Ανώτατη εκπαίδευση, υψηλό εισόδημα, διαπροσωπικές σχέσεις, καριέρα, ανεξαρτησία. Καθορίζουν όλα αυτά το πόσο ευτυχισμένοι είμαστε; Μάλλον όχι. Μάλιστα, μπορεί τελικά ό,τι έχουμε πετύχει στη ζωή να μας κάνει λιγότερο ευτυχισμένους. Την δεύτερη υπόθεση εξετάζει στο νέο του βιβλίο If You’re so Smart, Why Aren’t You Happy?, ο Ρατζ Ράγκχαναθαν, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τέξας.
Γιατί δεν νιώθουμε ευτυχισμένοι παρά τις επιτυχίες μας; Ο κ. Ράγκχαναθαν μίλησε στο αμερικανικό περιοδικό Atlantic, στο οποίο και εξήγησε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στη διάσταση μεταξύ της αντίληψης που έχουμε για το τι μας κάνει ευτυχισμένους και τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να το κατακτήσουμε, τρόπος ο οποίος συχνά δεν «πολλαπλιασιάζει» τελικά την ικανοποίησή μας στο βαθμό που φανταζόμασταν. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «Ας πάρουμε την ανάγκη του ανθρώπου για τελειότητα […] Ένας τρόπος για να γίνουμε πολύ καλοί στο αντικείμενό μας είναι μέσω της λεγόμενης κοινωνικής συγκρισιμότητας. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει: “Θέλω να γίνω ο καλύτερος καθηγητής που υπάρχει’’».
Όμως εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο τα βρει κανείς τα κριτήρια που αναδεικνύουν κάποιον ως τον καλύτερο καθηγητή -είναι η έρευνα ή η διδασκαλία, η αξιολόγηση των μαθητών ή η ποιότητα των μεταδιδόμενων γνώσεων;- οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν ως μέτρο σύγκρισης πιο «απτά» στοιχεία, όπως ο μισθός ενός καθηγητή, το πανεπιστήμιο στο οποίο διδάσκει, τα βραβεία που έχει κερδίσει. Σύμφωνα με τον κ. Ράγκχαναθαν, προσαρμοζόμαστε ταχύτατα σε αυτά τα «τυποποημένα» κριτήρια: «Αν πάρουμε μία σημαντική αύξηση αυτό το μήνα, θα είμαστε χαρούμενοι για δύο-τρεις μήνες. Μετά, ωστόσο, θα συνηθίσουμε και θα θέλουμε κάτι παραπάνω […] Θα αναζητούμε πάντα κάτι παραπάνω για να διατηρήσουμε τα υψηλά επίπεδα ευφορίας».
Στον αντίποδα της παραπάνω αντίληψης για το «πώς προσεγγίζεται η ευτυχία», ο καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Τέξας προτείνει «μία εναλλακτική προσέγγιση», στην οποία κάποιος θα πρέπει να καταλάβει σε τι είναι πραγματικά καλός και τι πραγματικά ευχαριστιέται να κάνει, χωρίς να συγκρίνει τον εαυτό του με άλλους: Με αυτό τον τρόπο «δίνει κανείς έμφαση στα πράγματα που ενστικτωδώς του ασκούν γοητεία και στα οποία έχει ταλέντο. Αν κάποιος επικεντρωθεί σε αυτά μακροχρόνια, είναι τότε πολλές, πάρα πολλές οι πιθανότητες μία μέρα να εξελιχθεί σε “μάστορα του είδους”. Τότε η φήμη και η εξουσία και τα χρήματα και όλα τα άλλα που αναζητά θα έρθουν ως παρεπόμενη συνέπεια», προσθέτει ο ίδιος.
Σύμφωνα με έρευνα, όσοι έχουν κερδίσει το λαχείο δεν νιώθουν μετά από ένα χρόνο πιο ευτυχισμένοι ακόμα και από ανθρώπους που υπέστησαν πρόσφατα κάποιον σοβαρό τραυματισμό.
Ο κ. Ράγκχαναθαν υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι σημερινοί άνθρωποι είναι «προϊόν όντων που επιβίωσαν στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους σε βάθος πολλών ετών», γεγονός που μας κάνει να εφιστούμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούμε τις ελλείψεις και την ανεπάρκεια των πόρων στο περιβάλλον, οι οποίες ενδέχεται να αποδειχθούν απειλητικές για την επιβίωση του ανθρώπου. Αν και αυτή η αντίληψη ήταν απαραίτητη σε ένα πρωτόγονο πλαίσιο διαβίωσης, στο οποίο η τροφή και οι πρώτες ύλες ήταν λίγες, σήμερα «οι τάσεις αυτές που μας έχουν κληροδοτηθεί από την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους μπορούν να μας βάλουν εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη μας», υπογραμμίζει ο κ. Ράγκχαναθαν και δίνει ένα παράδειγμα για τη νέα αντίληψη της εποχής που απαιτεί στροφή του ανθρώπου στην έννοια της δημιουργικής αφθονίας: «Ένα εργαστήριο ανάπτυξης λογισμικού: αυτό είναι ένα από τα επιστημονικά παιδιά που δείχνει ότι ο άνθρωπος πετυχαίνει περισσότερα όταν δεν επικεντρώνεται στη διαχείριση των περιορισμένων πόρων που έχει, όταν δεν ανησυχεί τόσο για το αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα απολαμβάνει τη διαδικασία δημιουργίας ενός πράγματος».
Πού οφείλεται όμως το γεγονός ότι οι άνθρωποι «συνηθίζουμε εύκολα στα καθημερινά μας επιτεύγματα;». Σύμφωνα με μία έρευνα, όσοι έχουν κερδίσει το λαχείο δεν νιώθουν μετά από ένα χρόνο πιο ευτυχισμένοι, ακόμα και από ανθρώπους που υπέστησαν πρόσφατα κάποιον σοβαρό τραυματισμό. Συχνά, μετά την βραχύβια ικανοποίηση που φέρνει μία καλύτερη δουλειά με καλύτερες αποδοχές, επανέρχονται στο προσκήνιο οι ίδιοι φόβοι και ανασφάλειες που μας κυνηγούσαν στο προηγούμενο εργασιακό περιβάλλον. Κατά τον κ. Ράγκχαναθαν αυτό έχει να κάνει με τις «προσδοκίες μας ότι αν καταφέρουμε κάτι, θα γίνουμε αυτόματα και πιο ευτυχισμένοι. Όμως στο τέλος αποδεικνύεται ότι αυτό είναι ψευδές. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι προσαρμοζόμαστε στις νέες συνθήκες, όμως έχει να κάνει και με το ότι κάθε φορά βλέπουμε μπροστά μας ένα βουνό που πρέπει να ανέβουμε για να φτάσουμε στην κορυφή του. Όταν ωστόσο το κατορθώσουμε, βλέπουμε ότι εκεί έξω υπάρχουν και άλλα βουνά με κορυφές που πρέπει να κατακτήσουμε».
Ποια είναι η λύση στο ατέρμονο κυνήγι των κατακτήσεων που τελικά δεν φαίρνουν την ευτυχία; Στο βιβλίο του Ρατζ Ράγκχαναθαν προτείνεται ως λύση το «απαθές κυνήγι του πάθους, που συνίσταται στην ιδέα ότι δεν θα πρέπει να συνδέουμε την ευτυχία μας με τα αποτελέσματα που έχουν κάθε φορά οι προσπάθειές μας. Και αυτό γιατί, τελικά, πρόκειται για αποτελέσματα που δεν έχουν μία αφεαυτού ξεκάθαρη επίδραση στα "επίπεδα ευτυχίας" μας», αναφέρει ο ίδιος, για να προσθέσει: «Αν εξαιρέσουμε πραγματικά σημαντικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή μας -όπως μία ανίατη ασθένεια ή ο θάνατος ενός παιδιού- μετά καταλαβαίνουμε ότι ένας χωρισμός […] ή ένας τραυματισμός […] αφήνουν αρχικά την αίσθηση ότι “αυτό είναι το τέλος του κόσμου, δεν πρόκειται να το ξεπεράσω ποτέ”. Ωστόσο τελικά φαίνεται ότι μπορούμε να ανακάμψουμε από αυτά τα γεγονότα, […] η αρνητική διάσταση των οποίων μας βοηθάει να ωριμάζουμε και να μαθαίνουμε τον κόσμο».
Και ας είμαστε λίγο αισιόδοξοι: «Όλοι έχουμε μία πεποίθηση σχετικά με το αν πρόκειται να έρθουν καλές ή κακές μέρες», αναφέρει ο κ. Ράγκχαναθαν. «Δεν μπορεί κανείς επιστημονικά να αποδείξει ποια από τις δύο προσεγγίσεις είναι πιο ακριβής. Αλλά αν πιστεύεις ότι η ζωή είναι γενναιόδωρη, θα δεις πολλά πράγματα που θα επιβεβαιώσουν την αντίληψή σου. Αν πάλι θεωρείς ότι η ζωή είναι κακή, πάλι θα δεις πολλά πράγματα που θα επιβεβαιώσουν την αντίληψή σου. Είναι σαν το φαινόμενο placebo. Δεδομένου του ότι και οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις είναι εξίσου ορθές, γιατί δεν υιοθετούμε αυτή που πρόκειται να μας βοηθήσει περισσότερο στη ζωή μας;».