίας, σεναρίου, β’ ανδρικού ρόλου, το οποίο απονεμήθηκε και στους έξι πρωταγωνιστές, και κοινού.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Το τελευταίο cut σε μια ταινία δεν είναι ποτέ ωραίο, προσπαθώ πάντα να το πετάω από πάνω μου, μου γυρίζει τ’ άντερα. Αλλά εντάξει, υπάρχει κι αυτό. Την ίδια αξία έχει με όλα τα προηγούμενα. Απλά δεν υπάρχει επόμενο. Τελειώνουν τα cut κι αρχίζει το ράψιμο.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Κάναμε το wrap σε ένα παραλιάκι που είχε παλιά μια ντίσκο, εϊτίλα. Έγινε χαμός. Τότε νομίζω είχε βγει το «Δηλητήριο» του Καρρά με την Κωνσταντίνα. Και φωνάζαμε «βάλε ρε το Διυλιστήριο».
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Όταν μια ταινία ξεκινάει το ’94 και τελειώνει δύο χρόνια μετά, γεμάτα σενάριο, πρόβες, προετοιμασίες, γυρίσματα, ο σκηνοθέτης χάνει την όρασή του. Πήρα για κάποιο καιρό απόσταση αλλά και πάλι το βλέμμα μου δεν ήταν καθαρό. Εμπιστεύτηκα όμως τον μοντέρ με τον οποίο είχαμε κάνει μαζί την «Κλειστή Στροφή» και την Εποχή των Δολοφόνων. Λένε ότι μια ταινία μπορείς να την ξεκινήσεις μόνος σου αλλά δεν μπορείς να την τελειώσεις μόνος σου. Είχα περίπου 30 ώρες υλικό τραβηγμένο σε φιλμ 35mm. Τότε ανέλαβε δράση ο Μαυροψαρίδης, ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, ευφυής και ταλαντούχος. Έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ώστε όλο αυτό το υλικό να γίνει ταινία. Ο σκηνοθέτης μπορεί να θέλει να κρατήσει πλάνα που του αρέσουν και ίσως να κάνουν κακό στην ταινία. Κάποιος πρέπει να τον πείσει ότι κάτι πρέπει να πεταχτεί. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρέπει ο σκηνοθέτης να πάρει μία απόσταση από το δράμα.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Δεν υπάρχει Θεός. Υπάρχει όμως κάτι που λέγεται συνθήκη του τυχαίου. Μέσα σε αυτή, αν βρεθούν άνθρωποι που κατανοούν το ίδιο πράγμα εκείνη τη στιγμή, αυτό θα μείνει για πάντα. Εμείς με έναν τρόπο καταλαβαίναμε όλοι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό φαίνεται στο σελιλόιντ.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ο Ηλίας Καζάν έλεγε ότι για να είναι καλό ένα έργο τέχνης, κυρίως μία ταινία, πρέπει να είναι αληθινή και ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να γίνει αυτό. Δηλαδή αληθινό και ενδιαφέρον μπορεί να είναι και το Blade Runner. Πιστεύω ότι ισχύει και για τους «Απόντες». Μετά από τόσα χρόνια νομίζω ότι δικαιούμαι να το λέω. Οι «Απόντες» έχουν αλήθεια κι ενδιαφέρον γιατί μιλάνε για κάτι που ναι μεν εμείς το περιγράφαμε κοιτώντας τη δική μας γενιά αλλά η ταινία τελειώνει με μία επόμενη γενιά. Στην τελευταία σκηνή έρχεται μια επόμενη γενιά παιδιών. Είναι αυτό το βήμα προς την ενηλικίωση: η αποκοπή από τον κόσμο της ύστερης εφηβείας.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Τη στιγμή που κάναμε τους «Απόντες» δεν είχαμε ιδέα ότι τόσα χρόνια μετά θα μιλάγαμε γι’ αυτό το πράγμα λες και φτιάχτηκε χθες το απόγευμα.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Είναι μία ταινία που και δεν έχει δράση που να σε οδηγεί από το Α στο Ω και τα πράγματα απλά εξελίσσονται έτσι όπως εξελίσσονται οι ζωές κάποιων φίλων, όπως εξελίσσεται η ζωή μας, η δικιά σου κι η δικιά μου, με τους φίλους μας από τα παιδικά μας χρόνια, από τα χρόνια του σχολείου, όπου υπάρχει μια σταδιακή απομάκρυνση. Αυτό είναι που κάνει τον κόσμο να βλέπει και να ξαναβλέπει την ταινία. Σίγουρα θα ταυτιστείς με κάποιον από τους ήρωες και θα θέλεις να τον ακολουθήσεις ως το τέλος. Και οι άλλοι ήρωες θα σου θυμίσουν κάτι από τους φίλους που άφησες πίσω.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Δεν ξέρω για τα άλλα παιδιά, αλλά εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να πιάσω ότι θα γινόταν τόσο διαχρονικά επίκαιρη και μάλιστα με έντονο κλασικό στοιχείο. Δεν με είχε απασχολήσει τέτοιου είδους σκέψη. Αυτό δεν είναι τόσο ματιά ή οπτική του ηθοποιού, είναι περισσότερο του σκηνοθέτη. Ο Γραμματικός είναι τέτοιου είδους σκηνοθέτης. Μπορεί να συλλάβει το παρακάτω, την αξία μιας κίνησης και μιας κουβέντας που θα προβληθεί στο μέλλον, τι «σκάσιμο» θα έχει. Γι’ αυτό ο κινηματογράφος του δεν είναι περιγραφικός. Είναι κινηματογράφος δράσης μέσα από ήρωες οι οποίοι έχουν δραματικά στοιχεία που με έναν απλό αλλά ουσιαστικό τρόπο τοποθετούν στο πανί και τα απολαμβάνουν οι θεατές. Αυτό το στοιχείο το είχα δει και στην «Κλειστή Στροφή». Έβλεπες ότι ο Χατζησάββας και η Σακελλαροπούλου έκαναν κλασικές κινήσεις ηρώων, λέγανε μια κλασική ιστορία που απο κάτω είχε υπαρξισμό, μία μοναδικότητα, κάτι πιο βαθύ. Και στην «Εποχή των Δολοφόνων» πάλι υπήρχε αυτό το στοιχείο.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις το impact που θα έχει μια δουλειά. Έχεις όμως την αίσθηση ότι η δουλειά είναι από ένα επίπεδο και πάνω, ότι είναι καλή, χαίρεσαι που την έχεις κάνει με τον τρόπο που την έχεις κάνει. Μετά η ταινία είναι παραδομένη στο κοινό που θα έρθει σε επαφή μαζί της χωρίς να ξέρει τις ζυμώσεις που έχουν προηγηθεί.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ο καθένας προσπάθησε να δώσει τον καλύτερό του εαυτό, εκ βαθέων. Ίσως αυτή η αλήθεια, με ό,τι λάθη και ατέλειες έχει η ταινία, ίσως αυτή η ειλικρίνεια των σχέσεων και το πώς αποτυπώθηκε, να αναγνωρίζεται από κάποιους που τη βάζουν στο σπίτι τους να τη δουν ή απ’ όσους τη βλέπουν σε κινηματογραφικές λέσχες. Δεν μπορώ κι εγώ να το εξηγήσω… Η ταινία που στο imdb θεωρείται η καλύτερη όλων των εποχών, το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», έχει να κάνει με μία αντρική φιλία. Δεν υπάρχουν γυναίκες παρά μόνο κολλημένες στον τοίχο. Ίσως λοιπόν να είναι η γέννηση και ο θάνατος της αντρικής φιλίας, αυτού του πρωταρχικού δεσμού που μας αφορά όλους, που κρατάει τους «Απόντες» ζωντανούς στο χρόνο.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Όλοι περνάμε αυτό το στάδιο ενηλικίωσης. Όταν αφήνουμε τον κόσμο της εφηβείας που είναι ένα safe zone, ένα κουκούλι, έχεις ανθρώπους που γνωρίζεις και σε γνωρίζουν καλά και με τους οποίους αισθάνεσαι ασφαλής, ότι ο κόσμος είναι ακριβώς έτσι όπως τον βλέπεις. Σιγά σιγά διαπιστώνεις ότι δεν ισχύει αυτό και πρέπει να βρεις καινούριους συμμάχους στον κόσμο των ενηλίκων.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Υπάρχει μια τάση κάποιων καλλιτεχνών, είτε στον κινηματογράφο είτε στο θέατρο, να προσπαθούν να φτιάξουν ένα κείμενο που έχει τάχαμου μία διαχρονικότητα, όπως η αρχαία τραγωδία, που έχει μηνύματα που αγγίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Όμως ξεχνάνε κάτι βασικό: όταν ο Αριστοφάνης έγραψε το τάδε έργο του, ουσιαστικά έκανε μια σάτιρα της εποχής του, του εδώ και τώρα, κάτι που και ο ίδιος φαντάζομαι ότι δεν περίμενε να περάσει στο χρόνο και να έχει μία αέναη πορεία. Ακριβώς γιατί αποτύπωνε το εφήμερο. Νομίζω λοιπόν ότι αυτή η ταινία αποτυπώνει κάτι εφήμερο, που όμως τελικά είναι κοινό για τις επόμενες γενιές. Αυτό πιάσανε και ο Γραμματικός και ο Παναγιωτόπουλος.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Το καλό της ταινίας είναι ότι η κλασικότητα του θέματός της έχει δοθεί έξω από το ρεαλισμό της. Έξω από την αληθοφάνειά της. Έξω από την αντιστοιχία των ηρώων στον τόπο. Γι’ αυτό και ακουμπάει μια παρέα που είναι από τα Γιάννενα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη ή την Αθήνα. Γι’ αυτό την αγαπάνε. Είναι μια σπουδαία ταινία για την ελληνική κινηματογραφία.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Κάναμε μια ταινία με αγάπη, δημιουργήθηκαν καινούριες φιλίες κι έμεινε κάτι που ακόμη αφορά κάποιους. Το πιο σημαντικό για μια ταινία είναι να μπορέσει να ζήσει μέσα στο χρόνο. Πιο σημαντικό και από τα βραβεία, όπως έγινε με τους «Απόντες» στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, πάντως, δεν αποθεώθηκε από τους κριτικούς η ταινία. Ο καθένας όμως κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Ο κριτικός κριτικάρει, ο δολοφόνος δολοφονεί, ο ερωτευμένος ερωτεύεται, ο σκηνοθέτης σκηνοθετεί.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Η ταινία σάρωσε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι όμως η βράβευση και των έξι πρωταγωνιστών, είχε προκαλέσει διάφορα θέματα. Ακούστηκαν ακόμη και πράγματα του στυλ «γιατί Β και όχι Α ανδρικού». Ηλίθιο ζήτημα. Μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια έτυχε να συναντηθώ με κάποιον από εκείνη την επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο οποίος μου είπε ότι το θέμα δεν ήταν αν θα παίρναμε βραβείο, αλλά τι βραβείο θα ήταν αυτό.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Τελειωμένη την είδα στη Θεσσαλονίκη, σε μία πολύ επεισοδιακή πρώτη προβολή που κόπηκε στο εικοστό λεπτό, κάτι τεχνικό πήγε στραβά και ξαναπαίχτηκε από την αρχή. Το οποίο θα μπορούσε να είναι πολύ εις βάρος της. Η ταινία ήταν 115’, βάλε κι άλλα 20’ που τα ξαναβλέπεις. Ευτυχώς ήταν καθησυχαστικό το ότι κανείς δεν δυσανασχέτησε που ξανάδε την αρχή. Τότε είχα χαρεί πολύ με τα βραβεία. Τώρα όμως ξέρω ότι είναι λιγάκι και ζήτημα συγκυρίας. Μπορείς να πέσεις σε μια χρονιά που δεν υπάρχουν άλλες ταινίες και να πάρεις σαράντα. Δεν αντικατοπτρίζουν πάντα την πραγματικότητα. Νομιζω όμως ότι οι «Απόντες» τα άξιζαν.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Τότε το Φεστιβάλ ήταν μια υπόθεση με πολύ μεγάλη αίγλη. Δυο βραβεία έχω πάρει, ένα Α Ανδρικού για μια μεσαίου μήκους κι ένα για τους «Απόντες», και σε καμία απονομή δεν ήμουν παρών. Μάλιστα στους «Απόντες» ήμουν σε περιοδεία, το έμαθα από το τηλέφωνο και κέρασα όλο το καφενείο που καθόμασταν.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Πρώτη φορά είδα την ταινία στη Θεσσαλονίκη. Ήταν απίστευτο. Μπήκαμε σε μια αίθουσα άγνωστοι εντελώς και βγήκαμε γνωστοί και βραβευμένοι. Με το που παίχτηκε η ταινία, τις υπόλοιπες ημέρες του φεστιβάλ ήμουν αναγνωρίσιμος στη Θεσσαλονίκη, μου έσφιγγαν το χέρι, μου έδιναν συγχαρητήρια, ανοίγονταν διάλογοι για την ταινία, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Θυμάμαι όταν παίχτηκε στην Αθήνα, πήγα να την ξαναδώ με μερικούς φίλους και μετά ο κόσμος μου μιλούσε. Δεν ξέρετε τι συγκίνηση μας δώσατε, έλεγε ένας. Άλλος έλεγε ότι μίλησε μετά από πολλά χρόνια με ένα φίλο του με αφορμή την ταινία. Ακόμη και τώρα υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζω για πρώτη φορά και μου μιλάνε για την ταινία.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Τα πολλά βραβεία είναι κάτι που κατά καιρούς συμβαίνουν σε πολλές ταινίες. Θυμάσαι όμως εσύ ποια ταινία πήρε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας τη χρονιά που ο «Πολίτης Κέιν» πήρε μόνο το Όσκαρ Σεναρίου; Ήταν μια ταινία του Τζον Φορντ. Πόσοι τη θυμούνται σήμερα; Κι ας είναι καλή, γιατί άλλωστε ο Τζον Φορντ και να θέλει να κάνει κακή ταινία, δεν μπορεί. Αλλά δεν είναι ο «Πολίτης Κέιν», που θάφτηκε τότε και σήμερα αναγνωρίζεται ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Τα βραβεία, λοιπόν, είναι ένα πράγμα που σου δίνει τη δυνατότητα να διεκδικήσεις την επόμενη ταινία σου. Στην περίπτωση μου ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τυφλά παιδιά, τα «Νυχτολούλουδα». Από κει και πέρα, ειδικά τα τελευταία χρόνια έχω την αίσθηση ότι έχει δημιουργηθεί ένα νέο είδος που λέγεται φεστιβαλικές ταινίες. Κάποιοι κάνουν ταινίες μόνο για τα φεστιβάλ. Εγώ κάνω ταινίες για ανθρώπους που αγαπάνε τον κινηματογράφο όπως εγώ. Δεν θέλω να κάνω ταινίες-γραμματόσημα που θα αφορούν μόνο κάποιους «συλλέκτες» που πηγαίνουν σε ταινιοθήκες. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Η ταινία έχει μία οικουμενικότητα λόγω καλής γραφής, στησίματος, δραματουργίας. Είναι μια πολύ στρέιτ δουλειά, χωρίς επιτηδεύσεις, πάνω στη συνθήκη μιας παρέας, δηλαδή πάνω σε κάτι από το οποίο όλοι ξεκινάμε. Μια βαθιά φιλία νεανικών χρόνων που το πράγμα φαίνεται να γίνεται αιώνιο, αλλά τελικά καταρρέει ο όρκος πίστης και δεσίματος, γίνεσαι άγνωστος ή εξαφανίζεσαι εντελώς.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Αυτού του είδους οι παρέες και οι σχέσεις μέχρι τότε ήταν ένα γεγονός, τώρα πια είναι μια κοινωνική ανάμνηση. Δε νομίζω ότι μπορεί αυτό το πράγμα να στηθεί σήμερα. Το όλο κόλπο έχει γίνει πολύ πιο εσωτερική, κλειστή υπόθεση. Ποιος θα πάει σήμερα στο καφενείο να δει ένα ματς; Η ταινία είναι κλασική γιατί οι ήρωες έχουν γίνει ανάμνηση ενός πράγματος που είναι επιθυμητό.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Είναι περιττό να συζητήσουμε το κατά πόσο το θέμα της ταινίας, η ανδρική φιλία, είναι διαχρονικό ή όχι. Φυσικά είναι διαχρονικότατο. Ήρθε παιδί πριν από δυο-τρία χρόνια που είδε τους «Απόντες» στο youtube και μου είπε «αυτή είναι η ιστορία της παρέας μου».
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Άκου κάτι τρομερό: είμαι στην ταινία του Γαβρά, παίζω τον οδηγό του ταξί που ξέχασε ο Βαρουφάκης τη βαλίτσα του και πήγε με το δερμάτινο να συναντήσει την Τρόικα. Ήρθαν ένα-δύο άτομα από το συνεργείο, νέα παιδιά, και άρχισαν να μου λένε για τους «Απόντες». Δεν πιάνει όμως μόνο το αντρικό κοινό. Όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, προφανώς γιατί είχε περάσει καιρός και είχα αλλάξει εμφανισιακά, δεν κατάλαβε ότι είχα παίξει στους «Απόντες». Όταν της το είπα, αποδείχτηκε ότι ήταν η αγαπημένη της ταινία.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ένας δεκαεξάρης θα δει την ταινία, θα του αρέσει, θα του φανεί πολύ ευαίσθητη, αλλά δεν θα πιάσει το βαθύτερό της θέμα. Όμως όταν ξαναδεί την ταινία στα 35 θα πει «ώπα μάγκα τώρα καταλαβαίνω». Είναι ένα ζήτημα που είχε πιάσει ο Γραμματικός. Ήταν η δικιά του ανάμνηση. Αυτός έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Πιάνει το αρχέτυπο της σχέσης από την πιο αγνή της μορφή μέχρι την αποκαθήλωσή της. Από την εφηβεία και την εν δυνάμει αφέλεια μέχρι την ενηλικίωση και το split που κάνει η ίδια η ζωή πάνω στις σχέσεις. Είναι κάτι οικουμενικό. Συμβαίνει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Κάπου υπάρχει μια βαθιά φιλία ανθρώπων που μεγαλώνουν μαζί, μοιράζονται πολύ σημαντικά πράγματα. Ενώ όμως ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία, ο καθένας τους τελικά έχει άλλες βλέψεις και γίνονται αλλιώτικοι άνθρωποι.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Δραματική είναι η ταινία. Και λίγο υβρίδιο υπό την ένννοια ότι στη δραματική αφήγηση, οι ταινίες που δεν έχουν μόνο ένα πρωταγωνιστή, είναι συνήθως τρεις κατηγορίες: αυτές που είναι πολλοί πρωταγωνιστές στην ίδια ιστορία, αυτές που είναι πολλές ιστορίες, καθεμιά με τον πρωταγωνιστή της και οι σπονδυλωτές. Τούτη δω είναι μάλλον στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή πολλοί πρωταγωνιστές σε μία ιστορία, αλλά υπάρχουν και ιστορίες που διασταυρώνονται, γιατί έχει ο κάθε ήρωας τη δική του. Κατά τα άλλα, ένα κοινωνικό δράμα είναι.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω ακριβώς δράμα, ίσως γιατί ο δικός μου ρόλος είχε και αρκετά κωμικά στοιχεία. Έχει πάντως και πολιτικά στοιχεία, έχει και κοινωνικά, είναι και δράμα, είναι και κωμωδία… Θα τη χαρακτήριζα μια ταινία της ζωής. Και η ζωή τα έχει όλα. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης μου είχε πει προσωπικά ότι πίστευε ότι είναι μία ταινία που άλλαξε τη σχέση του ελληνικού κοινού με τον ελληνικό κινηματογράφο. Αν δεις τις ταινίες που γίνονταν πιο πριν, ήταν η εποχή του αργού κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος είχε ωραίες εικόνες, αλλά δεν είχε πλοκή, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να απομακρυνθούν από τις αίθουσες. Έρχονται οι «Απόντες» λοιπον και τραβάνε πάλι τον κόσμο στις αίθουσες. Και μετά ακολουθούν άλλες ταινίες, ώσπου έρχεται η «Πολίτικη Κουζίνα» που σαρώνει.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Ο Ραφαηλίδης είχε γράψει ότι είναι για την τραγωδία της απουσίας. Δεν ξέρω τι είναι η ταινία. Δηλαδή εμένα το «Amici Miei» του Μονιτσέλι μου φαίνεται τραγωδία παρότι έχει τόσα κωμικά στοιχεία. Όπως και το “I Vitelloni” του Φελίνι.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Η ταινία είναι κοινωνική με χιούμορ. Έχει και πολιτική χροιά, γιατί ο πατέρας του Νίκου ήταν ένας αριστερός που πίστεψε αλλά τελικά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Έχω πάντως πάρα πολλά χρόνια να δω την ταινία. Μπορεί και είκοσι.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Εγώ δεν την έχω ξαναδεί από το ’96. Ποτέ. Δεν τις βλέπω γενικά ποτέ τις ταινίες μου. Το αποφεύγω. Δεν έχει σημασία να βρίζω τον εαυτό μου κάθε φορά. Η ταινία είναι ένα παιδί που φεύγει από σένα, οπότε με μία έννοια λειτουργώ όπως λειτουργούν οι γάτες που αφήνουν τα παιδιά τους και μετά δεν τα γνωρίζουν. Τα κάνουν, τα ανατρέφουν, το παιδί είναι έτοιμο να ταξιδέψει και φεύγει. Είχαμε γάτες πολλές στο σπίτι, από εκεί μου έρχεται ο παραλληλισμός. Μέχρι και εγγόνια είχαμε. Κανείς δεν γνώριζε κανέναν. Και όχι μόνο αυτό. Οι επιθέσεις μεταξύ τους ήταν άγριες. Δεν θέλω να ζήσω κάτι τέτοιο.
Η ζωή μετά…
Και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: Σίκουελ θα γυρίζατε, κύριοι;
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Οι «Απόντες» ήταν η πρώτη μου ταινία. Κι επειδή πολύ συχνά στην Ελλάδα σε χαρακτηρίζει καθοριστικά το πρώτο πράγμα που κάνεις, εγώ την καριέρα μου στο σινεμά τη χρωστάω στους «Απόντες».
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Θα το κουβαλάμε πάντα ότι κάτι που σκέφτηκε ένας άνθρωπος κι εμείς το πιστέψαμε, έγινε κάτι που όχι απλά βραβεύτηκε, αλλά αποτέλεσε σχεδόν την αρχή της καριέρας όλων μας. Όχι γιατί το είδαν 1 εκατομμύριο θεατές αλλά γιατί μάθαμε μέσα από αυτή τη δουλειά να αγαπάμε τη στιγμή.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Όλοι μου λένε ότι βλέπουν την ταινία κι έχουν την αίσθηση ότι αυτό που βλέπουν απλώς συνέβη εκείνη την ώρα, ότι δεν ήταν κάτι στημένο. Αυτό ακριβώς ήθελα.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Είναι μία ταινία με ταυτόχρονη ελαφράδα και βάθος. Δεν λέει «είμαι κάτι πολύ σοβαρό», απλά είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ούτε κλαίει η ταινία για τον εαυτό της, τι ωραία που ήμασταν τότε και τέτοια.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Όλοι δουλέψαμε πολύ σκληρά, με αγάπη και πολύ πάθος. Αν δεν υπήρχαν αυτά, η ταινία δεν θα είχε γίνει.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Δεν την έχω δει πολλές φορές. Την έχω πολύ έντονα στη μνήμη μου. Η νοσταλγία έχει να κάνει με το τι περάσαμε τότε. Ο σκηνοθέτης και όλοι οι συντελεστές τελειώνουν το δημιούργημά τους και το αφήνουν να πάρει το δρόμο του. Αυτό που σου μένει όμως είναι όλη η διαδικασία από τη γέννηση του σεναρίου μέχρι την υλοποίησή του. Το πίσω από την κάμερα.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Εγώ την ταινία αυτή δεν την έχω δει ποτέ. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος. Μπορεί επειδή ήταν η στιγμή που άγγιζε το τέλος μιας φάσης μου και το πέρασμα σε μια άλλη. Ή να αναγνώρισα εκεί που κάναμε τα γυρίσματα ότι εν πάση περιπτώσει κάτι έχει λήξει. Δεν είχα πάει καν στη Θεσσαλονίκη. Έχω δει δύο-τρία κομματάκια από την ταινία, ποτέ ολόκληρη. Δεν είναι ότι δε θέλω να τη δω, αλλά φαίνεται ότι έχει κάτι που δε θέλω να δω. Μπορεί να είναι προσωπικό, μπορεί να είναι κοινωνικό, μπορεί να είναι αυτή η ανάμνηση. Την αισθάνθηκα πολύ όταν την κάναμε, όπως και όλα τα παιδιά. Γι’ αυτό έχουν παίξει όλοι πάρα πολύ καλά.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Την έχω ξαναδεί μια-δυο φορές σε σινεμά και μια-δυο φορές στην τηλεόραση. Λίγο από νοσηρή περίεργεια την κοιτάς πια. Δεν είναι ωραία αίσθηση. Φτάνει. Όχι από κανένα σνομπισμό, αλλά εάν έχεις συμμετάσχει σε μια τέτοια υπόθεση, είναι κάτι που για κάποια χρόνια έχεις ζήσει μαζί του πολύ έντονα. Όταν φεύγει, είναι σαν μια σχέση που τελειώνει, δεν είναι να την ξαναζεσταίνεις. Θες να μάθεις τι κάνει, αν είναι καλά, αλλά μέχρι εκεί. Δε νομίζω ότι όσοι συμμετείχαμε στην κατασκευή της, βλέπουμε την ίδια ταινία με τους υπόλοιπους. Για εμάς η ταινία είναι συνδεδεμένη με τον Νίκο Καρφή που πέθανε, με τον Κώστα Σταρίδα που πέθανε, είναι συνδεδεμένη με εκείνα τα χρόνια που γνωριστήκαμε, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που για εμάς συνδέεται αναγκαστικά με την ταινία. Δεν είμαι παρελθοντολάγνος. Το κάναμε, ευτυχώς άνθρωποι το εκτίμησαν κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο πράγμα.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Μια μνήμη πολύ βαθιά, δυνατή και με ουρά για χρόνια. Δεν είναι ότι κάναμε μια δουλειά και χαθήκαμε. Γεννήθηκαν φιλίες που ισχύουν ακόμη και τώρα που έχουμε χρόνια να βρεθούμε. Με τον Νίκο κάναμε μαζί τον «Βασιλιά», την «Αγρύπνια», τη «Μήδεια»…
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Επειδή είχαμε συνδεθεί πια, φαινόταν ότι οι σχέσεις μας θα συνεχιστούν, όπως και έγινε λίγο-πολύ κατά το πέρασμα του χρόνου, κι ας μη βρισκόμαστε συχνά. Με τον Μουρίκη κάναμε τον «Βασιλιά» που τον έγραψε ο Παναγιωτόπουλος. Έπαιζε κι ο Νούσιας. Που τον έχω κάπως σαν μικρό μου αδερφό.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Γίναμε φίλοι. Ακόμη και με τον Σταρίδα, που χαθήκαμε πιο γρήγορα… Καταρχήν ήμασταν όλοι Παναθηναϊκοί. Φαντάσου το ’96 που πήραμε Κύπελο Ευρώπης στο Μπάσκετ, που έβαλε ο Βαζέχα εκείνο το θρυλικό γκολ… Ήμασταν μονίμως μπροστά από μία τηλεόραση, οι ηθοποιοί και ο Γραμματικός -τρελός Παναθηναϊκός κι αυτός- και ουρλιάζαμε…
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Φτιάχτηκε μία καινούρια παρέα. Θα μπορούσαμε δηλαδή να κάνουμε μία ταινία για το πώς φτιάχτηκε αυτή η καινούρια παρέα. Ακόμη είμαστε φίλοι. Δεν υπάρχει κάτι να μας χωρίζει.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Με τον Νίκο έχω δουλέψει πολλές φορές. Κάναμε τα «Νυχτολούλουδα», τον «Βασιλιά», τη «Μήδεια», την Αγρύπνια κι έχουμε συζητήσει άλλες δέκα ιδέες.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Είναι όπως με τους φίλους από το γυμνάσιο. Έχεις να τους δεις καιρό αλλά όταν τους ξαναβλέπεις είναι σαν να μην έλειψαν ποτέ από κοντά σου. Αυτό νιώθω κάθε φορά που βλέπω τα παιδιά.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Για μία δεκαετία μετά την ταινία βρισκόμασταν. Μετά έσπασε το παρεάκι. Έγινε πραγματικότητα το σύστημα των Απόντων… Απομακρυνθήκαμε κάποιοι μεταξύ μας τόσο που χάθηκε το νήμα, φτάσαμε να πεθάνει ένας από εμάς και να το μάθουμε κατόπιν εορτής. Δεν το πιστεύαμε ότι πέθανε ο Σταρίδας. Θυμάμαι να με παίρνει ο Γραμματικός και να μου λέει «ρε συ, πέθανε ο πάρτνερ;», «τι λες ρε μαλακα», του λέω, «ρε συ έτσι άκουσα, ψάξου ρε μαλάκα», μου λέει. Τέλος πάντων, πάθαμε σοκ. Τρία χρόνια συγκάτοικοι ήμασταν με τον Κώστα. Απλά στο τέλος σπάσαμε λίγο απότομα γιατί είχε μια μοναχικότητα.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Οι επιλογές που κάνει κάποιος στη ζωή του και παίρνει το δρόμο του… Έτσι συμβαίνει στη ζωή. Μετά τους «Απόντες» κάποιοι συνεχίσαμε να δουλεύαμε μαζί, κάποιοι άλλοι έκαναν τα δικά τους, κάποιοι πέθαναν…
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Ίσως η απώλεια του Κώστα να ήταν η αφορμή για ένα σίκουελ. Θα γινόταν πάλι, εν δυνάμει πρωταγωνιστής ο Κώστας, με την απώλεια του αυτή τη φορά. Μπορεί να πιανόμασταν ακριβώς από το ίδιο πράγμα που λέμε τώρα. Πώς έφυγε και δεν το μάθαμε και τελικά έγινε η αφορμή για να βρεθούμε.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Νομίζω κάποια στιγμή είχε συζητηθεί η πιθανότητα ενός σίκουελ, στη δεκαετή επέτειο, το 2006. Αλλά οι αντρικές παρέες έτσι είναι, διαλύονται.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Το έχω πει και στο Νίκο. Θα ήταν τρομερό να γίνει κάτι τέτοιο. Η ταινία ξεκινάει από το μπάσκετ, τελειώνει στο ποδόσφαιρο, στο ενδιάμεσο έχουμε την πτώση του Τείχους, έχουμε οικουμενικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα κι άλλα πολιτικά γεγονότα που καθόρισαν το μέλλον. Νομίζω ότι θα είχε πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτοί οι ήρωες συνέβαλαν στην κρίση. Οι οποίοι ήρωες στο τέλος της ταινίας χάθηκαν. Η ταινία τελειώνει με τον Σταρίδα που δίνει τα κλειδιά στον «Κωστάκη», τον καφετζή και την ώρα που φεύγει τον σκουντάει ο νέος που έρχεται. Η λογική συνέχεια είναι ότι ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του. Ο Χειλάκης γίνεται μεγαλοδημοσιογράφος. Ο Νούσιας ίσως πολιτικός. Εγώ θα έβλεπα τον εαυτό μου ως Συριζαίο… Αυτός που τελικά νομίζω ότι παραμένει ως αναλοίωτο ηθικό στοιχείο στην ταινία, είναι ο Μουρίκης. Πιστεύω ότι στην ταινία ο «πατέρας», ο ήρωας που γεφύρωνε και λείαινε τις γωνίες, ήταν του Μουρίκη. Γιατί λόγω του ότι ήταν ναυτικός κι είχε τραβήξει πολλά, ήξερε να «διαβάζει» τους ανθρώπους.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Είναι πολύ ενδιαφέρον, μου έχει περάσει πολλές φορές από το κεφάλι, αλλά δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ με τον Γραμματικό κι ας κάνουμε τόσες κουβέντες. Θα ήμουν περίεργος να ακούσω τον Γραμματικό σε μια τέτοιου είδους σκέψη. Αλλά και τον Παναγιωτόπουλο. Με ακούς να τονίζω λίγο περισσότερο τον Γραμματικό γιατί η κάμερα από το δικό του μάτι θα στηθεί απέναντι στους ηθοποιούς, κάτι που σε μια τέτοιου είδους ταινία έχει μεγάλη σημασία. Δεν είναι μια ταινία που θα πεις «δε γαμιέται, θα πω μια ιστορία κι η κάμερα ας είναι όπου να ‘ναι». Είναι μια ιστορία που για να την πεις πρέπει η κάμερα να στηθεί σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, μία επιλογή του Νίκου που πηγάζει από την εμπειρία του απ’ όταν ήταν μικρός και στριφογυρνούσε σε αυτό το χώρο. Νομίζω ότι αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της ταινίας: η κάμερα στήθηκε εκεί που ο σκηνοθέτης είχε αγαπήσει.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Στο μυαλό μου ήταν η απουσία ανθρώπουν με τους οποίους είσαι μαζί εξ απαλών ονύχων. Όταν ο καθένας παίρνει το δρόμο του και χάνεστε, είναι ένας θάνατος. Δεν ξέρω πώς θα ήταν σήμερα οι χαρακτήρες γιατί στην ταινία, εκτός από τον Γεωργάκη που πεθαίνει, γίνονται κάποιες επιλογές ζωής. Ο Σταρίδας πάει στην Κρήτη και κάνει έρευνα. Ο Χειλάκης είναι στα παράθυρα, σήμερα θα μπορούσε να είναι κάτι σαν τον Χατζηνικολάου. Ο Ευγενικός πάει σε μια εταιρία που κάνουν στατιστικές αναλύσεις, δηλαδή θα μπορούσε να δουλεύει στη Metron Analysis. Ο Νούσιας θα ήταν ακόμη στις Βρυξέλλες και ο Μουρίκης στη Σαλαμίνα όπου θα έχει μπιλιαρδάδικο ή ουζερί. Οι επιλογές ζωής έγιναν στην ταινία. Δεν ξέρω αν σήμερα θα μπορούσε να βρεθεί κάτι αρκετά σημαντικό για να συνδεθούν κάπως αυτοί οι ήρωες ξανά και να γυριστεί ένα σίκουελ. Με τα οποία γενικά δεν τα πάω καλά.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Είμαι εναντίον των σίκουελ. Αν έπεφτε όμως στο τραπέζι η ιδέα, θα τη συζητούσα. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ίσως να είχαμε πιει πολύ, το είχαμε κουβεντιάσει με τον Νίκο. Ο «Γιαννάκης» θα είναι μάλλον στις Βρυξέλλες. Ο «Σάκης» θα είναι στη Σαλαμίνα. Ο «Νίκος» θα κάνει την καριέρα του ως Φυσικός - σαν τον φίλο μου τον Γιώργο που ήταν αστέρι, πήγε στην Αμερική για μεταπτυχιακό, τον γραπώσανε από το Μπέρκλεϊ, παντρεύτηκε Ελληνίδα και γύρισε στην Καλαμάτα για να κάνει το πείραμα του Ρεσβάνη στην Πύλο, που αναφέρεται στην ταινία. Ο Χειλάκης θα είναι στην πολιτική, νομίζω στο ΣΥΡΙΖΑ. Κι ο άλλος με την οικογένειά του.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Τώρα θα ήμουν δεδικαιωμένος Ευαγγελάτος. Ή εκδότης κάποιας εφημερίδες, με περιπεπλεγμένο όμως βιογραφικό.
Τάσος Νούσιας («Γιάννης»): Αν καθόμασταν να γράψουμε βάσει των τότε χαρακτήρων, αν εξαιρέσεις τον «Ανδρέα» που πέθανε και τον «Σάκη» που έμεινε στο νησί, οι υπόλοιποι ξεκίνησαν μια καριέρα πολλά υποσχόμενη. Θα είχαμε λοιπόν το παζλ να παίξουμε, να στήσουμε κάτι… Εγώ ίσως να ήμουν επίτροπος; Ο Χειλάκης βουλευτής ξέρω γω;
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Ο δικός μου ήρωας μάλλον στη Σαλαμίνα θα ήταν και θα είχε μαγαζί, αν δεν είχε πεθάνει από στενοχώρια. Πιθανό να το είχε ρίξει στα φρουτάκια. Πιθανό να έπινε επτά μπουκάλια ουίσκι τη μέρα, να είχε μπερδευτεί λιγάκι και με τίποτα κλεμμένα οικόπεδα στο νησί. Ίσως βέβαια να μην είχε κάνει τίποτα από όλα αυτά και να τράβηξε προς τα θυμαράκια, όπως ο «Αντρέας» της ταινίας που είδε το έργο πιο πριν, τον μαράζωσε και τον έστειλε με τον τρόπο που τον έστειλε. Ποιος θα ήταν άραγε ο τόπος που θα μπορούσαν να ξαναβρεθούν αυτοί οι ήρωες; Έχει πολύ μεγάλη σημασία. Για μένα είναι το 96% της ταινίας. Το υπόλοιπο τι είναι; Κουβεντούλες. Το θέμα είναι που θα βρεθείς σήμερα με τους φίλους σου του τότε, ώστε να δημιουργηθεί ένα συναισθηματικό ζητούμενο. Για να έρθουν σήμερα κοντά πρέπει να υπάρξει ένας λόγος. Ενώ τότε δεν υπήρχε λόγος, απλά υπήρχαν μαζί. Από τη στιγμή που αυτό έχει σπάσει, ψάχνεις για άλλη συνθήκη συνύπαρξης.
Γιώργος Ευγενικός («Μανώλης»): Σ’ αυτή την ταινία θα πρέπει να δει κάποιος που είναι η αλήθεια και που είναι το ψέμα, όπως και στη ζωή. Η αλήθεια είναι σκληρή τις περισσότερες φορές. Αυτές τις αλήθειες έλεγε ο Χατζησάββας στο ρόλο του. Η φωνή του στην ταινία είναι η φωνή που έχουμε όλοι μας για να μας ξυπνάει. Απλά δεν την ακούμε. Είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ταινίας. Μας θυμίζει εμμέσως ότι υπάρχει μια συνείδηση, μια φωνή που μας λέει «παράτα τα και κάνε το βήμα, άλλαξε τη ζωή σου, μπορείς, σε περιμένουν πολλά σε αυτό τον κόσμο, ζήσε τα». Άλλος το κάνει, άλλος δεν το κάνει.
Νίκος Παναγιωτόπουλος (σενάριο): Ένας από τους όρους εκ των ων ουκ άνευ για τα έργα τέχνης είναι και η αντοχή τους στο χρόνο. Έχουμε δει πολλές ταινίες που κάποτε μας γοήτευσαν και τώρα έχουν παλιώσει. Επίσης είναι πολλά πράγματα που όποτε και να τα ξαναδιαβάσεις θα συνεχίσουν να σε συντροφεύουν. Μακάρι να το έχει καταφέρει η ταινία.
Νίκος Γραμματικός (σκηνοθεσία, σενάριο): Σάμπως τα ήξερα όλα κι εγώ όταν γυρνούσαμε την ταινία; Απλά δούλεψα σκληρά και προσπάθησα να δημιουργήσω αληθινές σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα και να τις δείξω με την κάμερα. Μιλούσαμε πάρα πολύ. Πήρα κι εγώ πολλά πράγματα από τη διάδραση με τα παιδιά. Είναι ένα ζήτημα που αφορά την απουσία. Γι’ αυτό υπάρχει και το απουσιολόγιο στην ταινία. Είναι όπως λέει ο στίχος των Joy Division: «Όταν οι δρόμοι μας χωρίσουν…» Δεν τον θυμάμαι ολόκληρο τώρα. Κάποτε ήξερα όλους τους στίχους του Ian Curtis.
Αιμίλιος Χειλάκης («Αντώνης»): Ζούμε στην Ελλάδα, το μέρος όπου το πιο δυστυχές ζώο είναι η κατσίκα του γείτονα. Θυμάμαι λοιπόν κάτι πάρα πολύ αστείο. Κάποια στιγμή γύρισε ένας και μου είπε: «Ρε συ, εσύ έχεις παίξει στους “Απόντες” του Γραμματικού και τώρα κάνεις αυτές τις μαλακίες;» Γιατί έκανα τηλεόραση μετά, κατάλαβες; Το είπε με τέτοιο τρόπο, τόσο πηγαίο σιχτίρισμα… Ε, λοιπόν αυτό είναι βραβείο για τους «Απόντες» του Γραμματικού.
Βαγγέλης Μουρίκης («Σάκης»): Γιατί ο Γραμματικός δεν έκανε μια ταινία για τον κινηματογράφο. Έκανε μια ταινία για τους ανθρώπους. Κατάλαβες;
Η Popaganda ευχαριστεί τον Άκη Καπράνο για τη διάθεση του αρχείου του.