Πριν από λίγους μήνες, στην αυγή του 2020, η κατάσταση φαινόταν ως κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, αν όχι ιδανική, για τον Ντόναλντ Τραμπ. Η οικονομική ανάπτυξη που του άφησε ως παρακαταθήκη η κυβέρνηση Ομπάμα και η θέση ισχύος που αποτελεί εκ των πραγμάτων το αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελούσαν έναν ισχυρό συνδυασμό που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην πολυπόθητη επανεκλογή στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ταυτόχρονα, η επικοινωνιακή μηχανή που τον οδήγησε στη νίκη το 2016 είχε ξεκινήσει και πάλι να κινείται στους ρυθμούς της πόλωσης και του διχασμού.
Σήμερα όμως, περίπου τέσσερις μήνες μετά, οι εξελίξεις τρέχουν εις βάρος του Τραμπ καθώς η πανδημική κρίση του Covid-19 ανέδειξε σε τεράστιο βαθμό τις παθογένειες που διακρίνουν την κυβέρνηση του. Η απουσία γνώσεων σχετικά με το αντικείμενο της πανδημίας σε συνδυασμό με την απόρριψη οποιασδήποτε συνεργασίας με την επιστημονική κοινότητα, οι ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικό υλικό και υγειονομικό προσωπικό που έχουν αποβεί μοιραίες και έχουν ανεβάσει κατακόρυφα τον αριθμό των θυμάτων αλλά και οι συνεχείς συγκρούσεις με τους κυβερνήτες των πολιτειών, έχουν πλήξει την εικόνα του Αμερικάνου Προέδρου.
Παράλληλα με την επέλαση του Covid-19, οι οικονομικές πληγές που έχουν προκληθεί δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την κυβέρνηση Τραμπ καθώς αδυνατεί να βρει λύση και να παρέμβει αποτελεσματικά στην οικονομία. Πάνω από 26 εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν χάσει τη θέση τους κάνοντας αίτημα για επίδομα ανεργίας ενώ η ευθύνη της αδυναμίας για συνεργασία με τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο επιρρίπτεται από την κοινή γνώμη στον Τραμπ. Επιπλέον, οι τοποθετήσεις του περί ενέσεων με απολυμαντικά έχουν προκαλέσει απόγνωση στην επιστημονική κοινότητα την ώρα που η παγκόσμια κοινή γνώμη απορεί με το γεγονός ότι σε στιγμές τέτοιας κρίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να έχουν τεράστιο έλλειμα ηγεσίας.
Οι αρνητικές εξελίξεις και η αδυναμία του Τραμπ να ηγηθεί έχουν προκαλέσει τεράστια ανησυχία στους κύκλους των στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο δημοσκόπος Γκλεν Μπόλγκερ δήλωσε ότι «με την οικονομία σε ελεύθερη πτώση δημιουργείται ένα περιβάλλον με προκλήσεις καθώς είναι πλήρης η διαφοροποίηση σε σχέση με την κατάσταση που βρισκόμασταν λίγους μήνες πριν» ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Τομ Κόουλ δήλωσε ότι «πρέπει να έχεις λίγη ελπίδα για να πουλήσεις στους πολίτες αλλά ο Τραμπ συνήθως πουλάει θυμό και διχασμό».
Το αφήγημα της οικονομικής ανάπτυξης με το οποίο ο Τραμπ θα κατέβαινε στην κούρσα των εκλογών φαντάζει ως μακρινό παρελθόν και ήδη τα αποτελέσματα εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις καθώς φαίνεται να χάνει από τον Τζο Μπάιντεν σε σημαντικές πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, η Πενσυλβάνια και η Φλόριντα. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι καθημερινά η εικόνα του στα media πλήττεται όλο και περισσότερο καθώς έχει συνεχώς εκρήξεις και πλέον η δημιουργία εξωτερικών εχθρών όπως έκανε στον παρελθόν δε λειτουργεί. Αντιθέτως, η σύγκρουση με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και οι συνεχείς επιθέσεις στην Κίνα αντιμετωπίζονται με αρνητικό τρόπο καθώς θεωρείται ότι δημιουργούν κλίμα πόλωσης σε στιγμές που βασικό ζητούμενο είναι η συνεργασία.
Αυτές τις εξελίξεις φαίνεται να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι Δημοκρατικοί καθώς έχουν θέσει σε εφαρμογή το ίδιο σχέδιο που τους οδήγησε σε διαδοχικές νίκες το 2006 για τη Βουλή και τη Γερουσία και το 2008 για την προεδρία. Τότε, αντιλαμβανόμενοι το κλίμα αγανάκτησης απέναντι στον Τζορτζ Μπους έτρεξαν μια εκστρατεία που βασίζονταν στην παρουσίαση των αρνητικών πεπραγμένων του τότε προέδρου κυρίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008. Το ίδιο επιχειρούν να κάνουν και τώρα καθώς επενδύουν στις εκρήξεις του Τραμπ και στην απουσία οργάνωσης στους κόλπους της κυβέρνησης του κάτι το οποίο έσπευσε να τονίσει ο Μπίλι Πάιπερ, στέλεχος των Ρεπουμπλικανών, λέγοντας ότι «ήδη υπάρχουν πολλές ομοιότητες με την κατάσταση του 2008».
Επίσης, σε σύγκριση με το 2016, η κατάσταση στο Δημοκρατικό Κόμμα είναι σαφώς πιο ήρεμη και δεν υπάρχει το αίσθημα διχασμού και οργής απέναντι στην Χίλαρι Κλίντον και την ηγεσία του κόμματος που ουσιαστικά της χάρισε το χρίσμα. Ο Τζο Μπάιντεν φρόντισε πολύ σύντομα μετά τις συνεχόμενες νίκες του στις προκριματικές εκλογές να χτίσει συμμαχίες με στελέχη του κόμματος από όλες τις πολιτικές πλευρές ενώ ο βασικός του αντίπαλος, Μπέρνι Σάντερς, έσπευσε να τον στηρίξει δημιουργώντας ένα κλίμα ευρείας συναίνεσης μέσα στο κόμμα που μπορεί να μεγαλώσει στους μήνες που έρχονται μέχρι τις εκλογές.
Με το αφήγημα της οικονομικής ανάπτυξης να είναι πλέον εκτός ατζέντας και με την επικοινωνιακή του παρουσία να αποτελεί τεράστιο πλήγμα ο Τραμπ μοιάζει να βρίσκεται δεινή θέση. Το πλαίσιο του πολιτικού outsider στο οποίο κινήθηκε το 2016 προφανώς και δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα καθώς διαθετεί θεσμικό ρόλο ενώ η δημιουργία πόλωσης και έντασης περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά συσπειρώνει τον πυρήνα υποστηρικτών του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εν γένει. Το κύριο πλήγμα που προκάλεσε η κρίση του Covid-19 στην κυβέρνηση ήταν κατά κύριο λόγο η εμφάνιση των αντιφάσεων που τη διακρίνουν καθώς και η απουσία οργάνωσης στις τάξεις της. Αυτό συμβαίνει διότι μία υγειονομική και εν συνεχεία οικονομική κρίση έχει άμεση επιρροή σε τομείς ζωτικής σημασίας για την καθημερινή ζωή των πολιτών και φυσικά η διαχείριση της δε μπορεί να γίνει με επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου θα έχουν χαρακτήρα θρίλερ και η μέχρι τώρα στάση των Τραμπ και Μπαίντεν δείχνουν την πλάστιγγα να γέρνει προς την πλευρά του Δημοκρατικού υποψηφίου.