Ο Γιώργος Μπαρτζώκας θα γινόταν φριχτός δημοσιογράφος. Ειδικά στην ψηφιακή εποχή των τίτλων-δολωμάτων και της χαλαρής διασταύρωσης. Όχι γιατί δεν είναι οξυδερκής (δε θα ήταν αλλιώς ο πρώτος Έλληνας προπονητής που σήκωσε την Ευρωλίγκα το 2013 με τον Ολυμπαιακό κι έκτοτε βρίσκεται μόνιμα στο πάνω ευρωπαϊκό ράφι), σχολαστικός ερευνητής (η ικανότητά του να ανακαλύπτει παίκτες, να τους ταιριάζει ιδανικά μεταξύ τους και να τους οδηγεί σε μεγαλύτερα συμβόλαια είναι το δυνατό του σημείο όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν, μεταξύ αρκετών άλλων, οι κύριοι Ντάνστον, Σίνγκλετον και Λοτζέσκι) ή, πάνω από το μέσο όρο, καλλιεργημένος (δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι του αθλητισμού που χρησιμοποιούν στις συνεντεύξεις τους στίχους της Κικής Δημουλά, τσιτάτα του Κορνήλιου Καστοριάδη και τον Λεωνίδα Καβάκο ως σημείο αναφοράς).
Δεν ανέχεται όμως τα κλισέ. «Διαβάζω τα sites κάθε είδους κι εντυπωσιάζομαι από την έλλειψη αυθεντικότητας. Η ίδια ιστορία λέγεται παντού με τον ίδιο τρόπο. Μοιάζουμε παραδομένοι στα κλισέ π.χ. σε κάθε τραυματισμό χρησιμοποιούμε τη λέξη “σοκ”. Αποθεώνεται εκείνος που είναι νούμερο κι όχι ο σημαντικός». Ποτέ μου δεν είχα ιδιαίτερο άγχος να υπερασπιστώ ούτε τους Έλληνες ούτε τους δημοσιογράφους, πόσο μάλλον την τομή τους, αλλά σημειώνω στον κόουτς ότι τα κλισέ είναι αποτελεσματικά. Πιάνουν, γι’ αυτό άλλωστε τα χρησιμοποιούν κατά κόρον και οι προπονητές στις πρες κόνφερανς, με την ίδια επιμονή που σημαδεύουν κυνικά σε κάθε επίθεση τον αδύναμο κρίκο της αντίπαλης άμυνας. Όσο για τα «νούμερα», πριν πούμε οτιδήποτε, ας κοιτάξουμε στο μεγάλο κάδρο ποιος είναι πλανητάρχης.
Και τότε παίρνει φωτιά. Δε χειρονομεί όπως τινάζεται, σαν να τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα, διαμαρτυρόμενος στους διαιτητές ή στους αναπληρωματικούς, αλλά ανεβάζει ταχύτητα και τόνο στη φωνή. «Έχεις δίκιο, αυτό που έλεγε ο Καστοριάδης, “η άνοδος της ασημαντότητας”, είναι σύμπτωμα των σημερινών κοινωνιών – στην Ελλάδα όμως το συναντάς περισσότερο. Πάμε στο μπάσκετ. Κάποια στιγμή προέκυψε στην Ελλάδα η λέξη “μάγκας”. Ξαφνικά έγιναν όλοι “μάγκες” κι όλα “μάγκικα”. Αν ανατρέξεις στο λεξικό, μάγκας είναι αυτός που πουλάει την παλικαριά του με άσχημο τρόπο. Κάπως έτσι, όλες οι επιτυχίες αποδόθηκαν στην “ψυχή”, στην “μαγκιά”. Δεν μπορεί, δηλαδή, ένας έλληνας προπονητής να πετύχει με τη δεξιοτεχνία, τη μέθοδο, την εργατικότητα, το ταλέντο; Δεν μπορεί να είναι γνώστης και όχι “μάγκας”; Απαξιώνουμε συνέχεια την τεχνογνωσία έναντι του συναισθηματισμού».
Φέτος, βρίσκεται στον πάγκο της ρώσικης Χίμκι, τρίτος χρόνος μακριά από την Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί η χρονιά της μεγάλης δικαίωσης που πήγε τo αουτσάιντερ από τη Ρωσία, Λοκομοτίβ Κούμπαν, στο F4 και η περσινή ανώμαλη προσγείωση με την αποτυχία στην Μπαρτσελόνα σε μια σεζόν που του πήγαν (και ίσως τα πήγε κι εκείνος) όλα στραβά. Πιο πριν απ’ όλα αυτά, σε μια από τις πιο άθλιες σελίδες του σύγχρονου ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού, είχε εξωθηθεί μακριά από τον πάγκο του Ολυμπιακού όταν μετά από ήττα από τον Παναθηναϊκό στο πρώτο ματς της σεζόν, οι οπαδοί της ομάδας περίμεναν εκείνον και την αποστολή με απειλητικές διαθέσεις στο πάρκινγκ του Ρέντη. Τι κι αν είχε οδηγήσει την ομάδα στον back 2 back ευρωπαϊκό τίτλο; Τι κι αν είναι οπαδός του Ολυμπιακού, όπως δήλωσε εκ των υστέρων; Η απώλεια των ελληνικών τίτλων από τον αιώνιο αντίπαλο τον έκανε άλλο ένα θύμα της «ελληνικής ψύχωσης»...
«Στη χώρα μας υπάρχουν παντού δίπολα. Από την αρχαία Ελλάδα και το Σπάρτη-Αθήνα μέχρι το ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Δεν είναι έτσι παντού. Πας και παίζεις στο Μπιλμπάο μπροστά σε 12.000 που υποστηρίζουν μόνο την τοπική ομάδα. Όταν ήμουν στον Ολυμπιακό είχα πέσει στην παγίδα και διάβαζα τα πάντα, σε παραδοσιακά και social media. Είναι τόσο πιεστικός ο περίγυρος που δε γίνεται να μείνεις ανέπαφος και να μη χαλάσει το μυαλό σου. Όταν πας να παίξεις Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός κι έχεις ένα ελικόπτερο να σε συνοδεύει, μαζί με ΜΑΤ και μηχανές, όταν αλλάζεις σημεία αναχώρησης κι άφιξης για να παραπλανήσεις την ενέδρα και να μη φας τις πέτρες στο πούλμαν, τότε μπαίνεις ήδη με τεράστια πίεση στο γήπεδο. Χάνεις; Είσαι αυτόματα σε κρίση. Κερδίζεις; Αδειάζεις για μια εβδομάδα και δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο επόμενο παιχνίδι. Δεν είναι φυσιολογικό όλο αυτό. Είναι τοξικό. Δεν λειτουργεί ως συναγερμός που δήθεν σε κρατάει σε εγρήγορση, δεν υπάρχουν απαιτήσεις μόνο στην Ελλάδα. Παντού υπάρχουν, ειδικά όταν κάνεις μια δουλειά που αμοίβεσαι πάνω από το κανονικό».
Η Χίμκι είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον πρότζεκτ της φετινής Ευρωλίγκας. Μια ομάδα μοντέρνα, αθλητική, με έναν σπουδαίο σολίστ, τον Αλεξέι Σβεντ και μια σειρά από Αμερικάνους (Γκιλ, Τόμας, Χάνεϊκατ, Ρόμπινσον, Τζένκινς, Άντερσον) με τρομερά φυσικά προσόντα που δινουν στον κόουτς την ευκαιρία να χρησιμοποιεί πολυμορφικά σχήματα, ειδικά στην αμυντική τακτική του. Στο recruiting, είπαμε, είναι άσος, από τους 2-3 καλύτερους στην Ευρώπη. Πώς έφτιαξε φέτος το παζλ; «Δεν πολυασχολήθηκα με τους Ρώσους παίκτες, με την εξαίρεση του Ζούμπκοφ που τον είχα και στη Λοκομοτίβ. Επέλεξα τους ξένους με γνώμονα, ένα, να μπορούν να υποστηρίξουν τον Σβεντ και, δύο, να φτιάχνουν χαμηλό μέσο όρο ηλικίας και να έχουν κίνητρο ή κάτι να αποδείξουν. Είναι απαραίτητα και τα δύο στοιχεία έτσι όπως έχει γίνει πια η διοργάνωση. Στην Ευρωλίγκα, παίκτες και προπονητές, τα λεφτά τους τα ματώνουν. Είναι μια σεζόν δέκα μηνών που παίζεις σχεδόν κάθε εβδομάδα τελικούς. Πια δεν υπάρχει σύγκριση ούτε με το ποδόσφαιρο.
Όλοι οι προπονητές σκέφτονται το παζλ που θα συνθέσουν οι παίκτες που επιλέγουν, μερικές φορές αν θα πετύχει είναι και θέμα συγκυριών. Το δικό μου κριτήριο είναι ο συνδυασμός πληροφοριών για τον χαρακτήρα μέσω προπονητών, παλιών συμπαικτών κτλ. (είναι τόσος πολύς ο χρόνος που περνάς δέκα μήνες μαζί με την ομάδα που δεν αντέχεις κάποιον προβληματικό) και κάποιων χαρακτηριστικών όπως είναι π.χ. ο αλτρουισμός, η αθλητικότητα και να μην τρακάρουν τα ατομικά τους προσόντα με το ήδη υπάρχον υλικό».
Αυτή η ομάδα που μοιάζει με λουσάτη εκδοχή της προπέρσινης Κούμπαν («θα κριθεί στο τέλος της σεζόν και τις υπεραξίες που θα δημιουργήσουμε») έχει ξεκινήσει καλά. 10 νίκες σε 13 αγώνες. Ηττημένη μόνο από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στη VTB League και ισοπεδωμένη στα δύο ματς επί ελληνικού εδάφους από Ολυμπιακό και, προχθές, Παναθηναϊκό. Ο κόουτς αρπάζεται όταν συγκαταλέγουν τη Χίμκι ανάμεσα στα φαβορί για το F4, «αυτές είναι μαλακίες» δήλωσε μετά την ήττα στο ΣΕΦ πριν τρεις εβδομάδες. «Είμαστε πολύ άπειρη όμαδα και όχι τόσο ακριβή όσο νομίζουν όλοι. Όταν θα δημοσιεύσει η VTB τα μπάτζετ τον Φεβρουάριο, θα δείτε ότι δεν έχουμε τόσο μεγάλο όσο λέγεται. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν πολύ πιο ιστορικές ομάδες από μας που έχουν προβάδισμα»
Για τον Γιώργο Μπαρτζώκα που τα έζησε όλα στα 2 χρόνια κι 1 ματς που έκατσε στον πάγκο του Ολυμπιακού και τα είδε όλα πέρυσι στον αδηφάγο “més que un club” οργανισμό της Μπαρτσελόνα, o πάγκος της Χίμκι μοιάζει να χρειάζεται λιγότερο πολιτική και περισσότερο αφοσίωση στη δουλειά. «Ο Ολυμπιακός ξερετε όλοι τι σημαίνει, ενώ η Μπαρτσελόνα είναι η πολιτική κι αθλητική έκφραση μιας περιοχής που ζητά την ανεξαρτησία της - υπάρχουν τρεις δημοσιογράφοι που ουσιαστικά ασχολούνται με τη δημόσια εικόνα όσων διαμορφώνουν τη δημόσια εικόνα του συλλόγου (παικτών, προπονητων κτλ.). Στον Ολυμπιακό και την Μπαρτσελόνα δεν είναι επιτυχία τα πλέι οφ, συζητάς μόνο για το F4. Η Χίμκι, μην ξεχνάμε, δεν είναι ομάδα με εγγυημένο συμβόλαιο, πρέπει να είναι μέσα στους 2 πρώτους της VTB League για να ανανεώνει την παρουσία της στην Ευρωλίγκα – πέρυσι, ας πούμε, δε συμμετείχε. Η οργάνωση, το μέγεθος, και οι προσδοκίες είναι διαφορετικές».
Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να βγάλω την μπάλα από τα χέρια του Σπανούλη. Δε γίνεται αυτό. Ήθελα να μειώσω την εξάρτηση της ομάδας από αυτόν.
Bασική παράμετρος της επιτυχίας θα είναι η απόδοση του Αλεξέι Σβεντ, ενός από τους πιο χαρισματικούς παίκτες της διοργάνωσης (19 πόντοι και 4.6 ασίστ μ.ο., με μόλις 33.6% ευστοχία μέχρι τώρα). Στο ΟΑΚΑ, λίγες ώρες μετά τη συνομιλία μας με τον κόουτς, ο ρώσος γκαρντ έδειξε πώς ένας παίκτης «πίνοντας θάλασσα» μπορεί να παρασύρει σε τρικυμία όλη την ομάδα. Υπάρχουν όμως άλλες, σαφώς περισσότερες, βραδιές που μοιάζει με ταχυδακτυλουργό. Ο κόουτς Μπαρτζώκας έχει μπροστά του άλλον έναν δυσεπίλυτο γρίφο. Μετά την πολυσυζητημένη του σχέση με τον Βασιλη Σπανούλη και τη συνύπαρξή του στη Βαρκελώνη με τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο...
«Ο Σβεντ είναι πολύ σημαντικός για τον οργανισμό. Οι Ρώσοι είναι πατριώτες –στα ματς συχνά φωνάζουν “Russia” ακόμα κι αν παίζουν 5 Αμερικάνοι στο παρκέ. Είναι τα φώτα πάνω του, είναι στο επίκεντρο, λογικό το ότι έπρεπε να χτίσουμε γύρω του. Είναι γεγονός ότι έχει σκαμπανεβάσματα, ακόμα και μέσα στο ίδιο παιχνίδι. Την ώρα του αγώνα, δε θα σε ακούσει όταν τα επισημαίνεις. Είναι μια διαδικασία που θα πάρει όλη τη χρονιά να του εξηγήσουμε τι θέλουμε μέσα από ομιλίες, ιδιωτικά βίντεο, χτίσιμο εμπιστοσύνης. Και είναι πολύ κρίσιμο να πειστεί επίσης ότι πρέπει να κάνει οικονομία δυνάμεων, είναι η πρώτη του χρονιά στο νέο format της Ευρωλίγκας.
Όσο για τους άλλους δύο είναι θρύλοι και θέλουν ιδιαίτερη μεταχείριση, διαφορετική ο καθένας. Είναι μια παραδοχή που κάνει κάθε προπονητής. Επειδή υπάρχει αυταπόδεικτο ταλέντο, τους δίνεις περισσότερες αποφάσεις μέσα στο παιχνίδι. Έχουν τέτοιο authority που μαθαίνουν και οι συμπαίκτες τους και τους ψάχνουν. Η λεπτή γραμμή στην ελευθερία που θα τους δώσεις είναι η εξής: θα κάνει καλύτερους ή χειρότερους τους υπόλοιπους;
Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να βγάλω την μπάλα από τα χέρια του Σπανούλη. Δε γίνεται αυτό. Ήθελα να μειώσω την εξάρτηση της ομάδας από αυτόν. Όταν από τις 80 επιθετικές αποφάσεις, παίρνει ένας παίκτης τις 50-60, αν ξυπνήσει ένα πρωί άρρωστος έχεις πρόβλημα. Είναι αδύνατο, βέβαια, ένας τέτοιος παίκτης να συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο ως ρόλο, με λιγότερες αρμοδιότητες.
Ο Ναβάρο ήταν διαφορετική περίπτωση. Μεγαλύτερος, τον βρήκα 36 στα 37, κι επιρρεπής πια στους τραυματισμούς. Πολύ μεγάλος παίκτης και πολύ μεγάλη η χαρά μου που συνεργάστηκα μαζί του. Δεν ήταν ίδια η επίδραση που είχε στο παιχνίδι όπως παλιότερα, γιατί έλειπε συνεχώς. Βιαζόταν να γυρίσει, δεν έκανε καλή αποθεραπεία, έχανε κι άλλα ματς. Ή έκανε μισή προπόνηση για να μην τραυματιστεί ξανά».
Δεν μπορεί, δηλαδή, ένας έλληνας προπονητής να πετύχει με τη δεξιοτεχνία, τη μέθοδο, την εργατικότητα, το ταλέντο; Δεν μπορεί να είναι γνώστης και όχι “μάγκας”;
Άραγε πώς φιλτράρει ένας προπονητής τη συνθήκη του να είναι επικεφαλής ενός γκρουπ που συνήθως δεν είναι κι ο υψηλότερα αμοιβόμενος; «Κάθε κόουτς ξέρει ότι συνήθως ισχύει αυτό. Έχει γίνει μια παρανόηση εδώ, ίσως φταίει η Πρέμιερ Λιγκ που εξελίχθηκε σε πρωτάθλημα των προπονητών επειδή μαζεύτηκαν Γκουαρντιόλα, Μουρίνιο, Κλοπ κτλ. Όμως, οι πρωταγωνιστές είναι πάντα οι παίκτες. Και ποτέ δεν κερδίζει ή χάνει ο προπονητής. Ούτε ένας παίκτης μόνος του. Έπαιζαν πριν λίγες μέρες για την Ευρωλίγκα Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός κι ο ηττημένος κόουτς ήξερε εκ των προτέρων ότι θα είχε θέμα. Δεν είναι νορμάλ αυτό. Να αλλάζει η ζωή σου από μια χαμένη βολή ή ένα ριμπάουντ». Προς δικαίωση του κόουτς, Πασκουάλ και Σφαιρόπουλος μετά τις μεγάλες νίκες αυτής της εβδομάδας αναπνεόυν και πάλι πολύ πιο άνετα...
Ο «προπονητής της εξεδρας» είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μυθολογίας των ομαδικών σπορ. Είναι μέρος της νοστιμιάς τους που γεννά διάφορα αξιώματα με κορυφαίο ότι «καλύτερος παίκτης είναι πάντα αυτός που δεν έπαιξε». Στο ελληνικό μπάσκετ, με τις επιτυχίες των τελευταίων τριών δεκαετιων, και την εκτεταμένη χρήση της ορολογίας σε μεταδόσεις/αναλύσεις κτλ., υπάρχει η (ψευδ)αίσθηση ότι έχει δημιουργηθεί μπασκετική κουλτούρα.
- Κοουτς, ξέρει ο Έλληνας τι δουλειά κάνει ο προπονητής;
- Δεν έχει ιδέα.
«Δεδομένο πρώτο: ξέρει καλύτερα την ομάδα, εσύ δεν ξέρεις τι γίνεται στις προπονήσεις ή στο ξενοδοχείο κτλ. Δεδομένο δεύτερο: ξέρει καλύτερα το μπάσκετ από δημοσιογράφους κι οπαδούς, πώς να το κάνουμε; Επειδή όλο και περισσότερο προσεγγίζουμε το NBA, θεωρώ ότι η σημαντικότερη δουλειά του προπονητή σήμερα είναι να καταμερίσει τις αρμοδιότητες στο staff γύρω του. Να παγιώσει έναν τρόπο δουλειάς, να δημιουργήσει πρόγραμμα και να αποφύγει το overcoaching. Είναι λάθος να θες να ελέγχεις τα πάντα, αρχές πρέπει να βάλεις.
Οι περισσότερες αναλύσεις που γίνονται είναι για να γελάς. Νομίζω είναι λάθος που ο Τύπος προσεγγίζει τόσο τεχνικά το άθλημα, μπερδεύει τον κόσμο και καταλήγουμε σε καταστάσεις που η ημιμάθεια αποδεικνύεται χειρότερη της αμάθειας. Το μπάσκετ δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Ακόμα και για έναν προπονητή, η αίσθηση που έχει στο παιχνίδι είναι πολύ διαφορετική από αυτό που θα δει μετά φάση με φάση στο βίντεο. Από τις δικές του αποφάσεις μέχρι τα σφυρίγματα των διαιτητών.
Επίσης, οι προπονητές δεν είναι καλοί σε όλα και δεν είναι όλοι καλοί. Άλλοι διακρίνονται στην επιλογή των παικτών, αλλοί χειρίζονται καλά τα ΜΜΕ, άλλοι τη δημόσια εικόνα τους».
Την ιστορία την ξέρουν αρκετοί, ο θρύλος λέει ότι έχει αποτελέσει τη βάση για το σενάριο της ταινίας Η Μεγάλη Απόδραση με τον Στιβ Μακ Κουίν και τον Τσαρλς Μπρόνσον. Τη σύνδεση είναι που κάνουν λίγοι, ακόμα κι αν ξέρουν πόσο σημαντική μορφή για την ελληνική Αριστερά υπήρξε ο Ανδρέας Μπαρτζώκας που έφυγε από τη ζωή το 2015 σε ηλικία 90 ετών. Ο πατέρας του Γιώργου Μπαρτζώκα ήταν ο ένοικος του κελιού 13 στις φυλακές Βούρλων της Δραπετσώνας, φυλακισμένος μαζί με περισσότερους από 130 συντρόφους του από τον πρωθυπουργό Παπάγο στο τέλος του 1954 σε μια ένδειξη καλής ψυχροπολεμικής θέλησης. Παρά την αντίθετη γνώμη της ηγεσίας του ΚΚΕ, που βρισκόταν στο εξωτερικό, μια μερίδα κρατούμενων εκπόνησε κι εκτέλεσε επί τέσσερις μήνες ένα κινηματογραφικό σχέδιο απόδρασης, σκάβοντας ένα τούνελ κάτω από το κελί 13. 27 από αυτούς το ‘σκασαν, προκαλώντας θόρυβο σε όλον τον κόσμο.
Οι περιπέτειες του Ανδρέα Μπαρτζώκα δεν τελείωσαν εκεί...«Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου ήταν εξορία και φυλακή. Αυτές είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας π.χ. όταν είχαμε πάει να τον δούμε επί χούντας στη Λέρο. Πολύ συχνά έμπαιναν ασφαλίτες στο σπίτι όταν ήταν στην παρανομία, τις θυμάμαι αυτές τις εικόνες. Ήταν δύσκολη κατάσταση, δεν ήταν ακριβώς φυσιολογική η οικογενειακή ζωή μας. Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης όλος ο κύκλος μας ήταν μεγάλες φιγούρες της Αριστεράς. Θυμάμαι, ας πούμε, να γνωρίζω πολύ σημαντικούς ανθρώπους όπως τον Ηλία Ηλιού, τον Μανώλη Γλέζο ή τον Μικη Θεοδωράκη (ο πατέρας μου ήταν ιδρυτικό στέλεχος των Φίλων Ελληνικής Μουσικής). Τη δράση του την έμαθα με φυσικό τρόπο, δε χρειάστηκε να με βάλει κάτω και να μου τη διηγηθεί».
Πριν λίγους μήνες, το όνομα του Γιώργου Μπαρτζώκα βρίσκοταν στις πρωτες θέσεις της λίστας υπογραφών από ανθρώπους του αθλητισμού που δήλωναν την συμπαράστασή τους στην υπόθεση της Ηριάννας. Όχι παράλογο για κάποιον που γνωρίζει το οικογενειακό του παρελθόν («με τον ίδιο φυσικό τρόπο σχηματίστηκαν και οι ιδέες μου, δε γινόταν να πάω αλλού πολιτικά»), παράδοξο για τα ελληνικά μέτρα. Που οι άνθρωποι του αθλητισμού αποφεύγουν τις κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις για να μην τις βρουν μπροστά τους. Σε μια ιστορική συγκυρία που στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο παίκτης του αμερικάνικου φούτμπολ Κόλιν Κάπερνικ είναι το πρόσωπο της χρονιάς για τη σιωπηλή του διαμαρτυρία κοντά στην ρατσιστική αστυνομική βία ή οι αστέρες του NBA όπως ο Λεμπρόν και ο Κάρι τα βάζουν ανοιχτά με τον Τραμπ. Με τον φασισμό να έχει βρει γόνιμο έδαφος στον όχλο και των ελληνικών κερκίδων, μας λείπει ότι οι πρωταγωνιστές είναι άβουλοι. «Εγώ δε θέλω να επηρεάσω καμία πολιτική απόφαση επειδή έχω μια κάποια αναγνωρισιμότητα. Συμμετείχα στην ενέργεια αυτή, επειδή ήξερα την υπόθεση και είχα πειστεί για το δίκαιό της. Στο εξωτερικό γίνεται πιο συχνά, εδώ δε θες να γίνεις μετά στόχος. Συμφωνώ για την εξέδρα, ο εθνικοσοσαλισμός του Χίτλερ ξεκίνησε άλλωστε από τους αθλητικούς συλλόγους. Αν παρατηρήσεις τα οπαδικά κινήματα, οι φασίστες έχουν διεισδύσει παντού».
Ο κόουτς δεν έχει κάποιο πρωτότυπο σχόλιο να κάνει για τα «παράθυρα» και το συγκρουόμενο καλεντάρι FIBA-Ευρωλίγκας («τα συμφέροντα έχουν οδήγησει σε ένα αδιέξοδο που δε σηκώνει η ευρωπαϊκή βιομηχανία του μπάσκετ»), δε θέλει να πει αν είχε πρόταση για την Εθνική («εκ των πραγμάτων, δεν μπορείς να είσαι κι εκεί και σε σύλλογο»), δηλώνει άνθρωπος που δεν του αρέσουν οι αλλαγές και δε θέλει να μετακομίζει κάθε χρόνο.
«Το Χίμκι είναι στα περίχωρα της Μόσχας, κάτι σαν το Μαρκόπουλο. Μένω κοντά στο γήπεδο και στο αεροδρόμιο, δεν μπλέκω με το χάος του κέντρου, οι συνθήκες της ζωής μου είναι εύκολες. Είναι τόσα πολλά πια τα ταξίδια που το χρειάζεσαι αυτό για να ηρεμείς.
Οι Ρώσοι είναι πολύ πειθαρχημένοι. Ίσως και λόγω της πρότερης πολιτικής κατάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει με 300 ευρώ, υπάρχουν τεράστιες οικονομικές αντιθέσεις αν συνυπολογίσει κανείς την έκρηξη της πλουτοκρατίας και τους ολιγάρχες. Κλειστός λαός, με σοβαρή κουλτούρα – διαβάζουν, πηγαίνουν να δουν μπαλέτο ή συμφωνικές ορχήστρες. Φαίνονται σκληροί γιατί δε γελάνε (δε θέλουν να σε προσβάλλουν ενώ μιλάς) και δεν είναι μαθημένοι να κάνουν περισσότερα από ένα πράγματα. Προφανώς δε μιλάω για το μπάσκετ, το βλέπεις σε όσους ανήκουν π.χ. στον οργανισμό της ομάδας».
H βραδιά που έφυγε από τον Ολυμπιακό έγραψε μέσα του, τον επόμενο χρόνο δήλωνε ότι «δεν βλέπει καν τα ματς του Ολυμπιακού στην τηλεόραση». Τρία χρόνια μετά έχει μαλακώσει, έχει χειροκροτηθεί σε επιστροφές του στο ΣΕΦ, όμως... «Σε μεγάλο βαθμό, ναι, δεν ξαναβλέπω τον εαυτό μου στην Ελλάδα. Δουλεύοντας έξω, κατάλαβα πόσο μου λείπει η ομορφιά της και πόσο δε μου λείπει η τοξικότητά της. Ποτέ δεν ξέρεις όμως πως τα φέρνει η ζωή, τι ανατροπές έρχονται. Πριν τον Ολυμπιακό, ας πούμε, είχα σχεδόν συμφωνήσει με την Μπραουνσβάικ – τελικά πήραν τον Φλεβαράκη».