Ένα ουρλιαχτό διασχίζει τον ουρανό – το ουρλιαχτό του KG στον 5o τελικό της Δύσης του 2004. Wolves vs Lakers. Η Άγρια Συμμορία του Kg.,με τον Σαμ-I-am (Κασέλ) στον άσσο και με τον πρώην Knick, Λατρέλ Σπρίγουελ, στο δύο, κοντράρει στα ίσια τους Lakers του Shaq και του Κόμπε. Η Άγρια Συμμορία θα ηττηθεί , όμως το ουρλιαχτό, το πύκνωμα ιδρώτα, σωματικού μόχθου, συναισθηματικής και διανοητικής έντασης, θα συνεχίσει ν’ αντηχεί:
Mothafucka
Ένταση – αυτό ήταν πάντα το παίξιμο του Κέβιν Γκαρνέτ, που πριν λίγες μέρες ανακοίνωσε ότι αποσύρεται ύστερα από είκοσι + μία σεζόν στο NBA. Ίσως γι’ αυτό δεν στάθηκε τόσο ανθεκτικός απέναντι στην ακαταμάχητη δύναμη της εντροπίας, σε αντίθεση με τους δύο άλλους μέγιστους πάουερ φόργουορντ της συγχρονίας του, τον πολύτροπο Τιμ Ντάνκαν (που επίσης κρέμασε φανέλα φέτος το καλοκαίρι) και τον εκηβόλο Ντιρκ Νοβίτζκι. Τους προσπερνά εξάλλου δύο με τρία χρόνια, όχι απόλυτα στην ηλικία, αλλά στο άθροισμα του χρόνου συμμετοχής στο Μεγάλο Παιχνίδι. Ας μη λησμονηθεί ότι ο Garnett έγινε ντραφτ (στο ν.5) το κάπως μακρινό 1995.
Πριν απ’ τον ασυναγώνιστο ΛεΜπρον, που «κυνηγά το φάντασμα του Τζόρνταν» και κανενός άλλου, ο Κέβιν Γκαρνέτ ήταν ο Big Ticket: με τις αμφίσημες εξαιρέσεις του Σπένσερ Χέιγουντ και του Μόουζες Μάλοουν, ο πρώτος που επιλέχθηκε απευθείας απ’ το λύκειο στο NBA. «Είμαι έξι και δώδεκα (ίντσες)», προσποιούνταν ο κορυθαίολος (ενώ στην πραγματικότητα ήταν 7-footer), γνωρίζοντας ότι η υπαγωγή του στους 7-footers, από τους γραφειοκράτες του NBA, θα σήμαινε γι’ αυτόν τον άχαρο ρόλο του σέντερ που περιπολεί τα σουτ στην περίμετρο του man-to-man.
Απορρίπτοντας συνειδητά τον ρόλο του σέντερ, ο Γκαρνέτ αναδείχθηκε στον απόλυτο πόιντ φόργουορντ στην ιστορία του αθλήματος – ένας δεύτερος Magic, στα 2.13, ένας πλέι μέικερ χωρίς προκαθορισμένη θέση. Τέσσερις φορές κορυφαίος ριμπάουντερ της σεζόν (2004-2007) και de facto κορυφαίος ριμπάουντερ στην Ιστορία, πολυτιμότερος παίκτης το 2004 και καλύτερος αμυντικός το 2008 (οπότε και κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Celtics, μαζί με τον Ρέι Άλεν και τον Πολ Πιρς), ο Γκαρνέτ πρώτα απ’ όλα ήξερε να πασάρει, να μοιράζει το παιχνίδι.
Δεν ήταν ακαταπόνητος σουτέρ όπως ο Νοβίτζκι, ούτε μπορούσε να μεταχειριστεί στην εντέλεια τα βασικά (fundamentals), όπως ο Ντάνκαν. Ήταν περισσότερο παίκτης-ενστίκτου, μια μπασκετική ιδιοφυΐα, που απαντά στα καθ’ υμάς στον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα και τον Φάνη Χριστοδούλου, με τη διαφορά της απροσμέτρητης εκρηκτικότητας και του ύψους-σε-σχέση-με-την-τεχνική του Big Ticket.
Υπό αυτή την έννοια, ο Γκαρνέτ (και ο ΛεΜπρον, παρά ο Ντουράντ) προοικονομεί τον Αντετοκούνμπο.