«Ήμουν σε μια τελετή απονομής βραβείων στο Λύκειο του γιου μου… όταν είδα να εμφανίζεται στο κινητό μου ένα email με ανησυχητικό τίτλο: “Η κυβέρνηση απέκτησε τα τηλεφωνικά σας αρχεία”. Ήταν από δικηγόρο των New York Times, όπου εργάστηκα ως δημοσιογράφος για 15 χρόνια στο γραφείο της Ουάσιγκτον. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης μού έστειλε email, ακολουθούμενο από επίσημη ειδοποίηση ότι οι εισαγγελείς είχαν κατασχέσει μυστικά τα αρχεία του κινητού μου για μια περίοδο τρεισήμισι μηνών στις αρχές του 2017»:
Αυτά έγραφε ο δημοσιογράφος Eric Lichtbau το 2021 στο «Intercept», όταν πρωτοαποκαλύφθηκε ότι το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης επί πρώτης προεδρίας Τραμπ είχε «βάλει κοριούς» σε Κογκρέσο και δημοσιογράφους. «Είχα διενέξεις και στο παρελθόν με κυβερνήσεις για ευαίσθητα ρεπορτάζ, αλλά ποτέ έτσι» -σημείωνε ο Lichtbau- «με τα πάντα να γίνονται υπό τέτοια μυστικότητα, χωρίς να μπορώ να γνωρίζω τι κατασχέθηκε, πόσο μάλλον να το αντιπαλέψω στα δικαστήρια».
Η ολοκληρωμένη έκθεση του γενικού επιθεωρητή του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης Μάικλ Χόροουιτς, που δημοσιεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου, αποκαλύπτει σήμερα πώς επί πρώτης θητείας Τραμπ το συγκεκριμένο υπουργείο χρησιμοποίησε τους θεσμούς (στην έκθεση αναφέρονται ως «υποχρεωτική διαδικασία») ώστε τρίτοι φορείς να του παρέχουν αρχεία επικοινωνιών (χωρίς περιεχόμενο) δύο μελών των Δημοκρατικών του Κογκρέσου, 43 υπαλλήλων του Κογκρέσου και από τα δύο κόμματα, καθώς και οκτώ δημοσιογράφων του «CNN», των «New York Times» και της «Washington Post».
Οι διαδικασίες άρσης απορρήτου των επικοινωνιών για τους συγκεκριμένους «στόχους» εκκίνησαν το 2017, με σκοπό να εντοπιστούν οι πηγές «διαρροών διαβαθμισμένων πληροφοριών» οι οποίες είχαν δημοσιευτεί σε κάποια ρεπορτάζ την ίδια χρονιά. Ταυτόχρονα, όμως, το υπουργείο Δικαιοσύνης εξασφάλισε εντολές αποσιώπησης, που σημαίνει ότι απαγορεύτηκε να ενημερωθούν οι ερευνώμενοι για τη διαδικασία.
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή παρέχει λεπτομερή αλλά ανωνυμοποιημένη περιγραφή των τεσσάρων ερευνών για τις διαρροές, οι οποίες διατάχθηκαν το 2017 επί Γενικού Εισαγγελέα Τζεφ Σέσιονς και συνεχίστηκαν επί του διαδόχου του Μπιλ Μπαρ – και οι δύο, της κυβέρνησης Τραμπ.
«Το υπουργείο δεν απήγγειλε κατηγορία για μη εγκεκριμένη δημοσίευση απόρρητων πληροφοριών σε κανέναν από τους ερευνώμενους, και όλες οι τέσσερις έρευνες έχουν σήμερα ολοκληρωθεί», καταλήγει η έκθεση.
Ξεγέλασαν δικαστές για να υπογράψουν παρακολούθηση του Κογκρέσου;
Οι γενικοί εισαγγελείς δεν ενημέρωσαν τους δικαστές ότι τα αρχεία που αναζητούσαν ήταν μελών και υπαλλήλων του Κογκρέσου όταν κατέθεσαν αιτήσεις για έκδοση εντολών αποσιώπησης, σημειώνεται στην έκθεση. Ωστόσο, οι κανόνες μέχρι τότε δεν προϋπέθεταν σχετική ενημέρωση, και γενικά ήταν θολοί – για παράδειγμα ως προς το τι αρχεία επιτρεπόταν να ερευνηθούν και σε ποιο βαθμό.
Μετά το 2021, όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση και υπήρξε ο πρώτος έλεγχος από τον γενικό επιθεωρητή, το υπουργείο Δικαιοσύνης αναθεώρησε τον κανονισμό – περιλαμβάνοντας και διάταξη να ενημερώνονται οι δικαστές όταν οι εντολές αποσιώπησης αφορούν σε μέλη ή υπαλλήλους του Κογκρέσου.
«Οι αποκαλύψεις του γενικού επιθεωρητή είναι κάτι παραπάνω από δυσάρεστες», είπε ο γερουσιαστής Ρον Γουάιντεν Ντι-Ορ στο «Intercept». «Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης ξεγέλασε δικαστή ώστε να εγκρίνει μυστική παρακολούθηση Δημοκρατών και Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο… Όπως δείχνει αυτή η καταχρηστική ενέργεια, υπάρχουν ελάχιστες δικλίδες ασφαλείας για να εμποδίσουν έναν εισαγγελέα μόνο του ή τον γενικό εισαγγελέα ή το υπουργείο Δικαιοσύνης ή ακόμα τις πολιτειακές ή τοπικές αρχές επιβολής του νόμου να κατασκοπεύουν το Κογκρέσο και να απειλούν το συνταγματικό μας σύστημα ελέγχων και ισορροπιών».
Κάποιες από εκείνες τις εντολές αποσιώπησης ανανεώθηκαν κατ’ επανάληψη ενώ άλλες επεκτάθηκαν ακόμα και τέσσερα χρόνια, όπως διαπίστωσε στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής. Σε μία περίπτωση υπαλλήλου του Κογκρέσου, η εντολή επεκτάθηκε ακόμα και όταν αποφασίστηκε ότι αυτός/-ή δεν αποτέλεσε πηγή διαρροών.
Για τα μέλη και τους υπαλλήλους του Κογκρέσου, η έκθεση αποφαίνεται δε ότι απέκτησαν πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους.
Το υπουργείο παρέκκλινε των κανόνων του για να παρακολουθήσει δημοσιογράφους
Σε αντίθεση με το θολό τοπίο των θεσμικών ορίων για την παρακολούθηση μελών του Κογκρέσου, το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε ανέκαθεν μια σειρά διατάξεων που οριοθετούσαν την παρακολούθηση δημοσιογράφων – δεν υπάρχει όμως σχετική εθνική νομοθεσία.
Όταν επί κυβερνήσεως Ομπάμα αποκαλύφθηκε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης ερευνούσε τηλεφωνικά αρχεία δημοσιογράφων του Associated Press και τα email ενός ρεπόρτερ του Fox News, ο Ομπάμα αναγκάστηκε να αναθεωρήσει αυτούς τους κανόνες, σημειώνει το «Intercept». Ήταν το 2014-2015. Έκτοτε, το υπουργείο Δικαιοσύνης υποχρεούνταν να ειδοποιεί τα ΜΜΕ πριν από οποιαδήποτε αίτηση παρακολούθησης, ώστε οι δημοσιογράφοι να έχουν την επιλογή να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη ή να διαπραγματευτούν με τις αρχές. Επίσης, σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η απόφαση για κλήτευση δημοσιογράφων πρέπει να περνά από μια επιτροπή υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων του υπουργείου Δικαιοσύνης και να την εγκρίνει ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας.
Η πρόσφατη έκθεση του γενικού επιθεωρητή αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Τραμπ «ξέχασε» κάποιους κανόνες και σημειώνει: «Μας προβλημάτισε ότι αυτές οι αδυναμίες προέκυψαν μόλις λίγα χρόνια μετά την αναθεώρηση».
Για παράδειγμα, το 2020, ο εισαγγελέας Μπαρ ενέκρινε ο ίδιος –όπως προβλεπόταν- αιτήματα προς παρόχους υπηρεσιών για την πρόσβαση στα αρχεία επικοινωνιών οκτώ δημοσιογράφων. Τα αιτήματα όμως δεν πέρασαν από την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου, όπως επίσης προβλεπόταν. Ούτε έδωσε ο Μπαρ ρητή έγκριση για εντολές αποσιώπησης, τις οποίες ωστόσο το υπουργείο Δικαιοσύνης επιδίωξε ώστε να μην ενημερώσουν οι πάροχοι τους ερευνώμενους ότι ήραν το απόρρητο των επικοινωνιών τους.
Επιπλέον, αντί να ειδοποιήσει τους δημοσιογράφους εκ των προτέρων ότι είχε διαταχθεί έρευνα στις επικοινωνίες τους –όπως προέβλεπε ο κανονισμός του υπουργείου- ο Μπαρ εξουσιοδότησε μετά από σχετικό αίτημά τους τους εισαγγελείς να καθυστερήσουν την ενημέρωση των τριών ΜΜΕ στα οποία εργάζονταν οι παρακολουθούμενοι δημοσιογράφοι. Για την απόφασή του, επικαλέστηκε «σημαντική απειλή» για την ακεραιότητα των ερευνών, κάτι που προβλεπόταν στον κανονισμό.
Σε τουλάχιστον μία περίπτωση, σύμφωνα με την έκθεση- το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν διασφάλισε για την έρευνα την απαιτούμενη έγκριση από τον διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
«Η απόκλιση του υπουργείου από τους δικούς του κανόνες υποδεικνύει μια ανησυχητική ασυμφωνία μεταξύ, αφενός, του σεβασμού που εκφράζεται στην πολιτική του υπουργείου για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών και, αφετέρου, της δέσμευσης του υπουργείου να συμμορφώνεται με τα όρια και τις απαιτήσεις που είχε θέσει για την προστασία αυτού του ίδιου ρόλου», καταλήγει η έκθεση. Και καλεί το υπουργείο «να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει την πλήρη και αυστηρή συμμόρφωση με τη νέα του πολιτική στο μέλλον».
Τραμπ: «Σκοτώστε το νομοσχέδιο για τον Τύπο»
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Τραμπ –και κάθε κυβέρνηση- μπορεί να αλλάξει τον κανονισμό του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις παρακολουθήσεις. Γι’ αυτό και έχουν αναπτυχθεί πιέσεις για ψήφιση εθνικής νομοθεσίας που να προστατεύει τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους.
Προωθείται λοιπόν από διακομματική ομάδα Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών ένα ομοσπονδιακό νομοσχέδιο για την προστασία των δημοσιογράφων, το Press Act, ο Νόμος για την Προστασία των Δημοσιογράφων από την Εκμετάλλευση της Κρατικής Παρακολούθησης (Protect Reporters from Exploitative State Spying Act). Αυτός θα απαγορεύει στο FBI και άλλες υπηρεσίες να ταυτοποιούν πληροφοριοδότες μέσω κλητεύσεων προς δημοσιογράφους (στις αρχές για να παρέχουν έγγραφα ή πληροφορίες), τις εταιρείες υπηρεσιών διαδικτύου και άλλους παρόχους υπηρεσιών. Θα εμποδίζει επίσης τους ομοσπονδιακούς δικαστές να υποχρεώνουν δημοσιογράφους να παραδίδουν εμπιστευτικές επικοινωνίες και αρχεία τους.
Ο νόμος πέρασε ομόφωνα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων τον Ιανουάριο. Δεν έχει ωστόσο ψηφιστεί ακόμα από το Κογκρέσο.
Με τον Τραμπ μια ανάσα μακριά από την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων, υπάρχει δικαιολογημένη ανησυχία ότι το Press Act θα μπλοκαριστεί. Ο άνθρωπος που χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους «εχθρούς του αμερικανικού λαού», που στην προηγούμενη θητεία του επιτίθετο φραστικά σε δημοσιογράφους όταν έθεταν ενοχλητικά ερωτήματα και χαρακτήριζε τεκμηριωμένα ρεπορτάζ ως «fake news», έχει ήδη καταστήσει σαφείς τις προθέσεις του για το Press Act. Ο Τραμπ διακήρυξε: οι Ρεπουμπλικανοί «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ».