
Υπήρξαν λησταρχίνες, και μάλιστα διαβόητες στην εποχή τους. Ωστόσο, η ιστορία, μάλλον επειδή γράφτηκε από άνδρες, δεν καταδέχτηκε να τους δώσει σημασία, σε αντίθεση με το μελάνι που χύθηκε για τους λήσταρχους. Ίσως γιατί θα έπρεπε να μιλήσει για την αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό τους (ανεξάρτητα από την ηθική πλευρά) να ηγούνται ανδρών και να τους διατάσσουν.
Η αυθυπαρξία της προσωπικότητάς τους, πολλές φορές έγινε προσπάθεια να αποδομηθεί, αποκαλώντας αυτές τις γυναίκες υποτιμητικά «ερωμένες ληστών». Παρότι ούτε με αυτή την εκδοχή μειώνεται ο δυναμισμός, να αναφέρουμε ότι οι ληστές συνήθως δεν παντρεύονταν και δεν είχαν σχέσεις με γυναίκες στο βουνό, ακριβώς γιατί η ζωή εκεί ήταν εξαιρετικά δύσκολη και ριψοκίνδυνη. Η συμβίωση στα όρη δεν είχε ρομαντισμό.
Εκτός από τη Βασιλική, που κι αυτή ξεχάστηκε με τα χρόνια, υπάρχουν αναφορές σε ελάχιστες λησταρχίνες, σε αντίθεση με τον καταιγισμό λεπτομερών πληροφοριών για λήσταρχους. Η έρευνα ανακάλυψε τρεις λησταρχίνες: την Ευαγγελία Σκιτζοπούλου, που αναφέρεται ότι σκοτώθηκε στο Κούρνοβο της Φθιώτιδος στις 11 Δεκεμβρίου 1857. Την Ελένη του Ντελή, που έζησε περίπου το 1860. Και την περίφημη Στάμω την Αραχωβιτοπούλα που έζησε δέκα χρόνια ως «λήσταρχος» διευθύνουσα μία πολυμερή συμμορία και φονεύθηκε αφού πρόφτασε να την υμνολογήσει ζωντανή η λαϊκή μούσα και μετέπειτα να μοιρολογήσει τον θάνατό της - αλλά έως εκεί.
«Και στον ληστή ψωμί και στον χωροφύλακα χαμπέρι»
Η ληστοκρατία στην Ελλάδα υπήρξε ένα πολύπλοκο θέμα. Μια χαίνουσα πληγή για όλο τον 19ο αιώνα μέχρι και τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου. Πολλοί οι λόγοι που την έθρεψαν και την καθιέρωσαν, από προσωπικοί έως εθνικοί και πολιτικοί. Την έτρεφε ο αυταρχισμός της εξουσίας και οι αδικίες του κράτους, κυρίως μετά την εγκαθίδρυση της Οθωνικής Βασιλείας.
Το κράτος φάνηκε αδύναμο, αλλά κυρίως απρόθυμο να πολεμήσει αποφασιστικά το φαινόμενο, διότι κάπου εξυπηρετούνταν: Οι κατά τόπους άρχοντες -δήμαρχοι, βουλευτές, τσιφλικάδες- και η κεντρική εξουσία κρατούσαν πολιτικά ομήρους τους χωρικούς, η δε αστυνομία αυθαιρετούσε προς τους πολίτες με εκβιασμούς και ξυλοδαρμούς. Αλλά και οι πολίτες, μαθημένοι σε έναν τρόπο ζωής που περιλάμβανε ζωοκλοπές και ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, καλλιεργούσαν αυτό το κλίμα.
Και στον ληστή ψωμί και στον φύλακα χαμπέρι…

Πώς η Κυρα-Βασιλική έγινε λησταρχίνα
Περίπου έναν χρόνο πριν την σύλληψή της, η εφημερίδα «Χρόνος» δημοσίευε στις 7 Σεπτεμβρίου 1907 αναλυτικό ρεπορτάζ. Θα δούμε αργότερα ότι η εκδοχή της Κυρά-Βασιλικής για το τι πραγματικά συνέβη είναι πολύ διαφορετική, και καθιστά τραγική την ιστορία της. Σύμφωνα ωστόσο με το ρεπορτάζ του «Χρόνου», τα γεγονότα είχαν ως εξής:
«Το πραγματικό όνομα της κυρά Βασιλικής, ήταν Ζώιω (Ζωή) Μ. Σφέτσου και παρά το τί θα ανέμενε κάποιος, δεν ήταν από τις ανδρογυναίκες εκείνες που η φτιασιά τους σε τρομάζει. Η “Βασιλική” περιγράφεται ως μία λεπτοκαμωμένη, μικρόσωμη κοπέλα περίπου 24 χρονών. Ο τίτλος της “κυράς” δόθηκε σε αυτήν όπως θα δινόταν σε ένα λήσταρχο ο τίτλος του καπετάνιου, γι’ αυτό την αποκαλούσαν και Καπετάνισσα.
Η Ζωή ζούσε ησυχώτατη ζωή στο χωριό της, τον Κλιτσό του δήμου Κτημενίων Ευρυτανίας, με τον πατέρα της και με την μικρότερη αδελφή της, μέχρι το 1906, όταν ήρθε στο χωριό τους ένας εργολάβος ονόματι Χρηστίδης, ο οποίος είχε αναλάβει την κατασκευή της εκκλησίας του χωριού. Ο Χρηστίδης ήταν ένα όμορφο παλληκάρι και αγαπήθηκε παράφορα από την Ζωίτσα αλλά και από την αδελφή της, όπως μαρτυρούν οι ντόπιοι.
Λέγεται ότι η Βασιλική όταν έμαθε τον έρωτα της αδελφής της για τον Χρηστίδη, εξοργίστηκε. Έτσι άρχισε η γκρίνια με αποτέλεσμα να μάθει και ο πατέρας τους τους έρωτες των δύο θυγατέρων του προς τον εργολάβο, να εκμανεί εναντίον τους και να καταβάλει κάθε προσπάθεια όπως σταματήσει το κακό είτε διά της απομακρύνσεως του Χρηστίδη από το χωριό είτε, αν αποτύγχανε στο πρώτο, διά της αυστηρής επίβλεψης των κοριτσιών του. Κανένα όμως από τα δύο δεν πέτυχε ο πατέρας. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν να ενωθούν, να συμμαχήσουν οι δύο κόρες και να αποφασίσουν τον θάνατο του πατέρα τους.
Έτσι μία ημέρα που ο πατέρας τους εργαζόταν στον αγρό του, λέγεται ότι η Βασιλική με την αδελφή της του έστειλαν ψωμί το οποίο όμως είχαν ζυμώσει με δηλητήριο και ο πατέρας πέθανε αμέσως».
Η Βασιλική φυγοδικεί: Η πρώτη της ληστεία και ο φόνος ενός ποιμένος
Το ρεπορτάζ συνεχίζει:
«Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα τους, ήγειρε τις υπόνοιες των Αρχών του Κλιτσού και έτσι εντός ολίγου αποκαλύφθηκε το έγκλημα και διατάχθηκε η σύλληψη της Βασιλικής, της αδελφής της και του εραστή τους.
Και οι μεν δύο τελευταίοι συνελήφθησαν, η Βασιλική όμως από εκείνη την ημέρα έγινε άφαντη από το χωριό. Οι δύο συλληφθέντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε έξη μήνες φυλάκιση διότι το δικαστήριο πείστηκε ότι η Βασιλική μόνη της είχε διαπράξει την πατροκτονία. Η Βασιλική όμως “είχε πάρει τα βουνά”. Εκεί περιπλανώμενη με το γκρά της (όπλο) συνάντησε μετά λίγες μέρες έναν άλλο φυγόδικο και οι δύο μαζί αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας ληστρικής συμμορίας που έμελλε να αυξηθεί και να γίνει οκταμελής πολύ σύντομα.
Το πρώτο ληστρικό κατόρθωμα της Βασιλικής και του συντρόφου της, Αργύρη Νίκα, σημειώθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1906 όταν επισκέφθηκαν το ποιμνιοστάσιο του Κώστα Διαμαντή για να κλέψουν πρόβατα και επειδή την πήρε είδηση ο βοσκός αναγκάστηκε να τον ξαπλώσει πρώτη νεκρό με μία καλή σφαίρα και έτσι λεηλάτησε το ποίμνιό του».
Η Βασιλική συλλαμβάνεται, μεθά τους χωροφύλακες και δραπετεύει
Ο «Χρόνος» διηγείται στη συνέχεια:
«Η ληστεία και ο φόνος του ατυχούς Διαμαντή συγκλόνισε τότε ολόκληρη την Ευρυτανία όταν μάλιστα έγινε γνωστό ότι η δράστις ήτο η περίφημος πατροκτόνος Βασιλική, η οποία με αυτή την πράξη έκανε την πρώτη της εμφάνιση ως λησταρχίνα.
Τα καταδιωκτικά αποσπάσματα άρχισαν το κυνηγητό και μετά δεκατέσσερις μέρες, δηλ. στις 20 Νοεμβρίου, τέσσερις χωροφύλακες βρήκαν τον κρησφύγετό της και την συνέλαβαν. Η λησταρχίνα άμα συνελήφθη και οδηγείτο προς το Καρπενήσι δεν έχασε την ψυχραιμία της. Τουναντίον μάλιστα σκέφτηκε τι τρόπο να βρει για να επιτύχει την απελευθέρωσή της.
“Δεν πηγαίνω έτσι στο Καρπενήσι”, λέγει η Βασιλική προς στους χωροφύλακες μόλις πλησίασαν στο Κλιτσό (το χωριό της). “Θα με πάτε πρώτα στο χωριό μου να αλλάξω ρούχα να πιούμε και κανένα ξεκουραστικό, που έχω καλό κρασί στο σπίτι μου και έπειτα τραβάμε για το Καρπενήσι. Νύχτα ώρα είναι, δεν θα μας δει κανείς”. Την παράκληση αυτή της λησταρχίνας δεν μπορούσαν να μην αποδεχθούν οι χωροφύλακες, αφού μάλιστα συνοδευόταν και από προσφορά οινοποσίας.
Έτσι η Βασιλική χάριν στο καλό κρασί κατόρθωσε να μεθύσει και να αναισθητοποιήσει τους τέσσερις χωροφύλακες οι οποίοι όταν συνήλθαν το επόμενο πρωί κατάλαβαν το πάθημά τους, για το οποίο δικάστηκαν σε τέσσερα χρόνια φυλακή από το Στρατοδικείο».
Και το ρεπορτάζ καταλήγει: «Η Βασιλική ξανάρχισε το ληστρικό της έργο και μάλιστα το εξέτεινε και σε άλλους νομούς πέραν της Ευρυτανίας, στην Φθιώτιδα και την Καρδίτσα. Η Βασιλική είχε στο διάστημα του ενός χρόνου, αιχμαλωτίσει ήδη ένδεκα συμπατριώτες της, με τελευταίο τον πλούσιο συγχωριανό της Μήτσου, για τους οποίους ζητούσε λίτρα ώστε να τους απελευθερώσει».
Ωστόσο, η ιστορία όπως παρουσιάζεται στην εφημερίδα «Χρόνος» έχει κενά. Δεν αναφέρεται ποιος ήταν ο ρόλος του εργολάβου ούτε τι σήμαινε «αυστηρή επίβλεψη» του πατέρα - ειδικά όταν γνωρίζουμε ότι οι πατεράδες εκείνης της εποχής είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου στις κόρες τους. Παράμετροι που δεν φαίνεται να απασχολούν κανέναν, μάλλον γιατί δεν καταγράφονται στο λεπτομερές ρεπορτάζ.

Μια θεοσεβούμενη Λησταρχίνα
Τον Αύγουστο του 1907, η Βασιλική με το ασκέρι της, θα στήσει ενέδρα και θα πιάσει τον καπνέμπορο Αλέξ. Τσάκα από την Αθήνα, που πήγαινε για παραθερισμό με την οικογένειά του στο χωριό του, Παλαιόκαστρο (μάλλον Φθιώτιδος). Ο ίδιος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Χρόνος» λίγο μετά την περιπέτεια του, διηγήθηκε πώς η Λησταρχίνα τούς άφησε ελεύθερους, λέγοντας: «Άντε ας έχεις χάρη την Παναγιά την Προυσιώτισσα!» διότι την ημέρα εκείνη ήταν η γιορτή της Παναγίας.
Την ίδια μέρα μάλιστα, όταν οι σύντροφοί της πήγαν να ζητήσουν «διόδια» σε προσκυνητές που έπαιρναν το μονοπάτι προς το μοναστήρι της Παναγίας, η Βασιλική τούς μάλωσε αυστηρά φωνάζοντας «Ντροπή!». Μάλιστα, έδωσε σε κάποια γυναίκα χρήματα να της ανάψει μια λαμπάδα.
Η περίπτωση της Βασιλικής θα αναφερθεί και στη Βουλή, στις 26 Ιανουάριου του 1908, με αφορμή συζήτηση για την ασφάλεια και την προστασία της χώρας από τις ληστοσυμμορίες. Στο κυρίως άρθρο του, ο Βλάσης Γαβριηλίδης αναφέρει την περίπτωσή της και ότι είχε μωρό, το οποίο «παρήγγειλε στους χωροφύλακες να το παραλάβουν για να μην το έχει στα βουνά».
Η «Βασίλισσα των Ορέων» συλλαμβάνεται
Στις 24 Ιουνίου 1908 η Βασιλική συνελήφθη - ή μάλλον συνελήφθη την ώρα που έπλενε τα πιάτα κάποια με το όνομα Ουρανία που δούλευε ως «δουλικό» στο σπίτι του Νικολάου Παπαδημητρίου στο Δομοκό, μετά από καταγγελία κάποιου ότι πρόκειται για την πασίγνωστη Κυρά-Βασιλική.
Η Βασιλική-Ουρανία συνελήφθη στην κουζίνα και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Λαμίας «υπερηφάνως βαδίζουσα εν μέσω ισχυρής αστυνομικής δύναμης».
Η Βασιλική μιλά μέσα από τη φυλακή
Δύο μέρες μετά την σύλληψή της, η εφημερίδα «Ακρόπολις» επισκέφθηκε τη Βασιλική στις φυλακές Λαμίας και μίλησε μαζί της.
«Πρόκειται για μία γυναίκα μικροκαμωμένη, με κακοφτιαγμένο σώμα. Η μορφή της, ιδίως το ευρύ και ανδρικό μέτωπο, έχει κάτι τι το αρρενωπό και στη λάμψη των ματιών της διακρίνει κάποιος μία δύναμη θέλησης και μεγάλη τόλμη και αποφασιστικότητα», περιγράφει ο συντάκτης.
Η Ζωίτσα ισχυρίστηκε ότι στο χωριό της όντως ήρθε κάποιος εργολάβος, μόνο που η ίδια είπε ότι ονομαζόταν Τσιρτσόπουλος, με τον οποίο αγαπήθηκαν σφόδρα. «Ερωτεύθηκα τον εργολάβο Τσιρτσόπουλο μα κι εκείνος μ’ αγαπούσε. Και η δυστυχισμένη, τόσο πολύ μού ‘κλεισε τα μάτια η αγάπη, που του παρέδωσα ό,τι ακριβότερο έχει μία κόρη».
Η Ζωή ή Βασιλική θα πει ακόμα ότι ο πατέρας της, που ήταν ανένδοτος στο γάμο της, πεθαίνει αιφνιδίως και οι συγχωριανοί υποπτεύονται φόνο - και ως δολοφόνους, την ίδια και τον Τσιρτσόπουλο. Βγαίνει λοιπόν ένταλμα σύλληψης και για τους δύο. Με την εξέλιξη αυτή, ο αγαπημένος της την εγκαταλείπει και εξαφανίζεται. Ο δρόμος για το βουνό, σχεδόν μονόδρομος. Η Ζωή, ισχυρίζεται ακόμα ότι τα περί δηλητηριάσεως του πατέρα της είναι λόγια του κόσμου και ότι τελικά από τις εξετάσεις που έγιναν στα σπλάχνα του στην Αθήνα δεν διαπιστώθηκε δηλητηρίαση.
Η ίδια αφηγείται ότι στο βουνό συναντήθηκε με τον Αργύρη Νίκα, φυγόδικο από το χωριό της, και ξεκίνησε μαζί του τη ληστρική ζωή. Όταν ο Αργύρης συνελήφθη και καταδικάστηκε, η ίδια δεν θέλησε να συνεχίσει με τους υπόλοιπους. Τότε, με το όνομα Ουρανία, βρίσκει δουλειά στο σπίτι του Ν. Παπαδημητρίου, προφανώς τσιφλικά, στον Δομοκό. Κάποιος, άγνωστο πώς, την αναγνώρισε και την κατέδωσε.
Δεν γνωρίζουμε τι έγινε μετά τη σύλληψη και τη μεταφορά της στις φυλακές Λαμίας. Για τη δίκη της, δεν έχουν βρεθεί στοιχεία ή αναφορές σε μεταγενέστερες πηγές ή σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού και τοπικού Τύπου των περιοχών όπου έζησε κι έδρασε.
«Καϋμένε ‘Οφφενμπαχ! Οποία υπέροχη υπόθεση για οπερέτα», θα γράψει ο δημοσιογράφος Τιμολέων Σταθόπουλος την άλλη μέρα, 27 Ιουνίου 1908, στο «Νέον Αστυ»…