
Από την έναρξη της δίκης για τη δολοφονία της αδικοχαμένης Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της, Θανάση Κουρέλη, την 1η Απριλίου 2024, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, το κλίμα δεν έχει πάψει να είναι φορτισμένο. Γονείς, συγγενείς και φίλοι της 28χρονης αδυνατούν ακόμη να πιστέψουν ότι το κορίτσι τους έφυγε από τη ζωή ύστερα από μια κυνική αναφορά της αστυνομίας, πως, «το περιπολικό δεν είναι ταξί», και την αδυναμία της να προφυλάξει μια γυναίκα, θύμα έμφυλης βίας, ακριβώς έξω από το Α.Τ. στο οποίο είχε προσφύγει για βοήθεια.
Μέχρι σήμερα, πέντε δικασίμους μετά, ο κατηγορούμενος παραμένει σιωπηλός στην αίθουσα, με το βλέμμα του στραμμένο προς το έδαφος. Αρκεί η όψη του για να ανατριχιάσει κανείς στη σκέψη πως, ο άνθρωπος αυτός, αφαίρεσε τη ζωή μιας γυναίκας επειδή τη θεωρούσε κτήμα του. Ύστερα από την πρώτη διακοπή στις 30 Ιουνίου, η δίκη συνεχίστηκε στις 2 Ιουλίου με την κατάθεση του πατέρα της Κυριακής. «Τον αγαπούσε πραγματικά κι εκείνος τη μαχαίρωσε», είπε ο κ. Θανάσης Γρίβας, επαναλαμβάνοντας πως ο γυναικοκτόνος ήταν χειριστικός και εμμονικός καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης του με την Κυριακή.
Ο πατέρας του θύματος ανέδειξε τη συστηματική βία που δεχόταν η 28χρονη κοπέλα από τον Κουρέλη -για την οποία ενημερώθηκε εκ των υστέρων- τονίζοντας πως: «Αν το ήξερα νωρίτερα θα ήμασταν ανάποδα... Δεν μεγάλωσα το παιδί μου για να έρχονται να μου το χαστουκίζουν και να βγάζουν τον ανδρισμό τους πάνω του». Στην ερώτηση της εισαγγελέως: «Τι ήταν αυτό που την έκανε να τον ερωτευτεί;», ο πατέρας της 28χρονης απάντησε πως «στην ερώτηση αυτή θα σας απαντήσουν οι γυναίκες. Υπάρχουν πολλές που αυτή τη στιγμή τρώνε ξύλο και δεν φεύγουν». Μέσα από τον απλό, καθημερινό λόγο του, ο κ. Γρίβας περιέγραψε τον κύκλο την έμφυλης και ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας, από τον οποίο τα θύματα συχνά δυσκολεύονται να ξεφύγουν, διακατεχόμενα από τον φόβο πως, είτε δεν θα τις πιστέψει κανείς (ακόμα και η δικαιοσύνη), είτε ο σύντροφός τους θα τις βλάψει περαιτέρω.
Ο πατέρας της Κυριακής, εστίασε σε μία ακόμα πτυχή της πατριαρχίας, εκείνη κατά την οποία οι θύτες τείνουν να απομονώνουν τις γυναίκες από τους οικείους τους και την κοινωνική τους ζωή. «Από τη στιγμή που έζησαν μαζί, η επικοινωνία μας αραίωσε. Ο δολοφόνος της, της το απαγόρευε», κατέθεσε. Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, Σπύρος Δημητρίου, γνωστοποίησε πως η υπεράσπιση θα ζητήσει την αναγνώριση μειωμένου καταλογισμού, με σκοπό, όχι να υπάρξει επιεικέστερη ποινή, αλλά να τοποθετηθεί ο κατηγορούμενος σε ειδικό καθεστώς φύλαξης, «λόγω της διαπιστωμένης επικινδυνότητάς του» και των «ψυχιατρικών προβλημάτων» που αντιμετωπίζει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το κίνητρο της πράξης είναι συνδεδεμένο με τη βαριά ψυχοπαθολογία του κατηγορουμένου: Ζητώ την ενοχή του, την προστασία της κοινωνίας από επικίνδυνους ανθρώπους και την αναγνώριση μειωμένου καταλογισμού», είπε ο δικηγόρος, με την πλευρά υποστήριξης της κατηγορίας να σχολιάζει πως «όποιος είναι επικίνδυνος δεν σημαίνει ότι είναι ακαταλόγιστος». Μέσα σε ένα κλίμα αποδυνάμωσης του έμφυλου κινήτρου της δολοφονίας, αλλά και στοχοποίησης και στιγματισμού των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν ψυχιατρικά ζητήματα - αφού επιχειρήθηκε ο γενικευμένος συσχετισμός τους με την επικινδυνότητα -, την επομένη, κρατώντας μια φωτογραφία από το μνήμα της Κυριακής Γρίβα, ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα η Δέσποινα Καλλέα, μητέρα της κοπέλας.
Η κατάθεσής της ήταν φορτισμένη και σπαρακτική. Περιγράφοντας τον γυναικοκτόνο, η κα. Καλλέα έδωσε την εικόνα ενός κακοποιητικού και χειριστικού άνδρα, ο οποίος έπινε συχνά στο σπίτι όπου ζούσε με την Κυριακή (ποτέ όπως μπροστά της), και χτυπούσε την κόρη της. Η πρόεδρος από την έδρα προκάλεσε την αντίδραση των συγγενών, των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας και του ακροατηρίου, περιγράφοντας τον δράστη ως ένα «συμπαθητικό αγόρι» στις φωτογραφίες που προσκόμισε στο δικαστήριο η μητέρα της Κυριακής.
Σημαντικό σημείο της κατάθεσης, υπήρξε η γνωστοποίηση όσων είχαν συμβεί στο πρώτο εξάμηνο της σχέσης της Κυριακής με τον κατηγορούμενο, όταν μια μέρα, περπατώντας στο δρόμο, τους συνάντησε ένας συμμαθητής της Κυριακής και της μίλησε. «Αυτό δεν άρεσε σε αυτό το τέρας και τη χτύπησε, της έδωσε δύο χαστούκια. Μιλήσαμε με βιντεοκλήση, μου το είπε ως κάτι κολακευτικό, ότι τη ζηλεύει, άρα την αγαπάει: “Είσαι αποκλειστικά δικιά μου, δεν θα σε πάρει κανένας”», ανέφερε η κα. Καλλέα, αναδεικνύοντας με τη σειρά της την έμφυλη διάσταση αυτού του εγκλήματος, που θέλει τις γυναίκες να αποτελούν «ιδιοκτησία» των αντρών - κάτι που από τους ίδιους μεταφράζεται ως βαθιά αγάπη.

Η μητέρα της Κυριακής Γρίβα, Δέσποινα Καλλέα (Α) στέκεται δίπλα σε μία ομάδα γυναικών που κρατούν πανό διαμαρτυρίας, έξω από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων, λίγο πριν την έναρξη της δίκης του 39χρονου κατηγορούμενου για τη στυγερή δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων τον Απρίλιο του 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΤΣΑΡΑΣ
Σε εκείνη τη δικάσιμο, η πρόεδρος προχώρησε σε μια τοποθέτηση που προκάλεσε την αντίδραση του συνηγόρου της Πολιτικής Αγωγής. «Το κράτος δεν μπορεί να προστατεύσει αυτόν που δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη, που απλώς απασχολεί ένα αστυνομικό τμήμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί να σωθεί…», είπε, με τον συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής, κ. Γιάννη Απατσίδη, να ξεσπάει, αναδεικνύοντας τη θεσμική στοχοποίηση και το "victim blaming" των θυμάτων που καταγγέλλουν την κακοποίησή τους στις αρχές, αλλά για λόγους που εμπίπτουν στον κύκλο της έμφυλης βίας, δεν προχωρούν σε υποβολή μήνυσης.
«Μπορείτε να το ανακαλέσετε; Αθωώνετε τους αστυνομικούς; Το κράτος δεν είστε εσείς. Είναι ατυχής η δήλωση αυτή και δε θα ήθελα να θυματοποιηθεί περαιτέρω η εντολέας μου (σ.σ. η κα. Καλλέα)», τόνισε ο συνήγορος, υπενθυμίζοντας πως η ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπάγγελτο αδίκημα στην Ελλάδα - κάτι που η πρόεδρος του δικαστηρίου γνωρίζει.
Η ανάδειξη των τακτικών και συμπεριφορών των κακοποιητών, που συνθέτουν τον ορισμό της έμφυλης βίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της κατάθεσης της Δέσποινας Καλλέα. «Μετά τη δολοφονία μάθαμε ότι της είχε χαρίσει ένα έξυπνο ρολόι στο οποίο είχε ενεργοποιήσει το GPS. Την παρακολουθούσε χωρίς να το γνωρίζει», κατέθεσε η μητέρα, ενώ περιέγραψε μια σχέση τοξική και γεμάτη φόβο. «Ηταν τόσο απόλυτος, ήθελε να την έχει δική του. Η Κυριακή τον αγαπούσε υπερβολικά, αλλά και τον φοβόταν. Τον φοβόταν 100%», είπε κλαίγοντας.
Αναφερόμενη σε παρελθοντική μήνυση για βιασμό που είχε καταθέσει η Κυριακή εναντίον του κατηγορούμενου, η κα. Καλλέα αποκάλυψε πως, «Την ημέρα που υπέβαλε τη μήνυση, την πήρε τηλέφωνο η μητέρα του κατηγορούμενου. Της φώναζαν και οι δύο “αν δεν ανακαλέσεις, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, θα σε γ@@@@”. Τη φοβέρισαν, το παιδί μου φοβήθηκε. Της είπα να μιλήσω εγώ, αλλά δεν με άφησε».
Προκλητική ήταν η εξέταση της μητέρας της Κυριακής από τον συνήγορο υπεράσπισης, κ. Σπύρο Δημητρίου, ο οποίος άφησε να εννοηθεί πως η Κυριακή ζούσε σε ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον. Ρωτώντας την ευθέως αν στο οικογενειακό περιβάλλον υπήρχε σωματική ή άλλου είδους κακοποίηση εκ μέρους του πρώην συζύγου της και πατέρα της Κυριακής, και αποπροσανατολίζοντας το περιεχόμενο της δίκης από τη δράση του κατηγορούμενου, η κα. Καλέα αρνήθηκε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς και διέψευσε την ύπαρξη οποιασδήποτε επίσημης καταγγελίας σε βάρος του για ενδοοικογενειακή βία.
Σε μία προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί το προφίλ μιας κακοποιημένης, ευάλωτης γυναίκας, που λόγω ψυχολογικού τραύματος είχε την τάση να συνδέεται ερωτικά με αντίστοιχες, οικείες κακοποιητικές συμπεριφορές, επιχειρήθηκε παράλληλα να αποδοθούν στη μητέρα της έμμεσες ευθύνες για την κατάληξη που είχε η σχέση της με τον γυναικοκτόνο, λόγω υποτιθέμενης αδιαφορίας. Η μητέρα της Κυριακής ρωτήθηκε γιατί δεν αντέδρασε σε πιθανή κακοποίηση της κόρης της, με την ίδια να απαντάει: «Ήμασταν υπό το καθεστώς φόβου μήπως κάνει τις απειλές του πράξη».
Στις καταθέσεις του πατριού και της μεγάλης αδελφής του θύματος που ακολούθησαν, ο πρώτος ανέδειξε τους περιορισμούς που ασκούσε ο θύτης στο θύμα, αφού χαρακτηριστικά, όπως είπε, όταν η κοπέλα εργαζόταν σε έναν παιδότοπο, ο γυναικοκτόνος την ανάγκασε να αφήσει τη δουλειά της διότι τη ζήλευε πολύ. Η αδελφή της Κυριακής εστίασε κι εκείνη στον παράγοντα του φόβου, εξαιτίας του οποίου οι γυναίκες αδυνατούν συχνά να σπάσουν τον κύκλο της βίας και να φύγουν από μία κακοποιητική σχέση: «Αυτός ο άνθρωπος τη ζήλευε πάρα πολύ. Ήξερε ότι αν μιλήσει η αδελφή μου και μάθαιναν οι γονείς μου, δεν θα την αφήναν έτσι. Την είχε χτυπήσει. Είχα δει μελανιές στα μπράτσα. Δεν είχα μεταφέρει στους γονείς μου όσα κατάλαβα, φοβόμουν ότι θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα».
Στην τελευταία έως τώρα δικάσιμο, η μητέρα του κατηγορούμενου, παρά την τραγική της φιγούρα, προκάλεσε την οργή μας αλλά και των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας, οι οποίοι ζήτησαν τη σύλληψή της με τη διαδικασία του αυτοφώρου, επικαλούμενοι αρχικά την ψευδορκία. «Αφού, όπως λένε, ήξεραν ότι την κακοποιούσε, τι έκαναν για να την προστατέψουν;», διερωτήθηκε η μάρτυρας στην κατάθεσή της, εξοργίζοντας τη μητέρας της Κυριακής, η οποία της απάντησε: «Ντροπή σου! Τη σκότωσε. Γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο να μου πεις;». Διατηρώντας την προκλητική στάση της προς την εκλιπούσα και τους συγγενείς της, η μητέρα του γυναικοκτόνου ισχυρίστηκε πως και η Κυριακή αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, καθώς «είχε δει σημάδια αυτοτραυματισμού στα πόδια της». «Μου είπε ότι έκανε κακό στον εαυτό της λόγω προβλημάτων στο σπίτι της», είπε.
Επιχειρώντας να θυματοποιήσει και να καλλιεργήσει συμπάθεια προς τον θύτη, η μάρτυρας κατέθεσε πως η Κυριακή είχε μείνει έγκυος και τελικά αποφάσισε να προχωρήσει σε νοσοκομειακή άμβλωση, γεγονός που, όπως είπε «τραυμάτισε βαθιά τον κατηγορούμενο». Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως η μητέρα της Κυριακής είχε περιγράψει ότι η κόρη της την επισκέφτηκε αναστατωμένη και με μελανιές από ξύλο στο σπίτι της, λέγοντάς της αργότερα πως αιμορραγεί λόγω αποβολής. Η μητέρα του δράστη, τόνισε ακόμα πως η Κυριακή της εξομολογήθηκε ότι ο 40χρονος είχε επιχειρήσει να τη βιάσει: «Της είπα "να σε βιάσει; Είστε τρία χρόνια μαζί"».
Η αμφισβήτηση των λεγομένων της Κυριακής από τη μητέρα του κατηγορούμενου, αναπαράγει το σεξιστικό στερεότυπο που θέλει το σεξ εντός γάμου ή σχέσης να είναι πάντα συναινετικό, αφού δύο άνθρωποι έχουν αποφασίσει από κοινού να βρίσκονται συντροφικά μαζί. Μάλιστα, εξίσου προκλητικά, η μάρτυρας απέδωσε την πρόθεση υποβολής μήνυσης σε βάρος του γιου της από την Κυριακή στο Α.Τ., σε πρόστιμο 300 ευρώ που το θύμα θέλησε να γλιτώσει, καθώς τότε λόγω της πανδημίας υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και η ίδια βρισκόταν έξω.
Δίχως να προλάβουμε να ανασάνουμε, η μητέρα του κατηγορούμενου, σπιλώνοντας τη μνήμη της Κυριακής, αναφέρθηκε σε υποτιθέμενη απιστία της, κατηγορώντας περαιτέρω το θύμα. «Ο γιος μου την είδε να φεύγει με άλλον σε ξενοδοχείο στον Πειραιά. Του στοίχισε πολύ γιατί τότε ήταν καλά μαζί», ανέφερε, με την υποστήριξη της κατηγορίας να ζητά από την έδρα να διατάξει τη σύλληψη της μάρτυρος για προσβολή μνήμης νεκρού και να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, και τη μητέρα της Κυριακής να σπαράζει λέγοντας: «Είπε το νεκρό παιδί μου π****να».