Πενήντα μέτρα μόλις από τον προσφυγικό καταυλισμό της Αγίας Βαρβάρας στη Βέροια υπάρχει μια τεχνητή λίμνη που κάποτε δημιουργήθηκε από το φράγμα της εκτροπής του Αλιάκμονα. Το τοπίο, μοναδικό: ένας πλούσιος υδροβιότοπος, καταπράσινος, με σπάνια είδη ψαριών και πουλιών.
Δεν είναι μόνο τα πουλιά που χρησιμοποιούν την περιοχή για να φιλοξενηθούν και να ξεχειμωνιάσουν, ή να ξεκουραστούν στο μακρύ μεταναστευτικό τους ταξίδι. Είναι και οι άνθρωποι, οι περίπου 500 πρόσφυγες που διαμένουν στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας αιτούντων άσυλο, καθώς και τα 30 περίπου ασυνόδευτα αγόρια στην «ασφαλή ζώνη» (safe zone) εντός του καμπ. Γι’ αυτούς, η συνέχεια του ταξιδιού τους είναι αβέβαιη. Η ζωή έχει μπει σε pause, και η αναμονή ατέλειωτη, έως ότου εξεταστεί το αίτημα ασύλου τους, αποφασιστεί αν θα πάρουν το στάτους του πρόσφυγα, ή αν θα γίνει η πολυπόθητη «μετεγκατάσταση» για τα παιδιά που θα τους επιτρέψει να φύγουν και να εγκατασταθούν σε κάποια χώρα του βορρά.
Για τα ασυνόδευτα αγόρια η οργάνωση παιδικής προστασίας Γη των ανθρώπων (Terre des hommes), η οποία έχει αναλάβει την προστασία τους 24 ώρες επί 7 ημέρες, έχει προβλέψει διάφορες δραστηριότητες για την ψυχοκοινωνική και συναισθηματική στήριξή τους. Μια βόλτα στη λίμνη με καλάμι για ψάρεμα γίνεται αφορμή για ένα «αυθόρμητο» μάθημα στα δικαιώματά τους. Ένα δημιουργικό εργαστήρι μαγειρικής, μια ευκαιρία να μάθουν την έννοια της προσφοράς και της συμμετοχής. Με τις δράσεις αυτές αναπτύσσουν τις δεξιότητες και αναπληρώνουν το κενό της εκπαίδευσης, ειδικά τώρα στο λοκντάουν.
Η Κατερίνα Χρυσάνη και η Νίκη Μοσχοβίτη είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την ψυχοκοινωνική στήριξη των παιδιών, αντίστοιχα. Αυτές τις μέρες οργάνωσαν μια διαφορετική δραστηριότητα για τα αγόρια, με θέμα τη «Συναισθηματική Ζωή». Τα παιδιά άκουσαν για τις ανθρώπινες σχέσεις, και τις σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων, μίλησαν για τα χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να έχουν οι ιδανικοί σύντροφοί τους, μοιράστηκαν πληροφορίες για τη θέση του άνδρα και της γυναίκες στις χώρες καταγωγής τους, και άκουσαν από τις δύο ελληνίδες πώς είναι να είσαι γυναίκα και να ζεις σε μια δυτική κοινωνία όπως η Ελλάδα.
«Μια μητέρα, σύμφωνα με το Κοράνι, βρίσκεται στα πόδια του Παραδείσου», είπε ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι στο εργαστήρι, «έχει πολύ σημαντική θέση στη θρησκεία και στον πολιτισμό μας». Ένα άλλο δήλωσε ότι στη χώρα του οι συνθήκες είναι πολύ επικίνδυνες για όλους, οπότε γι αυτό νιώθουν την ανάγκη να προστατεύουν τις γυναίκες. «Στο εργαστήρι, όλα τα παιδιά έδειξαν ότι καταλαβαίνουν πως το δικαίωμα στην εργασία ή σε κάποιες άλλες ελευθερίες θα πρέπει να διασφαλίζονται για όλους τους ανθρώπους, άρα και για τις γυναίκες κι αναγνωρίζουν επίσης ότι κάποια χαρακτηριστικά στις γυναίκες έχουν εδραιωθεί λόγω συνθηκών ζωής και θρησκείας», επισημαίνει η Κατερίνα. «Ωστόσο, με πολλή ενσυναίσθηση, τα παιδιά δηλώνουν ότι είναι ώρα να αλλάξει η μοίρα των γυναικών σε σχέση με τα δικαιώματά τους, και η θέση τους να γίνει ισότιμη μ’ αυτή των ανδρών. Είναι κι αυτό ένας από τους λόγους που θέλησαν να φύγουν, για να μπορέσουν κάποτε είτε από μακριά είτε γυρίζοντας πίσω, να φέρουν τον αέρα της αλλαγής στις κοινωνίες τους».
Παίρνουν χαρτί και μολύβι, μαρκαδόρους, χαρτόνι, μπογιές. Γράφουν συνθήματα στη γλώσσα τους: «Είμαστε μαζί με τις γυναίκες». «Δεν έχουν σημασία τα φύλα αλλά οι άνθρωποι». «Λέμε όχι στη βία κατά των γυναικών». Κολλάνε τα μηνύματα τους στο χαρτόνι και γράφουν στις παλάμες τους “STOP!”. Υψώνουν τα χέρια και φωνάζουν: Stop violence against women: Σταματήστε τη βία κατά των γυναικών.
Tι σημαίνουν όμως όλες αυτές οι έννοιες για τα αγόρια, είναι λέξεις στον αέρα, αφηρημένες έννοιες, εύκολα τσιτάτα στο πλαίσιο ενός δημιουργικού παιχνιδιού; «Καθόλου, αν αναλογιστεί κανείς το πολιτισμικό υπόβαθρό τους στη χώρα προέλευσής τους», λέει η Κατερίνα και προσθέτει: «Τα συγκεκριμένα παιδιά αν και πολλά από την ίδια χώρα, προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά πλαίσια. Τα τρία από αυτά, τα μεγαλύτερα σε ηλικία (17-18) έρχονται από θρήσκες οικογένειες. Έφυγαν μόνα τους με στόχο την άμεση επαγγελματική τους αποκατάσταση σε χειρονακτικές κυρίως εργασίες, που θα τους επιτρέψει να βοηθήσουν την οικογένεια τους, να αποταμιεύσουν και να επιστρέψουν πίσω για να παντρευτούν με συνοικέσιο τη γυναίκα που θα προτείνει η οικογένεια τους».
Η οικογένεια για τα περισσότερα από τα παιδιά είναι τα πάντα. Οι σχέσεις σε αυτή την ηλικία μπορεί να γίνονται αντιληπτές ως εμπόδιο στο στόχο τους να αναπτυχθούν οικονομικά ώστε να βοηθήσουν τους δικούς τους. Για πολλά παιδιά, το συναίσθημα δεν χωράει γιατί υπάρχει ανάγκη. Είναι μεγάλο το βήμα που κάνουν προκειμένου να συναισθανθούν τους άλλους γύρω τους και να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους, ή ακόμη και το να αφεθούν να δημιουργήσουν ζωγραφιές ή άλλες χειροτεχνίες στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Γιατί όπως λέει η Κατερίνα, «και τα συναισθήματα, και η τέχνη και τα γράμματα θέλουν να έχεις λύσει το βιοποριστικό και αναγκαίο των ανθρώπων...».
Αλλά υπάρχουν ανάμεσά τους παιδιά, μικρότερα σε ηλικία, που είναι πιο ελεύθερα στον τρόπο σκέψης τους. Έχουν εκλογικεύσει την κατάσταση και έχουν την άποψη ότι η θρησκεία και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δημιουργούν πολλές φορές εμπόδια στους ανθρώπους. «Αυτά τα παιδιά μου έχουν μεταφέρει φράσεις όπως "αγαπώ τη ζωή", "θέλω να μορφωθώ, να ταξιδέψω". .. είναι ανοιχτά και διψούν για γνώση και εξέλιξη», λέει η Κατερίνα.
Πώς συμπεριφέρονται με τόσες γυναίκες ανάμεσα στο προσωπικό που τα επιβλέπει και τα διδάσκει; «Στην χώρα μας δεν έχουμε σε περίοπτη θέση μόνο τη μητέρα αλλά και τους δασκάλους, οι δάσκαλοι είναι σαν δεύτεροι γονείς μας στο Πακιστάν», λέει ο δεκαεξάχρονος Σουλτάν, ο οποίος παρακολουθεί με εξαιρετική προσήλωση τα workshops που ετοιμάζει το προσωπικό της οργάνωσης. Έφυγε από την πατρίδα του γιατί στο χωριό του υπήρχαν συγκρούσεις και βία. Ο πατέρας έχει πεθάνει, οπότε ο ίδιος έπρεπε να προστατευθεί, να μείνει ζωντανός και να φροντίσει τη μητέρα και τα αδέλφια του. Αγαπά πολύ τη χώρα του και πιστεύει πως αν κάποιος την επισκεφθεί, θα ενθουσιαστεί, ειδικά με την αρχιτεκτονική των τζαμιών στο Ισλαμαμπάντ. Ο στόχος του είναι να φτάσει στη Γερμανία, να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και να βρει δουλειά, γι’ αυτό μαθαίνει αγγλικά.
Τι του λείπει περισσότερο στη Βέροια; Η απάντηση έρχεται αβίαστα, χαμηλόφωνα, με σπασμένη φωνή: «Η μαμά μου».
*Η Μελίνα Σπαθάρη είναι δημοσιογράφος και υπεύθυνη συνηγορίας και εκπροσώπησης ευάλωτων ομάδων