Οι φετινές ακραίες θερμοκρασίες που έχουν επηρεάσει την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία και το Μαρόκο, θα ήταν «σχεδόν αδύνατο» να σημειωθούν χωρίς την κλιματική αλλαγή - ένα συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε μια προκαταρκτική ανάλυση του World Weather Attribution. Το ένα καυτό καλοκαίρι διαδέχεται το άλλο, τροφοδοτούμενο από τη ζέστη και τους ισχυρούς ανέμους. Το 2023, 334.000 στρέμματα γης κάηκαν στη νότια Ευρώπη σε μόλις 12 ημέρες, μετά τις πυρκαγιές που ξέσπασαν στα μέσα Ιουλίου. Στην απέναντι πλευρά της Μεσογείου, τεράστιες πυρκαγιές στην Αλγερία και την Τυνησία στοίχισαν δεκάδες ζωές.
Ενώ θα χρειαστεί χρόνος για να ανακάμψουν τα ζώα και οι άνθρωποι από τις απώλειες που βιώνουν εξαιτίας των πυρκαγιών, ανησυχία προκαλεί το πώς θα καταφέρουν να αποκατασταθούν τα ενδιαιτήματα που έχουν καεί στο πέρασμα της φωτιάς - ειδικά όσο αυτή γίνεται πιο άγρια εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Οι πυρκαγιές ήταν πάντα μέρος του κύκλου ζωής των μεσογειακών οικοσυστημάτων, αλλά πόσο εύκολο είναι πλέον να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους τα καμένα εδάφη;
Η Jenny Williams, χωρική αναλύτρια στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους στο Kew, στο Λονδίνο, χρησιμοποιεί την τηλεπισκόπηση -εικόνες από drone ή δορυφόρους- για να χαρτογραφήσει τις αλλαγές στη βλάστηση μετά από δασικές πυρκαγιές. Οι φωτιές, σημειώνει, είναι ένα σημαντικό και φυσικό φαινόμενο. Στην πραγματικότητα, χωρίς τις πυρκαγιές, ορισμένα είδη φυτών θα έπαυαν να υπάρχουν. «Πολλά είδη έχουν σκληρό περίβλημα στους σπόρους, που δεν απελευθερώνονται μέχρι να υπάρξει φωτιά. Τότε, μετά από μια πυρκαγιά, έχουμε αυτή τη μαζική έκρηξη σπορόφυτων», τονίζει η επιστήμονας.
Η Μεσόγειος και άλλες περιοχές σε όλο τον κόσμο με παρόμοια κλίματα, θεωρούνται hotspots βιοποικιλότητας: αντιπροσωπεύουν το 5% της επιφάνειας της γης, αλλά φιλοξενούν το 20% της βιοποικιλότητάς της. Αυτές οι περιοχές, οι οποίες βρίσκονται όχι μόνο γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και στην Αυστραλία, την Καλιφόρνια, τη Νότια Αφρική και τη Χιλή, «μοιράζονται» το ασυνήθιστο κλιματικό καθεστώς των ήπιων, υγρών χειμώνων και των ζεστών, ξηρών καλοκαιριών - και των επαναλαμβανόμενων πυρκαγιών. Οι πυρκαγιές μπορούν ακόμα και να ενισχύσουν τη βιοποικιλότητα. Μάλιστα, μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι η μεγαλύτερη βιοποικιλότητα συνδέεται με την υψηλότερη πυροποικιλότητα.
«Η πυροποικιλότητα είναι η μεταβλητότητα στο καθεστώς πυρκαγιάς - η συχνότητά της, η έντασή της», λέει ο Adam Pellegrini, αναπληρωτής καθηγητής στις επιστήμες των φυτών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Ο Pellegrini ερευνά τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε ένα φυτό να αντιμετωπίζει τη φωτιά, και πώς τα μεταβαλόμενα καθεστώτα πυρκαγιάς επηρεάζουν τα οικοσυστήματα και την ικανότητά τους να ανακάμπτουν.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, η πυρκαγιά αλλάζει τις συνθήκες του οικοσυστήματος: «Αμέσως μετά από μια πυρκαγιά, μπορεί να υπάρχει περισσότερο φως, το έδαφος να είναι πιο ζεστό και η τέφρα μπορεί να κάνει το έδαφος πιο αλκαλικό. Διαφορετικά είδη προσαρμόζονται σε αυτές τις διαφορετικές συνθήκες. Κοιτάξτε μια πλαγιά στην Ελλάδα, για παράδειγμα, και μπορεί να δείτε ένα μωσαϊκό από περιοχές σε διαφορετικά στάδια ανάκαμψης. Διαφορετικά είδη φυτών προσαρμόζονται σε αυτά τα διαφορετικά στάδια. Έτσι, αρχίζουμε να βλέπουμε μεγαλύτερη βιοποικιλότητα επειδή η μεταβλητότητα της φωτιάς επιτρέπει τη συνύπαρξη περισσότερων ειδών».
Ένας αυξανόμενος αριθμός επιστημόνων πιστεύει ότι η αύξηση της συχνότητας, της έντασης και της κλίμακας των πυρκαγιών ξεπερνά την ικανότητα των οικοσυστημάτων να ανακάμψουν.
Κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών, τα μεσογειακά φυτά πιστεύεται ότι εξελίχθηκαν ώστε να επιβιώνουν από τις πυρκαγιές, αναπτύσσοντας χαρακτηριστικά που τα βοηθούν να προσαρμόζονται σε αυτές τις συνθήκες. Πολλά δέντρα έχουν ανθεκτικούς στη φωτιά ιστούς με τη μορφή χοντρού φλοιού και μπορούν ακόμα και να αυτοκλαδευτούν από τα νεκρά κλαδιά. Ορισμένα φυτά αποθηκεύουν νερό σε παχύρρευστους ιστούς, ενώ οι ρίζες άλλων φυτών παραμένουν ζωντανές κάτω από το έδαφος για να αναβλαστήσουν μετά τη φωτιά. Οι ανθεκτικοί στη θερμότητα σπόροι, επίσης, βρίσκονται αποθηκευμένοι στο έδαφος περιμένοντας την ευκαιρία τους να αναπτυχθούν. Οι δασικές πυρκαγιές μπορούν να απομακρύνουν τον νεκρό φλοιό, το ξύλο και τα απορρίμματα φύλλων από το έδαφος, έτσι ώστε τα νέα φυτά να μπορούν να αποκτήσουν χώρο και να αναπτυχθούν.
«Τα άθικτα δάση προστατεύουν σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό τους», λέει ο Williams. «Περιορίζουν τη ροή του αέρα, μειώνοντας τον άνεμο που περνάει από μέσα. Εάν πρόκειται για δάσος με κλειστό θόλο, η πυρκαγιά μπορεί να εισχωρήσει έως και 10 μέτρα. Στη συνέχεια σβήνει επειδή δεν κινείται αρκετά γρήγορα. Προβλήματα δημιουργούνται με την ανθρώπινη επέμβαση στη φύση - με μονοπάτια, δρόμους, φράχτες, γραμμές που κόβονται στην άγρια φύση. Με τις παρεμβάσεις αυτές που έχουν ως αποτέλεσμα περισσότερα σημεία χωρίς βλάστηση, οι φωτιές βρίσκουν διόδους και καίνε γρηγορότερα, με αποτέλεσμα ο υπάρχων βιότοπος να μην έχει χρόνο να γεμίσει και να προστατευτεί».
Παράλληλα, ενώ πολλά από τα ανθεκτικά στη φωτιά γνωρίσματα των οικοσυστημάτων μπορούν να τα βοηθούν να επιβιώνουν από πυρκαγιές χαμηλότερης έντασης, μπορεί να δυσκολευτούν όταν έρχονται αντιμέτωπα με άγριες πυρκαγιές που υποδαυλίζονται από την ξηρασία και τους ανέμους, αφού οι θερμοκρασίες είναι πιθανό να ξεπεράσουν τους 1.100C. Όταν τα οικοσυστήματα καίγονται πολύ έντονα ή πολύ συχνά, δεν μπορούν να αναγεννηθούν αποτελεσματικά. Τώρα, η υπερθέρμανση του πλανήτη αναδιαμορφώνει και τις πυρκαγιές της Ευρώπης, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας. Για μέρη όπου η φωτιά αποτελεί φυσικό μέρος του οικοσυστήματος, οι πυρκαγιές που προκαλούνται από την κλιματική κρίση μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικές από τα φυσικά καθεστώτα πυρκαγιών.
Ένας αυξανόμενος αριθμός επιστημόνων πιστεύει ότι η αύξηση της συχνότητας, της έντασης και της κλίμακας των πυρκαγιών ξεπερνά την ικανότητα των οικοσυστημάτων να ανακάμψουν. Ανάλογα με το είδος και την ταχύτητα ανάπτυξης, η βλάστηση χρειάζεται από 25 έως 250 χρόνια για να φτάσει στον μέγιστο βαθμό της. Ο βιότοπος chaparral της Νότιας Καλιφόρνιας, για παράδειγμα, μπορεί να χρειαστεί 30-60 χρόνια για να επανέλθει στην ολότητά του μετά από μια πυρκαγιά. Από την άλλη πλευρά, τα βόρεια και εύκρατα δασικά οικοσυστήματα του Καναδά φαίνεται να ανακάμπτουν ταχύτερα - σε περίπου 10 χρόνια σύμφωνα με μια μελέτη.
Καθώς μεγεθύνεται η σφοδρότητα των πυρκαγιών, τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους υφίστανται ζημιές.
Όσο όμως το χρονικό διάστημα μεταξύ των πυρκαγιών μικραίνει, η ανάκαμψη αυτή γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Επιπλέον, όταν τα δάση αρχίζουν να φυτρώνουν ξανά, είναι μικρότερα, νεότερα και ξηρότερα από πριν, οπότε η ικανότητα αποθήκευσης άνθρακα μειώνεται. Καθώς μεγεθύνεται η σφοδρότητα των πυρκαγιών, τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους υφίστανται ζημιές απελευθερώνοντας «κληροδοτημένο άνθρακα» αιώνων.
Οι πυρκαγιές υψηλής έντασης μπορούν επίσης να βλάψουν το έδαφος, να προκαλέσουν διάβρωση και να εμποδίσουν την απορρόφηση νερού - συνθήκες που οδηγούν σε απώλεια βιοποικιλότητας. Ορισμένα μάλιστα οικοσυστήματα δεν ανακάμπτουν ποτέ, όπως δείχνουν για παράδειγμα μελέτες στα δάση Montane των Βραχωδών Ορέων στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτές, τα δάση θα μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ξερούς θαμνότοπους, καθώς οι δασικές πυρκαγιές θα τους στερούν τα δέντρα τους σε έναν κόσμο που θερμαίνεται.
Τα μεσογειακά οικοσυστήματα κινδυνεύουν ιδιαίτερα, αφού πολλά μεσογειακά είδη φυτών εξαρτώνται αποκλειστικά από τη βλάστηση των σπόρων μετά τη φωτιά για ανάκαμψη. Όπως όλα δείχνουν, γινόμαστε μάρτυρες μόνιμων αλλαγών στο μεσογειακό τοπίο. Σύμφωνα με την Williams, «Παραδοσιακά, τα μεσογειακά οικοσυστήματα έχουν σχεδιαστεί για να καίγονται και μπορούν να ανακάμψουν - αλλά για τα πρώτα δύο με τρία χρόνια φαίνονται διαφορετικά. Πλέον όμως, εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης χάνουν μεγάλο μέρος του εδάφους τους και της φυσικής τους προστασίας. Πιθανότατα εξετάζουμε περίπου 15 χρόνια για ένα καλύτερο είδος ανάκαμψης και όπως όλα δείχνουν θα έχουμε μια νέα κανονικότητα». Σε αυτό το μεταβαλλόμενο κλίμα, η Williams επισημαίνει ότι «ορισμένα είδη μπορεί να μην επιστρέψουν και αυτή μπορεί να είναι η νέα τάξη πραγμάτων».