
Και ποιος δεν έχει διαβάσει την «Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, έστω και σε παιδική διασκευή. Πόσοι όμως γνωρίζουν τη ζωή της συγγραφέως αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος; Στην πορεία του χρόνου, η τεράστια δημοφιλία του έργου επισκίασε την ίδια τη δημιουργό του, τη Χάριετ Μπίτσερ Στόου, η οποία δεν υπήρξε απλώς μια αξιόλογη συγγραφέας, αλλά και μια δραστήρια ακτιβίστρια που αφιέρωσε τη ζωή της στον αγώνα εναντίον της σκλαβιάς των «νέγρων» συνανθρώπων της.
Η Χάριετ Μπίτσερ Στόου είχε ξεκινήσει στις 5 Ιουνίου 1851 να γράφει και να δημοσιεύει το «Uncle Tom’s Cabin» (ο πρωτότυπος τίτλος) σε συνέχειες στο εβδομαδιαίο αντιρατσιστικό περιοδικό National Era, που εκδιδόταν στην Ουάσιγκτον, αλλά αποφάσισε, λόγω της μεγάλης απήχησης στους αναγνώστες και την προτροπή ενός νεαρού εκδότη, να το εκδώσει σε βιβλίο τον επόμενο χρόνο.
Ο εκδότης εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις, φοβούμενος ότι το θέμα δεν είναι τόσο δημοφιλές και ότι ήταν παρακινδυνευμένο να το εκδώσουν σε δύο τόμους. Εκείνη του απάντησε: «Δεν γράφω εγώ το βιβλίο, το βιβλίο γράφεται μόνο του και δεν μπορώ να το σταματήσω μέχρι να φτάσει στο τέλος». Της πρότεινε ή το 10% επί των πωλήσεων ή τα μισά κέρδη ρισκάροντας σε περίπτωση που το εγχείρημα δεν πετύχει. Η Στόου με τον σύζυγό της απευθύνθηκαν στον σύμβουλο που είχαν για εκδοτικά θέματα, ο οποίος, χωρίς να έχει μελετήσει τα κείμενα (γεγονός που παραδέχτηκε αργότερα), συνέστησε να αποδεχτούν το 10% ασυζητητί και να μη ρισκάρουν, με την αιτιολογία ότι το μυθιστόρημα έχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα: «Το θέμα του δεν είναι δημοφιλές και επίσης είναι γραμμένο από γυναίκα»!
Το βιβλίο εκδόθηκε στις 20 Μαρτίου 1852 σε δύο τόμους και μέσα σε λίγες μέρες πούλησε 10.000 αντίτυπα, τον δε πρώτο χρόνο της έκδοσης του πούλησε πάνω από 300.000. Οκτώ τυπογραφικές πρέσες δουλεύοντας συγχρόνως μέρα και νύχτα μετά βίας κατάφερναν να καλύψουν τη ζήτηση. Μεταφράστηκε σε πάνω από 70 γλώσσες και στην Αγγλία η έκδοση έφτασε το 1,5 εκατομμύριο πωλήσεις σε ένα χρόνο. Μεταφράστηκε και στα ελληνικά το 1854 από τον ποιητή και μεταφραστή Ιωάννη Καρασούτσα (1824-1873) με τον τίτλο «Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά».
Η Harriet Beecher Stowe χρησιμοποίησε την τεράστια απήχηση του μυθιστορήματος της ως μοχλό πίεσης για να προβάλλει τον αγώνα κατά της δουλείας. Ταξίδεψε στην Αμερική θέλοντας να αφυπνίσει τον Βορρά, ενημερώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους για τα δεινά της σκλαβιάς που είτε δεν γνώριζαν είτε «είχαν επιλέξει να μη γνωρίζουν». Επισκέφθηκε τρεις φορές την Ευρώπη για να συναντήσει σημαντικές προσωπικότητες καθώς και γυναικείες οργανώσεις, και δημιούργησε δυνατές φιλίες με ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών.

Η Χάριετ Μπίτσερ Στόου γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1811 στο Λίτσφιλντ του Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Το πατρικό της όνομα ήταν Harriet Elizabeth Beecher και ήταν το έβδομο από τα 13 παιδιά του καθηγητή Θρησκευτικών Lyman Beecher και της Roxana Foote Beecher. Σε ηλικία 5 ετών έχασε τη μητέρα της και την ανατροφή και τη μόρφωσή της ανέλαβε η αδελφή της, Κατερίνα, που ήταν συγγραφέας και δασκάλα, η οποία αγωνίστηκε πολύ για την εκπαίδευση των κοριτσιών. Η Χάριετ μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο της αδελφής της, στο οποίο αργότερα, από το 1829 έως το 1832, δίδαξε ως δασκάλα. Η λογοτεχνική της τάση φάνηκε από την νεαρή της ηλικία.
Το 1832, σε ηλικία 21 ετών, η Χάριετ μετοίκησε στο Σινσινάτι του Οχάιο, διότι ο πατέρας της ανέλαβε θέση προέδρου στη νεοσύστατη Θεολογική Σχολή του Lane. Ο πατέρας της αναμείχθηκε ενεργά στο κίνημα για την κατάργηση της δουλείας (Abolitionism) που ακολούθησε τις εξεγέρσεις υπέρ της Σκλαβιάς στο Σινσινάτι το 1836 - και εμφύσησε στα παιδιά του αυτές τις ιδέες.
Στο Σινσινάτι, η Χάριετ γράφτηκε σε έναν φιλολογικό σύλλογο όπου γνώρισε πολλούς ομοϊδεάτες της, μεταξύ των οποίων το ζεύγος Κάλβιν και Ελίζα Στόου και συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί τους. Όταν η γυναίκα του Κάλβιν Στόου πέθανε, η Χάριετ του συμπαραστάθηκε και τον στήριξε. Η φιλία αυτή εξελίχθηκε σε μεγάλη αγάπη και κατέληξε σε γάμο στις 6 Ιανουαρίου 1836. Πολύ γρήγορα το ζευγάρι έφυγε για το Mπράνσγουικ του Μέην καθώς προσφέρθηκε θέση καθηγητή στον Κάλβιν στο πανεπιστήμιο Bowdoin. Τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια απέκτησαν επτά παιδιά και έζησαν αρχικά μία δύσκολη οικονομικά ζωή. Ο Κάλβιν Στόου ήταν αυτός που παρότρυνε τη Χάριετ να γράφει, λέγοντάς της ότι «είναι γεννημένη λογοτέχνης και πρέπει να αφοσιωθεί στο γράψιμο».
Η έμπνευση από τον τερατώδη νόμο
Το 1849, κατά την επιδημία χολέρας που μάστιζε τον τόπο, πέθανε ο γιος τους Σάμουελ σε ηλικία δεκαοκτώ μηνών. Τον επόμενο χρόνο, το Κογκρέσο ψήφισε έναν φοβερό νόμο γνωστό ως Fugitive Slave Law, σύμφωνα με τον οποίο όποιος βοηθούσε και δεν παρέδιδε φυγάδες σκλάβους πίσω στον «ιδιοκτήτη» τους διέπραττε έγκλημα με ποινή 6 μήνες φυλάκιση και έως 1.000 δολάρια πρόστιμο.
Τα δύο αυτά σημαντικά γεγονότα, ο θάνατος του γιου της και ο απεχθής νόμος για τους «φυγάδες σκλάβους», την ώθησαν στη συγγραφή του βιβλίου για τη φρίκη της δουλείας των Αφροαμερικανών και την απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντί τους.
Η συνάντηση με τον Λίνκολν
Το 1862, μετά την έναρξη του Εμφυλίου στην Αμερική, την υποδέχτηκε στον Λευκό Οίκο ο πρόεδρος Λίνκολν, ο οποίος θρυλείται ότι μόλις την είδε της είπε: «Ώστε εσείς είστε η μικρή κυρία που έγραψε το βιβλίο που έγινε αφορμή να ξεσπάσει αυτός ο μεγάλος πόλεμος» («So you are the little woman who wrote the book that started this great war»).
Αν και η φράση αναφέρεται μόνο στη βιογραφία που έχει εκδώσει ο γιος της Τσαρλς και δεν έχει επιβεβαιωθεί σε κανένα γραπτό της Στόου, ούτε των άλλων δύο προσώπων που ήταν παρόντες στη συνάντηση, η αναπαραγωγή και συντήρηση της στο π'ερασμα των χρόνων δείχνει τη μεγάλη σημασία που έπαιξε η προσωπικότητά της στη συνείδηση των ανθρώπων κατά την ταραγμένη εποχή του Εμφυλίου.

«Ζούσε μόνο για να αγαπά και να αγαπιέται»
Το 1866 θα πεθάνει ο αγαπημένος της σύζυγος και θα ακολουθήσει ο ένας της αδελφός, καθώς και η Τζιωρτζιάνα, το πιο χαρισματικό από τα παιδιά της, όπως έλεγε. Το 1873 θα μετακομίσει στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ όπου θα ζήσει μέχρι τον θάνατό της, το 1896. Εκεί υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Σχολής Καλών Τεχνών του Χάρτφορντ.
Η υγεία της τα τελευταία δέκα χρόνια άρχισε να κλονίζεται σωματικά αλλά και πνευματικά, αφού έπαθε άνοια, γεγονός που δημιούργησε πολλά προβλήματα καθώς άρχισε να περιπλανιέται στη γειτονιά και να μπαίνει στα σπίτια των γειτόνων της ακόμα και ακατάλληλες ώρες.
Υπήρξε πολυγραφότατη. Έγραψε 30 βιβλία, δοκίμια, άρθρα και έδωσε πολλές διαλέξεις.
Πέθανε την 1η Ιουλίου 1896, σε ηλικία 85 ετών. Έχει ενταφιαστεί στο ιστορικό νεκροταφείο της «Ακαδημίας Φίλιπς» στο Άντοβερ της Μασαχουσέτης.
Το σπίτι στο Μπρόνσγουικ του Μέην, όπου έγραψε την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», αγοράστηκε το 2001 με χρήματα από εράνους που έκανε το Κολλέγιο Bowdoin και ανακαινίστηκε. Το σπίτι που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ είναι πλέον μουσείο και διαθέτει ερευνητική βιβλιοθήκη. Βρίσκεται δε δίπλα στο σπίτι που έζησε μέχρι το 1891 ο μεγάλος συγγραφέας Σάμουελ Κλέμενς (Μάρκ Τουαίην), το οποίο επίσης είναι επισκέψιμο. Το σπίτι στο Σινσινάτι του Οχάιο που έζησε από το 1832 έως το 1850 είναι επισκέψιμο και γίνονται ξεναγήσεις, ομιλίες και παρουσιάσεις.
Ο γιος της Τσαρλς και ο εγγονός της Λάϊμαν θα γράψουν για εκείνη: «Όλη της η ζωή χαρακτηριζόταν με μία λέξη: Αγάπη! Υπήρξε ένα άνθρωπος πράος και υπομονετικός. Ζούσε μόνο για να αγαπά και να αγαπιέται».
Η κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου
Η «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» γυρίστηκε για πρώτη φορά ταινία το 1903 από την Edison Company, δύο μήνες πριν τη «Μεγάλη ληστεία του τραίνου», και είναι η πρώτη ταινία που έχει επεξηγηματικούς διαλόγους ανάμεσα στις σκηνές αλλά και η πρώτη δραματική ταινία. Ακολούθησαν και άλλες κινηματογραφικές μεταφορές με πλέον αξιοσημείωτη εκείνη του 1914, από την World Film Corporation, σε σκηνοθεσία William Robert Daly, στην οποία για πρώτη φορά συμμετέχει σε πρωταγωνιστικό ρόλο ταινίας Αφροαμερικανός ηθοποιός, ο Sam Lucas στον ρόλο του Τομ. Στις προηγούμενες κινηματογραφικές μεταφορές όλοι οι χαρακτήρες του έργου ήταν λευκοί, βαμμένοι με μαύρη μπογιά.
Το 1897, ένα χρόνο μετά το θάνατό της, δημοσίευμα της εφημερίδας «Ακρόπολις» ανέφερε ότι ένας Σύλλογος Φιλότεχνων στην Ν. Υόρκη αποφάσισε να κάνει έρανο με σκοπό να συγκεντρώσει κάποια χρήματα για να δοθούν στις δύο κόρες της οι οποίες μάλλον δεν είχαν καμία οικονομική άνεση, θεωρώντας ότι όλα αυτά τα χρόνια πάρα πολλοί πλούτισαν και συνεχίζουν να πλουτίζουν από το έργο της μητέρας τους, όπως μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι, θεατρώνοι κλπ. Όμως οι κόρες της «αρνήθηκαν μεγαλοφρόνως τα χρήματα», όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα και απάντησαν ότι «τους αρκεί η δόξα της μητρός των».
Η δουλεία απαγορεύεται επισήμως στην Αμερική - και μερίδιο στην εξέλιξη αυτή πρέπει να πιστωθεί στο βιβλίο και στον αγώνα της Χάρριετ Μπίτσερ Στόου. Από το 1834 που έγιναν οι πρώτες δημόσιες ομιλίες από τον πατέρα της στη Θεολογική Σχολή του Λέιν στο Σινσινάτι μέχρι σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, δεν θα έπρεπε να φωνάζουμε «black lives matter» αλλά να είναι βαθειά ριζωμένο μέσα μας.
Ενδεικτικές πηγές:
The Harriet Beecher Stowe Center
Debra Michals PhD, (2017) National Women΄s History Museum
The Harriet Beecher Stowe House Cincinnati, OH
Friends of the Harriet Beecher Stowe House