
Όσο υπάρχουν φωνές που αντιστέκονται, όσο υπάρχει έστω ένας που συνεχίζει να φωνάζει, να γράφει, να τραγουδά, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Όσο και αν προσπαθεί ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης συστηματικά και ευλαβικά να βάλει τα Εξάρχεια στον «γύψο» και να επιβάλλει τη σιωπή, η μουσική θα επιστρέφει και η φωνή του Ρωμανού θα αντηχεί. Στους δρόμους, στις πλατείες, στα κείμενα. Γιατί μόνο έτσι θα υπάρχει ζωή.
Από τις εκκενώσεις των καταλήψεων και την εγκατάσταση μόνιμης αστυνομικής παρουσίας, μέχρι τη στοχοποίηση πολιτικών χώρων και τη μετατροπή του λόφου του Στρέφη σε «ζώνη μηδενικής ανοχής», το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ενεργεί μεθοδικά -σχεδόν εμμονικά- για να ξεριζώσει από τη γειτονιά κάθε ψήγμα πολιτικής και πολιτισμικής αυτονομίας.
Τις τελευταίες ημέρες, κάτοικοι και συλλογικότητες της περιοχής κινητοποιήθηκαν ξανά ενάντια στην κατασκευή σταθμού μετρό στην πλατεία Εξαρχείων και στην εμπορευματοποίηση του λόφου του Στρέφη. Μέσα από καλέσματα, συναυλίες και πολιτιστικές δράσεις, οι άνθρωποι της γειτονιάς υπερασπίστηκαν το δικαίωμα στον δημόσιο χώρο, στην ελεύθερη έκφραση, στην ίδια την ιδέα της κοινότητας.
Ο αδιάκοπος αγώνας των κατοίκων, ώθησε την κυβέρνηση διά στόματος Χρυσοχοΐδη, να αποφασίσει την απαγόρευση των συναυλιών στα Εξάρχεια, με πρόσχημα τη «διατάραξη κοινής ησυχίας» και τις διαδικασίες «ανάπλασης» της περιοχής. Μόνο που, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπική απαγόρευση που βασίζεται σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο, αφού δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει γενικά τις συναυλίες σε δημόσιους χώρους. Η διεξαγωγή τους απαιτεί άδεια από τον δήμο και, σε κάποιες περιπτώσεις, γνωμοδότηση της αστυνομίας. Αυτή όμως η διαδικασία είναι συχνά απλή, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μικρές πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Έτσι, η απόφαση του υπουργείου θεσπίζει την ιδέα ότι κάθε δράση, ακόμα και καλλιτεχνική, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως απειλή. Ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει στους πολίτες, αλλά στο κράτος. Και ότι η αστυνομία, όχι οι κοινότητες, αποφασίζει πώς, πού και πότε μπορεί να υπάρξει τέχνη. Παράλληλα, η απόφαση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τον πραγματικό στόχο αντίστοιχων αυταρχικών ενεργειών, δηλαδή την καταστολή κάθε κοινωνικής συνάντησης που δεν τελεί υπό κρατικό έλεγχο αλλά παίρνει τη μορφή αντίστασης.
Και μπορεί η μουσική να είναι η αφορμή, ο στόχος όμως είναι πιο ευρύς: η επιτήρηση του κοινωνικού ιστού, η εμπέδωση της κρατικής παρουσίας ως κυρίαρχης δύναμης και η εξουδετέρωση των εστιών κοινωνικής και πολιτικής ζύμωσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει καλά ότι τα Εξάρχεια δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος, μια γειτονιά από τις πολλές της Αθήνας - αλλά ένα πολιτικό σύμβολο. Και τα σύμβολα αυτά πρέπει είτε να καταστραφούν, είτε να αλλοιωθούν.
Φυσικά, η στρατηγική αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στα Εξάρχεια. Είναι παρούσα στις εκκενώσεις φοιτητικών εστιών, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με την παρουσία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, στην ποινικοποίηση των πορειών και τη βίαιη διάλυσή τους, στην εκκένωση καταλήψεων στέγης, στην ψήφιση νομοθεσιών που περιορίζουν την απεργιακή δράση κ.ά. Η απαγόρευση των συναυλιών είναι απλώς το πιο πρόσφατο βήμα αυτής της πολιτικής εκκαθάρισης, αφού μία βραδιά με μία συναυλία, μπορεί να γεννήσει σκέψεις, να φέρει στην επιφάνεια θυμό και να προκαλέσει ερωτήματα που η εξουσία δεν θέλει να ακουστούν.
Την ίδια στιγμή, μια άλλη απόφαση εντείνει τη σκιά του αυταρχισμού. Η πρόταση του εισαγγελέα, Σωτήρη Μπουγιούκου (είχε απαλλάξει τους αστυνομικούς στην υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου), για παράταση της προσωρινής κράτησης του Νίκου Ρωμανού για έξι ακόμα μήνες -παρά την ανυπαρξία αποδεικτικών στοιχείων- ενισχύει το αίσθημα ότι το κράτος και η δικαιοσύνη δεν λειτουργούν με βάση το δίκαιο, αλλά με βάση την πολιτική σκοπιμότητα. Η μόνη «ένδειξη» που παρουσιάζεται κατά του Ρωμανού, είναι η ύπαρξη μισού αποτυπώματός του σε ένα κινητό αντικείμενο, μία σακούλα - στοιχείο που από μόνο του δεν αποδεικνύει ούτε εμπλοκή, ούτε πρόθεση, ούτε ενοχή σε «υπόθεση τρομοκρατίας».
Ο Ρωμανός αυτή τη φορά δεν βρίσκεται στη φυλακή επειδή καταδικάστηκε για κάποιο έγκλημα. Βρίσκεται προφυλακισμένος ακριβώς επειδή είναι ο Ρωμανός: το παιδί που επιβίωσε από τη δολοφονία του φίλου του, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, το παιδί που μίλησε, που στάθηκε απέναντι στο κράτος με αξιοπρέπεια, που έκανε απεργία πείνας το 2014 για να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη μόρφωση. Είναι ένας νέος άνθρωπος που δεν ενσωματώθηκε ποτέ στην κουλτούρα της κρατούσας εξουσίας. Και αυτό είναι το πραγματικό του «έγκλημα». Η διαρκής ποινικοποίηση της πολιτικής ταυτότητας του Ρωμανού -και κάθε Ρωμανού- είναι μια μορφή καθαρής, θεσμικής εκδίκησης.
Οι τελευταίες εξελίξεις καθιστούν το μήνυμα σαφές: αν αμφισβητείς το κράτος, αν διατηρείς πολιτική ταυτότητα που δεν είναι συμβατή με την κυρίαρχη αφήγηση, τότε είσαι ύποπτος, επικίνδυνος - και εν δυνάμει ένοχος. Σε αυτό το αφήγημα θεμελιώνεται η απαγόρευση μιας συναυλίας επειδή «προκαλεί αναστάτωση» και η φυλάκιση ενός ανθρώπου με αβάσιμες κατηγορίες και χωρίς ουσιαστικά στοιχεία, επειδή «κάποτε είχε συνδεθεί με τον αντιεξουσιαστικό χώρο». Ούτε οι νόμοι, ούτε τα δικαιώματα, ούτε η στοιχειώδης έννοια της δικαιοσύνης έχουν σημασία όταν ο εχθρός έχει ήδη κατασκευαστεί.
Χάρη όμως στους αλληλέγγυους και τις αλληλέγγυες, ο Ρωμανός είναι νοητά εδώ, ακόμα κι αν το κράτος τον έχει κρύψει πίσω από τα κάγκελα. Είναι εδώ ως υπενθύμιση ότι η καταστολή δεν πέτυχε. Ότι η μνήμη είναι πιο ισχυρή από την προπαγάνδα. Ότι η αντίσταση δεν είναι έγκλημα, αλλά δικαίωμα. Και όσο η κυβέρνηση επιμένει να κατασκευάζει εχθρούς για να πείσει την κοινωνία ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, τόσο πιο σαφές γίνεται ότι η πραγματική απειλή είναι αυτή ακριβώς η πολιτική του φόβου και του ελέγχου.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει καταφέρει να μετατρέψει τη διαχείριση της ασφάλειας σε βασικό εργαλείο πολιτικής κυριαρχίας και σκοπιμότητας. Δεν αρκείται στην τιμωρία των παραβατικών συμπεριφορών, αλλά διευρύνει το πεδίο της «απειλής» ώστε να περιλαμβάνει τις ιδέες, τη διαμαρτυρία, τη μουσική και τον πολιτισμό εν γένει. Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του, δεν φοβούνται απλώς την αναρχία ή τις πράξεις βίας. Φοβούνται τη δυνατότητα της κοινωνίας να σκεφτεί out of the box, να αμφισβητήσει και να διεκδικήσει κάτι διαφορετικό.
Όταν απαγορεύεις μια συναυλία, δεν περιορίζεις απλώς τους ήχους που αναδύονται από αυτή. Πνίγεις τον χώρο που γεννά κοινότητα, αντίσταση, έκφραση και ζωή. Όταν κρατάς στη φυλακή τον Νίκο Ρωμανό (όχι γιατί αποδείχθηκε ένοχος αλλά γιατί το αποτύπωμά του βρέθηκε σε μια σακούλα με άγνωστο περιεχόμενο), δεν εφαρμόζεις τον νόμο. Κατασκευάζεις έναν εχθρό. Και στις δύο περιπτώσεις, ο στόχος είναι κοινός: να ποινικοποιηθεί η πολιτική ταυτότητα, να τρομοκρατηθεί η κοινωνία, να επιβληθεί σιωπή. Γιατί μια κοινωνία που δεν μιλάει και δεν τραγουδά, είναι πιο εύκολο να πειθαρχήσει.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η σιωπή που θέλουν να επιβάλλουν στον λόφο του Στρέφη. Δεν είναι τυχαία η προφυλάκιση του Ρωμανού. Είναι κομμάτια της ίδιας εξουσιαστικής μηχανής, που χτίζει σιγά-σιγά ένα κράτος επιτήρησης και καταστολής, ένα κράτος που δεν ποινικοποιεί μόνο τις πράξεις αλλά και τις προθέσεις, τις ιδέες, τις φωνές. Η δημοκρατία όμως δεν κινδυνεύει από τις συναυλίες ή από τους αντιεξουσιαστές. Κινδυνεύει από αυτούς που φοβούνται τη μουσική και φυλακίζουν τους ανθρώπους που την εμπνέουν.