Τον περασμένο Δεκέμβρη, σε ένα κρεσέντο κρατικής καταστολής και αστυνομικής αυθαιρεσίας, η επέτειος μνήμης του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου σπιλώθηκε από τη λύσσα ενός άνδρα των ΜΑΤ που τσάκιζε ένα μπουκέτο λουλούδια που κάποιος είχε αφήσει στο μνημείο, την ώρα που δεκάδες μηχανές εισέβαλλαν στην πλατεία Εξαρχείων όταν ομάδα διαδηλωτών προσπάθησε να ανοίξει απλά ένα πανό, ρίχνοντας κρότου-λάμψης μέσα σε πολυκατοικία, κρατώντας όμηρους διαδηλωτές σε στοές και στενά, τρομοκρατώντας δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ. Η μέρα εκείνη είχε κλειστούς 24 σταθμούς του μετρό και του τρένου, 400 προσαγωγές και 143 συλλήψεις. Κυρίως όμως, είχε την ασφυξία μιας κλυδωνισμένης δημοκρατίας που με προκάλυμμα την υγειονομική κρίση μετέτρεπε τους πολίτες σε κρατούμενους.
Φέτος, οι προβλέψεις που ήθελαν μια συγκέντρωση χωρίς συμμετοχή, διαψεύσθηκαν από τους χιλιάδες διαδηλωτές που κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας, μιας πορείας ειρηνικής, στη σκιά του αστυνομοκρατούμενου κράτους. Οι επίσης χιλιάδες αστυνομικοί, μοιρασμένοι σε κάθε στενό του κέντρου της πόλης και η προκλητική συνοδεία της πορείας από άνδρες των ΜΑΤ από την αρχή μέχρι το τέλος, αποδεικνύουν ότι το ρήγμα που άνοιξε εκείνος ο Δεκέμβρης είχε σαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Τις ώρες που ακολούθησαν μετά το τέλος της πορείας, αποκαλύφθηκαν βίντεο που αποδεικνύουν το τυφλό μένος της αστυνομίας ακόμη και απέναντι σε ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στην πολυκατοικία τους. Όπως τον Οκτώβρη που άνδρας των ΜΑΤ ωρύεται πως είναι τρελός και σπάει τη τζαμαρία καταστήματος, έτσι και τώρα, άνδρας της ομάδας ΔΡΑΣΗΣ κάνει το ίδιο σε πολυκατοικία. Τα Mέσα Ενημέρωσης έκαναν λόγο για συλλήψεις δύο διαδηλωτών, όμως η Κωνσταντίνα Παπαλιάκου, κάτοικος Εξαρχείων τα τελευταία τρία χρόνια, μου ζήτησε να μιλήσουμε για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, μιας και όσα αναφέρονται αφορούν εκείνη και το αγόρι της, χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί τι έγινε ακριβώς εκείνη τη νύχτα, και κυρίως το ότι οι άνδρες της αστυνομίας έκαναν προσαγωγή σε κατοίκους της πολυκατοικίας που παραβίασαν.
«Κι εγώ, όπως και πολύς κόσμος, κατέβηκα στην πορεία για τα 13 χρόνια μνήμης του Αλέξανδρου. Βρισκόμουν μέχρι το τέλος στα φοιτητικά πανό, με την παρουσία της αστυνομίας να είναι ασφυκτική. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας διμοιρίες των ΜΑΤ βρίσκονταν προκλητικά δεξιά κι αριστερά μας, μια μέρα συμβολική, που οι άνθρωποι διαδηλώνουν κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που στοίχισε τη ζωή ενός παιδιού. Είναι προσβολή αυτό που κάνουν. Μας περικυκλώνουν προφασιζόμενοι την προστασίας μας, ενώ το μόνο συναίσθημα που μας προκαλούν είναι ο τρόμος.
Η πορεία ξεκίνησε στις επτά και ολοκληρώθηκε ειρηνικά με συνθήματα, χειροκροτήματα και τραγούδια κάπου μετά τις οκτώ, όταν κι ένα μεγάλο μέρος της κατευθύνθηκε προς τα Εξάρχεια, όπου υπήρχε το καθιερωμένο κάλεσμα στο μνημείο του Γρηγορόπουλου. Εγώ γύρισα σπίτι όπου με περίμενε ο φίλος μου, ο οποίος δεν είχε έρθει στην πορεία. Αποφασίσαμε να βγάλουμε τη βραδινή βόλτα τον σκύλο μας και να πάρουμε μπύρες, ήταν όμως όλα κλειστά. Στα Εξάρχεια υπήρχε παντού κόσμος εκείνη την ώρα, ενώ σε κάποια στενά είχαν ξεσπάσει επεισόδια με ανθρώπους να τρέχουν λόγω των δακρυγόνων. Στην τσάντα μου έχω πάντα ένα μικρό φαρμακείο με τσιρότα, γάζες και maalox, κατά κύριο λόγο γιατί νιώθω ότι ζω σε μια στοχοποιημένη περιοχή, οπότε αυτό το τσαντάκι το κουβαλάω μιας κι έχω την αίσθηση του ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί από το πουθενά.
Όπως σου είπα, άνθρωποι έτρεχαν πνιγμένοι στα δακρυγόνα κι εγώ, μη έχοντας άλλα είδη πρώτης ανάγκης στην τσάντα μου, αποφάσισα με τον φίλο μου να γυρίσουμε σπίτι, ώστε να πάρω λίγο νερό και ένα ακόμη μπουκαλάκι maalox για να τους δώσω.
Αφήσαμε τον σκύλο στο σπίτι και το αγόρι μου με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας, αγχωμένος με την ένταση που επικρατούσε, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. Εγώ, ανέβηκα προς Μπενάκη, ελάχιστα μέτρα από την πολυκατοικία. Άφησα το maalox κι άρχισα να επιστρέφω σπίτι. Εκείνη την ώρα έπεσαν τρεις κρότου λάμψης με τον κόσμο να πανικοβάλλεται και να τρέχει μαζικά προς στην Τζαβέλλα, όπου είναι και το σπίτι μου, με τους αστυνομικούς να τους ακολουθούν. Κάποια παιδιά με προσπέρασαν και μπήκαν στην πολυκατοικία που μένω κι εγώ. Θέλω να πω στο σημείο αυτό ότι πολλές είναι οι πολυκατοικίες στα Εξάρχεια που κάθε φορά που η αστυνομία επιτίθεται βάναυσα σε διαδηλωτές, ανοίγουν τις πόρτες τους ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα, πολυκατοικίες με οικογένειες, παιδιά, φοιτητές και ηλικιωμένους, που απ’ τα μπαλκόνια καλούν τα παιδιά τα μπουν μέσα, ενώ φωνάζουν στην αστυνομία να σταματήσει να τα κυνηγά και να τα χτυπά. Το βρίσκω πάντα πολύ συγκινητικό αυτό.
Στην πολυκατοικία μου μπήκε αρκετός κόσμος, όλοι τρομοκρατημένοι από την ασφυκτική ατμόσφαιρα και το ποδοβολητό που ακούγονταν πίσω τους. Εγώ, μπήκα τελευταία κι έκλεισα την πόρτα. Το τελευταίο που είδα ήταν πάνω από δέκα δικάβαλες μηχανές να κατεβαίνουν τον δρόμο. Η τζαμαρία της πολυκατοικίας ήταν βαμμένη μωβ, δεν μπορούσαμε να δούμε τι συνέβαινε έξω. Όσα έγιναν απ’ έξω τα είδαμε κι εμείς μετά, στα βίντεο που τράβαγε ο κόσμος φωνάζοντας από τα γύρω μπαλκόνια. Τα σκυλιά της πολυκατοικίας είχαν τρομοκρατηθεί και γαύγιζαν, είχε ξεφύγει η κατάσταση.
Πρέπει να πέρασαν ελάχιστα δευτερόλεπτα, μέχρι που είδαμε ένα πόδι να περνά μέσα από το τζάμι κι αμέσως μετά ένα κεφάλι με κράνος. Μπήκε μέσα από την τζαμαρία, το πιστεύεις; Ένα θηρίο με ΑΦΜ, ένα πλάσμα που δεν έμοιαζε με άνθρωπο, μαίνονταν κι ένιωθα πως θα μας κατασπαράξει. Ήταν σαν μια μηχανή προγραμματισμένη να σαρώσει ό,τι υπήρχε μπροστά της. Με το που θρυμματίστηκε η τζαμαρία ο κόσμος από μέσα ούρλιαζε. Εγώ, ήμουν ακριβώς μπροστά στην πόρτα όταν έσπασε, από καθαρή τύχη δεν είμαι γεμάτη ράμματα ή με σκισμένο κεφάλι. Έφυγαν τεράστια κομμάτια γυαλιά παντού.
Με το που μπήκε ο πρώτος, πέρασε κι ο δεύτερος, επικρατούσε πανικός, κανείς δεν πίστευε αυτό που ζούσαμε. Άρχισαν να κατευθύνονται προς τον κόσμο, ενώ εγώ προσπαθούσα με το βλέμμα μου να βρω πανικόβλητη το αγόρι μου το οποίο αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, έχοντας ανεπτυγμένο νευρίνωμα στη σπονδυλική του στήλη και υπάρχει ανά πάσα στιγμή ο κίνδυνος με κάποια απότομη κίνηση να μείνει ανάπηρος. Δεν τον έβλεπα και φοβήθηκα ότι θα είχε στριμωχτεί με τους ανθρώπους πίσω. Ήμουν σε απίστευτο σοκ, μόλις ένα ρομπότ είχε διαλύσει τη τζαμαρία και κατευθυνόταν προς τα πάνω μας, δίνοντας την αίσθηση ότι δεν έψαχνε έναν, αλλά τον καθένα. Ούρλιαζε να βγούμε όλοι έξω. Άρχισα να φωνάζω να φύγει του έλεγα "Πάτε καλά, τι κάνετε; Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να το κάνετε αυτό, είναι εγκληματικό". Γύρισε, με βούτηξε και με έσυρε έξω ενώ δεν σταματούσα να του φωνάζω ότι μένω σ’ αυτή την πολυκατοικία, για να πάρω την απάντηση «ρε έλα εδώ, θα μας τα πεις έξω αυτά». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάποιον να με τραβάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήταν ο φίλος μου. Δεν είχα καταλάβει μέσα στον πανικό ότι τόση ώρα ήταν πίσω μου. Εκείνη τη στιγμή ο δεύτερος που είχε παραβιάσει την πολυκατοικία πήρε το αγόρι μου, ο οποίος φώναζε ότι έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Θεωρώ ότι οι φωνές μας για το πρόβλημα υγείας του αγοριού μου, σε συνδυασμό με το ότι δεν συμμετείχαμε στα επεισόδια κι ήμασταν φοβερά φοβισμένοι και συνεργάσιμοι, λειτούργησαν υπέρ μας, γιατί πηγαίνοντας μας στο βαν για τη ΓΑΔΑ, ήταν πιο ήρεμοι. Σκεφτόμασταν διαρκώς ότι αν αντιδράσουμε θα μας τσακίσουν στο ξύλο και στον Βασίλη δεν επιτρέπονται καν οι κραδασμοί. Μέσα στο βαν υπήρχε ένας 19χρονος με δεμένα τα χέρια πίσω που έκλαιγε φοβισμένος. Του είχαν σκίσει το μπουφάν και ήταν χτυπημένος στο πρόσωπο. Προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε όμως ήταν κι αυτός σε σοκ, μας είπε ότι τον βρήκαν μόνο του να περπατάει, έπεσαν πάνω του έξι άτομα κι άρχισαν να τον χτυπάνε. Επίσης, ήταν κι ένα ανήλικος μέσα.
Αυτό που θέλω να διευκρινιστεί είναι ότι όλο αυτό που έγινε δεν είχε καμία σχέση με την πορεία, όσα έγιναν, έγιναν τρεις ώρες μετά την ολοκλήρωση της. Είχα γυρίσει, είχα μιλήσει με τον φίλο μου, είχαμε πάει βόλτα τον σκύλο μας. Θέλω να διευκρινιστεί ότι δεν συνελήφθησαν διαδηλωτές μέσα στην πολυκατοικία όπως αναπαράγεται στα Μέσα, αυτό που έγινε ήταν προσαγωγή σε κατοίκους της πολυκατοικίας που παραβίασαν οι άντρες της αστυνομίας με εγκληματικό τρόπο. Δεν θέλω να το ζήσει κανείς αυτό που ζήσαμε, να κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου κι ο άλλος να περνάει από μέσα και να σε απειλεί. Δεν υπολόγισαν τίποτα. Εκείνος, ήταν εξοπλισμένος σαν ρομπότ τίναζε τα γυαλιά από πάνω του σαν χιόνι, εμείς θα μπορούσαμε να έχουμε σφαχτεί, να μη μπορούσαμε να είμαστε τώρα εδώ και να τα λέμε.
Να αρχίσουμε επιτέλους να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Βαρέθηκα να ακούω τι έκανε ένας 15χρονος στα Εξάρχεια. Ας απαντήσουμε τι έκανε αυτός ο κρατικός υπάλληλος μέσα στο σπίτι μου, με θρύψαλα πάνω του τα τζάμια της πολυκατοικίας που μένω, τραβώντας με έξω; Τι δουλειά είχε αυτός εκεί; Πήγα σε μια πορεία, φώναξα συνθήματα και γύρισα σπίτι μου. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο απ’ αυτό και βρέθηκα τρεις ώρες μετά σε αυτήν τη συνθήκη με το αγόρι μου να κινδυνεύει.
Το να ζεις στα Εξάρχεια είναι ένα στοίχημα γι’ αυτούς, διαρκώς θέλουν να σε κάνουν να νιώθεις όλο και λιγότερο ασφαλής στον χώρο σου. Και στο προηγούμενο σπίτι που έμενα έναν χρόνο πριν, πάλι το ίδιο συναίσθημα είχα. Γενικά οι άνθρωποι που ζούμε εδώ, όταν βλέπουμε αστυνομία στις γειτονιές μας δεν είναι ποτέ για καλό, καμιά και κανείς μας δεν έχει την αίσθηση της ασφάλειας ή ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ για να μας προστατεύσουν.
Από το 2019, οι έλεγχοι που μας γίνονται είναι προκλητικοί κι ενοχλητικοί, ενώ εκείνοι το διασκεδάζουν χωρίς να το κρύβουν μάλιστα. Προσωπικά, στο σπίτι που έμενα πριν από εδώ, υπήρχε μόνιμα μια κλούβα απ’ έξω, όπου με ήξεραν και τους ήξερα μιας και μπορεί να πέρναγα και τέσσερις φορές την ημέρα από μπροστά τους. Όποτε βαριόντουσαν με σταμάταγαν κι επέμεναν να θέλουν να με ελέγξουν. Νιώθω ότι υπάρχουμε για να τους διασκεδάζουμε, κι αυτό είναι ακόμη πιο έντονο κι ανυπόφορο αν είσαι κορίτσι. Ούτε που μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω ακούσει από σφυρίγματα και φιλάκια στον αέρα, μέχρι το «μια μέρα θα σε γαμήσω». Πελώριοι οπλισμένοι άντρες με γλοιώδη βλέμματα, θεωρούν ότι μπορούν να δράσουν παραβιαστικά πάνω σου κι εσύ σαν κορίτσι δεν μπορείς να κάνεις πολλά για να το αποτρέψεις. Όποτε υπάρχει γενικευμένη ένταση στα Εξάρχεια, είμαστε όλες κι όλοι κινούμενοι στόχοι γι’ αυτούς. Δεν μ’ αρέσει που το λέω αλλά οι κάτοικοι εδώ προσπαθούμε να μην προκαλούμε, να κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Είναι ένα αίσθημα καθημερινής ασφυξίας».