Θα ήθελα, τούτη τη νωπή ώρα, να αποφύγω τις ευπώλητες γραφικές περιγραφές -για ξενύχτια, ποτά, στέκια- και να μεταφέρω μονάχα μια σκηνή από τον πολυτάραχο βίο του Αντώνη Σουρούνη. Ένα «μάθημα ζωής» του παλιού γραφιά προς τους νεότερους και όχι μόνο.
Χειμώνας του 1989 ή του 90, δεν θυμάμαι πιά, με την μακαρίτισσα Λουκία Ρικάκη, γυρίζουμε ένα αφιέρωμα στον Αντώνη για την εκπομπή της ΕΡΤ «χρώματα». (μοναδική πολιτιστική εκπομπή τότε με μεγάλη τηλεθέαση) Εξωτερικό γύρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Ψοφόκρυο, το συνεργείο έχει παγώσει και βιάζεται να φύγει. Συντομεύω τις ερωτήσεις μου και προσπαθώ να επισπεύσω την όλη διαδικασία. Ο συγγραφέας μας όμως έχει διαφορετική άποψη. Αλλάζει και ξανά αλλάζει κάθε του απάντηση, διπλοτσεκάρει κάθε λέξη, ακόμη και τα επιφωνήματα. Η Λουκία προσπαθεί να τον ρίξει στο …συνδικαλιστικό φιλότιμο, μα αυτός απτόητος. Στο τέλος ζητά να δει στο βίντεο από την αρχή. Υποχωρούμε και περιμένουμε. Όταν τελειώνει στρέφεται προς τη Λουκία και της λέει απότομα: «Πέτα το, είναι φλύαρο. Βαριέμαι και που το βλέπω…Δεν θα γίνω εγώ ρεζίλι για τριάντα λεπτά διασημότητας!»
ΥΓ: Το γύρισμα επαναλήφθηκε μετά από μερικούς μήνες, έτσι όπως εκείνος ήθελε. Με τους δικούς του όρους και την δική του αυστηρή ματιά. Τη θυμήθηκε εκείνη την ματαιωμένη εκπομπή, χρόνια μετά, όταν βρεθήκαμε και οι δυο υποψήφιοι για το βραβείο μυθιστορήματος του «Διαβάζω» το 2007, στο μουσείο Μπενάκη. «Χαίρομαι που κέρδισες το βραβείο», του είπα, «λυπάμαι που το έχασες», μου είπε. Πάντα κύριος.