Την εποχή του κινήματος Occupy Wall Street, το 2011, οι διαδηλωτές είχαν γιορτάσει τα Χριστούγεννα ντυμένοι ξωτικά και Άη Βασίληδες και τραγουδώντας στον ρυθμό του «Ρούντολφ το Ελαφάκι»: «Τους τραπεζίτες συλλάβετε/ που όλο θησαυρίζουν/ την οικονομία γκρεμίσατε/ κι όμως δεν πληρώσατε» (Arrest ye merry bankermen/ All profiting today/ You crashed the whole economy/ Yet nothing did you pay).
Δεν είναι χριστουγεννιάτικο πνεύμα αυτό, ανέκραζαν οι υπερασπιστές του 1% που κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου. Κι όμως. Εκείνο που ίσως δεν γνώριζαν ούτε οι ίδιοι οι διαδηλωτές ήταν πως είχαν καταληφθεί ακριβώς από το αρχέγονο πνεύμα των Χριστουγέννων, όπως το εξέφραζαν οι λαϊκοί άνθρωποι πριν από τετρακόσια χρόνια.
«Το δικαίωμά μας να γυρέψουμ’ ήρθαμε/ Κι αν την πόρτα δεν ανοίξεις/ Στο πάτωμα θα την αντικρίσεις»: Αυτά τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα τραγουδούσαν τον 17ο αιώνα ομάδες νεαρών χωρικών, χτυπώντας τις πόρτες λόρδων. Τότε, ήταν υποχρέωση των πλούσιων να δίνουν πλούσια αγαθά στους φτωχούς που τους έλεγαν τα κάλαντα, κι εκείνοι να ανταποδίδουν με ευχές.
Οι χωρικοί, δε, συχνά απαιτούσαν τα καλύτερα φαγητά και ποτά, όπως υποδηλώνουν οι στίχοι από κάλαντα του Γκλοστερσάιρ: «Έλα, μπάτλερ/ γέμισε το μπολ μας με τα καλύτερα/ Κι εμείς θα προσευχηθούμε η ψυχή σου στον παράδεισο να πάει/ Μα αν μας δώσεις μπολ με αποφάγια/ Θα βρεθεί στο πάτωμα, κι εσύ κι αυτό μαζί».
Γιατί τα Χριστούγεννα διαπνέονταν ανέκαθεν από ένα πνεύμα αναρχίας, αμφισβήτησης της εξουσίας, εξέγερσης - πριν βέβαια εμπορευματοποιηθούν. Γι’ αυτό κάποτε προσπάθησαν λυσσαλέα να τα καταργήσουν!
Ακόμα και ο «δικός μας» Άγιος Νικόλαος, η πηγή έμπνευσης για τη σημερινή φιγούρα του Άη Βασίλη, σύμφωνα με την παράδοση ήταν ένας πλούσιος που όμως απαρνήθηκε την τάξη του και αφιερώθηκε στη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου. Ο σύγχρονος Άη Βασίλης βέβαια υπηρετεί έναν πολύ διαφορετικό σκοπό, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Όταν οι λόρδοι υπάκουαν τους φτωχούς
Πριν τη βιομηχανική εποχή, την περίοδο των Χριστουγέννων μόλις είχε ολοκληρωθεί ο φθινοπωρινός θερισμός. Οι αγρότες λοιπόν είχαν ελεύθερο χρόνο, φρέσκια τροφή και ποτό, και πολλές μεγάλες νύχτες μπροστά τους - «ιδανικός συνδυασμός για ξεφάντωμα και κραιπάλη», όπως έγραφε το 2006 μια εφημερίδα του Κεντάκι.
Στις χριστουγεννιάτικες φιέστες της εποχής, η κοινωνική και έμφυλη ιεραρχία έρχονταν τούμπα: οι πλούσιοι έπρεπε να παρέχουν φαγητό στον λαό, οι χωρικοί γίνονταν για λίγο «βασιλιάδες», οι πλούσιοι τούς υπάκουαν ταπεινοί, άντρες και γυναίκες άλλαζαν ρόλους.
Τον Μεσαίωνα, «Κύριος της Αταξίας» στην Αγγλία (Lord of Misrule), τη Σκωτία (Abbot of Unreason), τη Γαλλία (Prince des Sots), διοριζόταν ένας χωρικός ή κατώτερος κληρικός, με αποκλειστικό καθήκον τη διοργάνωση όλων των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων που πραγματοποιούνταν στο βασιλικό παλάτι και στα σπίτια μεγάλων ευγενών - πάρτι μεταμφιεσμένων, πομπές, θεατρικές παραστάσεις, συμπόσια. Κάποτε αυτός επιλεγόταν επειδή για παράδειγμα τού είχε «τύχει» το φασόλι που ήταν κρυμμένο μέσα στο κέικ. Διέθετε δε και «αυλή» από γλεντζέδες που του απέτιαν κωμικά φόρο τιμής.
Στις γιορτές των Χριστουγέννων, τα κοινωνικά και έμφυλα στερεότυπα περιγελώνταν: «Οι υπηρέτριες ντύνονταν νέοι άντρες, και οι νέοι άντρες υπηρέτριες. Την ημέρα χορεύουν στους δρόμους μεταμφιεσμένοι και συναγωνίζονται ποιος θα φανεί πιο αλλόκοτος...» έγραφε σε έρευνά του για περιοχή της Βρετανίας ο Τζον Τραουτμπέκ. «Υπάρχει ένα πνεύμα ευφυΐας και χιουμοριστικής διάθεσης ανάμεσά τους. Οι κοπέλες, που μερικές φορές ντύνονται θαλασσοπόροι και γενικά αξιωματούχοι, επιδεικνύουν τις χάρες τους στις “κυρίες,” οι οποίες είναι νεαροί άνδρες μεταμφιεσμένοι γι’ αυτό τον σκοπό. Οι “κυρίες” με τη σειρά τους απευθύνουν κομψούς λόγους στις κοπέλες. Και, φυσικά, όλοι μεθούν».
«Απαγορεύονται τα Χριστούγεννα»!
Όλ’ αυτά τα έθιμα ήταν φυσικά παγανιστικά. Έρχονταν αναλλοίωτα από τα βάθη του χρόνου, έχοντας επιβιώσει αιώνες ολάκερους. Τα Χριστούγεννα είχαν τις ρίζες τους στη ρωμαϊκή γιορτή Saturnalia, ενός γλεντιού μιας εβδομάδας για τη χειμερινή ισημερία που περιλάμβανε απαραιτήτως φαγητό, ποτό και σεξ, γράφει στο βιβλίο του «Η Μάχη για τα Χριστούγεννα» ο Στίβεν Νισενμπάουμ. Κι η ρωμαϊκή αυτή γιορτή με τη σειρά της (προσθέτουμε εμείς) εμπνέονταν από τις γιορτές του Διονύσου στην Αρχαία Ελλάδα. Όπως και στις χριστουγεννιάτικες γιορτές του Μεσαίωνα, τα Σατουρνάλια έβγαζαν τη γλώσσα σε κάθε είδους κοινωνική και έμφυλη ιεραρχία: οι γυναίκες ντύνονταν άντρες, οι άντρες γυναίκες, και τα αφεντικά δούλευαν για τους δούλους τους!
Πώς το δέχονταν όλο αυτό οι ανώτεροι στην κοινωνική ιεραρχία; Μάλλον γιατί εκτόνωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και ουσιαστικά τους βοηθούσε να διατηρήσουν την εξουσία. Όμως από τον 17ο αιώνα, η αστικοποίηση, η πρόοδος της τεχνολογίας και οι νέες διαπολιτισμικές συνδέσεις άλλαζαν την παλιά κοινωνική τάξη πραγμάτων, κι έτσι η βαλβίδα ασφαλείας έπαψε να λειτουργεί, γράφει ο Τόμας Κρίστενσεν στο βιβλίο του «1616: Ο Κόσμος σε Κίνηση».
Ήταν τότε που οι θιασώτες του Πουριτανισμού προσπάθησαν να καταργήσουν τα Χριστούγεννα. Δεν βοηθούσαν πια σε κάτι τους αφέντες. Τους ενοχλούσαν δε αφόρητα όλα αυτά τα «αήθη» γλέντια, η απόλαυση, η ελευθερία.
Όταν στην Αγγλία το 1647 βρέθηκαν στην εξουσία οι Πουριτανοί και ο Όλιβερ Κρόμγουελ, επιχείρησαν να καταργήσουν όλες τις αργίες, περιλαμβανομένων των Χριστουγέννων και των εκδηλώσεών τους. Ήταν τόσο λυσσαλέα η προσπάθεια, που έκτοτε κυκλοφορεί ο μύθος ότι ο Κρόμγουελ απαγόρευσε μέχρι και τα παραδοσιακά αγγλικά χριστουγεννιάτικα mince pies (που σήμερα είναι γλυκά, εκείνη την εποχή όμως περιείχαν κρέας - οπότε φημολογούνταν ότι απαγορεύτηκαν ως υπερβολική πολυτέλεια). Το σίγουρο είναι ότι πέρασε νομοθεσία που όριζε ότι τα μαγαζιά τα Χριστούγεννα θα δουλεύουν όπως κάθε μέρα.
Όταν οι λευκοί Ευρωπαίοι ανακάλυψαν τον «Νέο Κόσμο», την Αμερική, πουριτανοί που μετανάστευσαν εκεί κατάφεραν αποτελεσματικά πλήγματα κατά των Χριστουγέννων. Αποκορύφωμα, όταν το 1659 δικαστήριο της Μασαχουσέτης κατέστησε τα Χριστούγεννα ποινικό αδίκημα – και τα απαγόρευσε! Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης που απηχούσε την πουριτανική νοοτροπία, τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα έθιμα συνιστούσαν «μεγάλη έλλειψη σεβασμού στον Θεό και προσβολή για άλλους». Πίσω από την θρησκευτική υποκρισία κρύβονταν βέβαια και ταξικά συμφέροντα: Όποιος γιόρταζε τα Χριστούγεννα αντί να δουλεύει, «θα πλήρωνε για κάθε τέτοια παράβαση πέντε σελίνια».
Οι απαγορεύσεις ήρθησαν μετά από χρόνια, όχι όμως και οι πιέσεις να επανέλθουν. Πάντως, «τα Χριστούγεννα ανέκαθεν ήταν μια γιορτή πολύ δύσκολο να την οικειοποιηθεί ο χριστιανισμός», όπως διαπιστώνει ο Νισμπάουμ. «Δεν ήταν τόσο μεγάλη έκπληξη λοιπόν ότι οι Πουριτανοί θέλησαν απλώς να μην το προσπαθήσουν».
«Θα σ’ το κάνουμε λαμπόγυαλο/ αν δεν μας δώσεις το καλύτερο»
Το εξεγερσιακό πνεύμα των Χριστουγέννων ωστόσο ήταν πολύ βαθιά ριζωμένο στους αιώνες για να τερματιστεί έτσι. Ξαφνικά, οι άρχοντες ήθελαν να στερήσουν από τους φτωχούς του μόχθου κι αυτές τις λίγες ημέρες γλεντιού κι ελευθερίας.
Σήμανε πόλεμος, λοιπόν.
Όχι μόνο οι απλοί άνθρωποι συνέχιζαν να αναβιώνουν τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, αλλά ανέπτυσσαν και βίαιες αντιδράσεις απέναντι σε όσους αρνούνταν να τα τηρήσουν - δηλαδή τους πλούσιους.
Έτσι, για παράδειγμα, όταν ένας γαιοκτήμονας στο Σάλεμ το 1679 αρνήθηκε να δώσει φαγητό και ποτό στην ομάδα που του τραγουδούσε τα κάλαντα, εκείνοι «έριξαν πέτρες, κόκκαλα και άλλα αντικείμενα…», όπως θα έλεγε αργότερα στο δικαστήριο και περιγράφει ο Νισενμπάουμ στο βιβλίο του. «Έριχναν πέτρες για μιάμιση ώρα με μικρά διαλείμματα. Έσπασαν επίσης περίπου ενάμιση στύλο από τον φράχτη -έναν πέτρινο τοίχο- ενώ ένα κελάρι που βρισκόταν έξω από το σπίτι, σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε ράβδων, παραβιάστηκε από την πόρτα, και κλάπηκαν πέντε ή έξι καφάσια μήλα».
Στη δε Αγγλία του Κρόμγουελ, ξέσπασαν διαδηλώσεις και ταραχές υπέρ των Χριστουγέννων σε πολλές πόλεις. Το Καντερμπέρι ελέγχονταν για εβδομάδες από τους διαδηλωτές, που στόλιζαν πόρτες με χριστουγεννιάτικα.
Η μετάλλαξη των Χριστουγέννων
Παρ’ όλη την αντίδραση, οι προσπάθειες των πουριτανών να καταργήσουν τα Χριστούγεννα στέφθηκαν για λίγο με επιτυχία. Σύμφωνα με τον Κρίστενσεν, όμως, επειδή όσοι μετανάστευαν στην Αμερική κουβαλούσαν διαφορετικές παραδόσεις καθώς προέρχονταν από πολλές χώρες, στις αρχές του 19ου αιώνα τα Χριστούγεννα άρχισαν να ξαναζωντανεύουν.
Με εντελώς διαφορετική μορφή όμως πια. Από δημόσια λαϊκή γιορτή θα μετατρέπονταν σε ένα άκρως εμπορευματοποιημένο πανηγύρι που γιορτάζεται πολύ πιο ήρεμα και οικογενειακά.
Δεν υπάρχει πια προσωρινή διασάλευση της κοινωνικής ιεραρχίας. Στόχος δεν είναι να ικανοποιηθούν, έστω για λίγες μέρες, οι ανάγκες των πολλών και αναγκεμένων, αλλά να ταϊστούν κι άλλο το υπερφουσκωμένα πορτοφόλια των μεγαλεμπόρων καθώς μετά τη βιομηχανική επανάσταση οι βιομήχανοι λάνσαραν πολύ επιτυχημένα το έθιμο των χριστουγεννιάτικων δώρων (όχι, δεν υπήρχε ανέκαθεν).
Η αντιστροφή των ρόλων διατηρείται πια μόνο στην προσφορά δώρων από τους ενηλίκους στα παιδιά – βασίζεται δηλαδή στην ηλικία, όχι στην κοινωνική τάξη. «Τα παιδιά ενός νοικοκυριού αντικατέστησαν τη μεγαλύτερη ομάδα των φτωχών και αδύναμων ως συμβολικά αντικείμενα της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης», σημειώνει ο Νισενμπάουμ.
Ο Άη Βασίλης είναι σκέτη λέρα;
Κι εκείνος ο Άγιος Νικόλας της αναδιανομής του πλούτου τι απέγινε;
Αρχικά, η γιορτή του τοποθετήθηκε πολύ βολικά τον Δεκέμβριο, μήνα των Χριστουγέννων, κι αυτό βοήθησε την εκκλησία να οικειοποιηθεί τις παγανιστικές γιορτές του χειμερινού ηλιοστασίου και του τέλους του θερισμού.
Στη συνέχεια, ήρθε ο καπιταλισμός, κι έδωσε στον καλοσυνάτο άγιο ένα τελειωτικό χτύπημα. Σκοπός πια ήταν «να ενωθούν οι κοινωνικές τάξεις σε μια κοινή γιορτή, όπου οι φτωχοί δεν αποτελούσαν απειλή και αποδέχονταν τη θέση τους με ευγνωμοσύνη», γράφει ο Νισενμπάουμ. Έτσι, ο Άγιος Νικόλαος έπρεπε να μεταλλαχθεί σε Άη Βασίλη για να καθιερωθεί η αγορά δώρων.
Για να ευδοκιμήσει η προσπάθεια, έγιναν δύο κρίσιμες αλλαγές, λέει ο Νισενμπάουμ: Ο Άγιος Βασίλης θα παρουσιαζόταν ως φιγούρα που παρέπεμπε σε λαϊκό άνθρωπο αλλά ταυτόχρονα ενεργούσε ως αριστοκράτης (θυμηθείτε ότι οι αριστοκράτες έδιναν εδέσματα στους φτωχούς που τους έλεγαν τα κάλαντα).
Το αποτέλεσμα; «Ο Άγιος Βασίλης διαμεσολαβούσε μαγικά μεταξύ γονιού και παιδιού - μεταξύ του αγοραστή και του αποδέκτη του δώρου. Η παρουσία του έβγαζε το δώρο έξω από το βασίλειο του εμπορίου… Για να το εκφράσουμε με πιο σύγχρονο τρόπο, ο Άγιος Βασίλης έδωσε μια “μυστηριακή” διάσταση στην κατανάλωση. Το ίδιο και στην παραγωγή και τη διανομή [των αγαθών]».
Γιατί ο Άη Βασίλης δεν αναδιανέμει τον πλούτο. Αλλιώς, γιατί «ξεχνά» τα παιδιά των φτωχών;
Τούτων λεχθέντων, είναι σαφές γιατί τα ιδιότυπα κάλαντα του κινήματος Occupy Wall Street (Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ) διαπνέονταν από το αρχέγονο πνεύμα των Χριστουγέννων. Κι αποτελούσαν μια ένδειξη ότι πού και πού αυτό το πνεύμα ξεμυτίζει κι αυθαδιάζει, βγάζοντας γλώσσα στον καταναλωτισμό και την επιταγή «να είμαστε αγαπημένοι» ακόμα και με όσους μας τυραννούν. Ας προσέχουν λίγο όμως οι σύγχρονοι πουριτανοί της «ελευθερίας της αγοράς», γιατί τα Χριστούγεννα έχουν πίσω τους μακραίωνη εξεγερσιακή ιστορία.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους, με άλλο ένα τραγούδι διαπνεόμενο από αυθεντικό χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Θα το τραγουδήσετε στον ρυθμό του «Ρούντολφ το Ελαφάκι»:
Ρόμπι ο κοκκινομούρης τραπεζίτης
Ρόμπι ο κοκκινομούρης τραπεζίτης,
Είχε ένα μεγάλο σαλέ,
Μα δεν δούλεψε ποτέ,
Το πήρε με δικά σου λεφτά, καλέ!
Όλοι οι άλλοι τραπεζίτες,
Του Ρόμπι ζήλευαν την πονηριά,
Αύξησαν λοιπόν τους τόκους σου,
Και τώρα πλέουν σε χλιδάτη χαρά!
Μα μια καλοκαιρινή βραδιά,
Του Ρόμπι ήρθε μεγάλη συμφορά,
Είχε κλέψει τόσο πολλά λεφτά,
Που χάθηκαν όλα μαγικά!
Τώρα ο Ρόμπι είναι φτωχός και θυμωμένος,
Θέλει αμάξι λαμπερό,
Πού θα βρει χρήματα πάλι;
Από τη σύνταξη της γιαγιάς σου, βρε κουτό!
Καλά Χριστούγεννα!