«Φτεράάάάάάάάάά!», φωνάζει με το ναζιάρικο και γεμάτο θηλυπρέπεια ύφος της η Φτερού περνώντας στους δρόμους της Αθήνας. Στο άκουσμά της, οι περαστικοί ψάχνουν από μακριά να την εντοπίσουν μέσα στο πλήθος και να ανταλλάξουν συνήθως κάποια καλοπροαίρετα πειράγματα, με τον Ανδρέα Νομικό, όπως είναι το όνομά της, να απαντάει πάντα με την κατάλληλη ατάκα.
Εκτός όμως από τους Αθηναίους, ο Ανδρέας-Φτερού είναι γνωστός και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα μιας και, παράλληλα με την καριέρα του σαν έμπορος, υπήρξε ηθοποιός με μικρές εμφανίσεις στον ελληνικό κινηματογράφο. «Έχω παίξει σε πενήντα ταινίες» λέει βγάζοντας από την τσάντα του έναν πάκο με φωτογραφίες που φροντίζει να κρατάει τυλιγμένες σε μια νάιλον σακούλα.
Στον κινηματογράφο ξεκίνησε σε μικρή ηλικία. Περίπου είκοσι χρόνων ήταν. Μια μέρα περνούσε από την πλατεία Κάνιγγος πουλώντας φτερά. Εκεί τον είδε ένας παραγωγός και του είπε ότι γύριζε μια ταινία με τον Γκιωνάκη και τον Ρίζο. Η ταινία λεγόταν “Οι προικοθήρες”, και αμέσως του πρότεινε να κάνει ένα πέρασμα σαν μικροπωλητής, ενώ θα πληρωνόταν κανονικά. Στη συνέχεια, τον είδαν και άλλοι παραγωγοί, με αποτέλεσμα κάθε φορά που είχαν κάποιον ρόλο, να τον καλούν για συμμετοχή. Φυσικά, σ’ αυτό βοήθησε και η αποφοίτησή του από τη σχολή μουσικού θεάτρου του Μενέλαου Θεοφανίδη.
Μιλώντας για κινηματογράφο, θυμάται τους παλιούς ηθοποιούς που συνεργάστηκε, όπως οι Θανάσης Βέγγος, Σταύρος Παράβας, Τάκης Χριστοφορίδης κλπ. Περισσότερο όμως στέκεται στη Σπεράντζα Βρανά. «Ωραίοι ηθοποιοί και ωραίοι άνθρωποι. Τους βλέπω στις ταινίες και μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα. Σκέφτομαι ότι με αυτούς τους ανθρώπους φάγαμε και κοιμηθήκαμε μαζί όταν πηγαίναμε τουρνέ, ενώ συχνά σαχλαμαρίζαμε στο στούντιο. Η Σπεράντζα Βρανά ήταν εκπληκτικός άνθρωπος και θρησκόληπτη. Κάθε Σάββατο έφτιαχνε φανουρόπιτα για όλο τον θίασο. Πάντα τη μνημονεύω. Ήταν αυτό που λέμε “ από ξεσκέπαστο τζάκι”, πολύ ευθύς άνθρωπος».
Παρόλο όμως που περνούσε όμορφα στον κινηματογράφο, ποτέ δεν σταμάτησε να πουλάει φτερά. Εξάλλου, όπως δηλώνει, ανέκαθεν αγαπούσε περισσότερο το εμπόριο. «Πάντα αγαπούσα περισσότερο το εμπόριο. Σαν έμπορας ξεκίνησα, αλλά στη συνέχεια έκανα και τα δύο επαγγέλματα. Σ' αυτή τη δουλειά με έβαλε ένας ξάδερφός μου που έφτιαχνε τα φτερά. Αυτός με προμήθευε κι εγώ πουλούσα. Κάποια στιγμή, όταν τα παιδιά μου ήταν πιο μικρά, ασχολήθηκαν κι εκείνα με το εμπόριο, αλλά στη συνέχεια πήραν άλλους δρόμους». Ήρθαν και τα χρόνια του στρατού όπου υπηρέτησε στο πεζικό με ειδικότητα σκαπανεύς–ναρκαλιευτής. «Τότε η θητεία διαρκούσε πάνω από δύο χρόνια. Όχι όπως οι σημερινοί φλώροι που φεύγουν στους έξι μήνες. Αν και ήταν πολλοί και δύσκολοι μήνες, περνούσαμε ωραία με τους υπόλοιπους φαντάρους» λέει χαρακτηριστικά.
Όμως, έχοντας μπροστά του δημοσιογράφο φροντίζει να βγάλει το άχτι του. «Μη κοιτάς που μιλάω σε σένα. Σου κάνω το χατίρι γιατί είσαι ομορφόπαιδο. Όλοι οι δημοσιογράφοι είστε πούστηδες» λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου, ενώ δεν παραλείπει να κάνει σύγκριση με τους παλιότερους που τους χαρακτηρίζει κύριους. Αφορμή για τα «γαλλικά» του είναι η δυσαρέσκεια για εκείνους που έγραψαν ότι είναι 92 ετών, κάτι που αρνείται.
«Ποια είναι η πραγματική σου ηλικία;» ρωτάω. «Δεσποινίς ετών 39! Δεν σου λέω γιατί θα μου κόψεις το προξενιό. Αυτά να έρθεις να τα πούμε το βράδυ στο κρεβάτι που θα 'ναι και ζεστά» λέει με το γνωστό του ύφος.
Τον ρωτώ αν παντρεύτηκε ποτέ. «Παντρεμένος είμαι βρε κουτσομπόλη», λέει και την ίδια στιγμή βγάζει επιδεικτικά έναν ροζ δονητή από την τσάντα του.
Λίγο αργότερα περνάνε δύο τύποι και τον κοιτάζουν. «Βρε, με κουτσομπολεύεις;» λέει χαριτολογώντας στον έναν για να του απαντήσει εκείνος ότι τον γνωρίζουν από παλιά. Αμέσως μετά, περνάει μια κυρία «Καλημέρα Ανδρέα. Τι κάνεις;».«Όλα τα κάνω. Μόνο σεφτέ δεν έχω κάνει ακόμα» λέει σαν γνήσιος ατακαδόρος.
Την ίδια στιγμή, γυρίζει προς το μέρος μου και παραπονιέται «Σεφτέ δεν έκανα από το πρωί κι έχω τα ρούχα μου. Έχω κι εσένα στο κεφάλι μου. Άντε, αρκετά σου είπα. Πήγε 11.30 η ώρα. Άσε με να πουλήσω καμιά κότα τώρα» .