Κοιτάζοντας τα αθλητικά σάιτ τον τελευταίο καιρό, μπορεί να έπεσε το μάτι σας πάνω σε ένα βίντεο που παρουσιάζει τον Ντιέγκο Μαραντόνα, μεθυσμένο, να μπινελικώνει μια φιλενάδα του και στο τέλος να τη χτυπάει. Ή να τον βλέπετε να βγαίνει από μαγαζί και να τραυλίζει μπροστά στις κάμερες. Η ουσία είναι πως ο κόσμος διψάει για πεσμένα είδωλα, ίντριγκες και διάφορα μελανά σημεία στο προφίλ ενός αστέρα. Το θέμα με το Μαραντόνα είναι πως πρώτον, αδιαφορεί για τη γνώμη του κόσμου και δεύτερον, το γιν-γιανγκ προφίλ που έχει είναι ένα από τα στοιχεία που τον έκαναν αυτό που είναι. Θρύλος.
Ο Ντιεγκίτο γίνεται 55 ετών. Η ψυχολογική και σωματική του κατάσταση έχει περάσει από χίλια κύματα, ο ίδιος πάνω που δείχνει να ξυπνάει από το λήθαργο του αλκοόλ και των ναρκωτικών, ξαναπέφτει και μετά και πάλι ο ίδιος φαύλος κύκλος. Το ζήτημα δεν είναι να πάρουμε θέση υπερ ή κατά αυτής της κατάστασης, αλλά κατά πόσον εκείνος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος που θα ελέγχει τα πάθη του. Και κυρίως, κατά πόσο το θέλει.
Ο καλύτερος παίκτης του 2οου αιώνα, μαζί με τον Πελέ, όπως τους ανακήυρξε η FIFA, δεν είναι έρμαιο των παθών του, αλλά είναι τα πάθη του. Αυτός είναι ο χαρακτήρας του και όπως τον οδήγησε στο μεγαλείο σαν ποδοσφαιριστή, έτσι μπορεί να τον στείλει αδιάβαστο τώρα που σταμάτησε. Όταν είχε σπάσει τη μηχανή ενός φωτογράφου, είχε πει μετά πως το έκανε «με το χέρι της λογικής». Σε άλλους ρεπόρτερ είχε ρίξει με αεροβόλο, ενώ και τώρα που έγινε το περιστατικό με την 24-χρονη φίλη του, είπε πως «το μόνο που συνέβη είναι ότι έσπασα το τηλέφωνο, αλλά δε τη χτύπησα».
Η φωτεινή πλευρά ωστόσο, είναι η συμμετοχή στα τέσσερα Μουντιάλ, με αποκορύφωμα το 1986, τα τεράστια γκολ (το «γκολ του αιώνα»), την απατεωνιά με το «Χέρι του Θεού» και βέβαια το τρόπαιο στο τέλος απέναντι στη Γερμανία. Λογικό όμως να θυμούνται περισσότερο την παράσταση του απέναντι στους Άγγλους, όπου ήταν «σα να νικήσαμε μια ολόκληρη χώρα, όχι μια ομάδα». Αλλά και το ότι οδήγησε στη γη της επαγγελίας τη Νάπολι, με δυο πρωταθλήματα, τα μοναδικά της μέχρι σήμερα. Είχε προλάβει να εντυπωσιάσει και στη Μπαρτσελόνα όπου έπαιζε πριν, αλλά για κάποιο λόγο, οι δυο πιο αναγνωρίσιμες φανέλες του είναι της Εθνικής Αργεντινής και βέβαια της Μπόκα Τζούνιορς.
Έτσι κι αλλιώς δεν είναι οι τίτλοι το θέμα, αυτοί απλώς επιστεγάζουν τις προσπάθειες. Είναι δυνατόν να απορρίψεις έναν παίκτη σα το Γιόχαν Κρόιφ επειδή δεν κέρδισε τίποτα με την τρομερή Ολλανδία ή το Τζώρτζ Μπεστ που έπαιζε στην άσημη Βόρειο Ιρλανδία; Παρομοίως και με το Μαραντόνα, αυτό που μετράει είναι η σχεδόν καλλιτεχνική προσέγγιση στο άθλημα, η ιδιοφυία, το ταλέντο, η δίψα όχι μόνο για νίκη, αλλά για εντυπωσιασμό, το περίφημο creole ποδόσφαιρο που έφεραν οι Άγγλοι στις Λατινοαμερικανικές χώρες και βλέπουμε ψήγματά του μέχρι και σήμερα. Η νίκη, οι τίτλοι, η δόξα, ο θρίαμβος και η παρακμή, μοιάζουν σαν έννοιες-φυσικά επακόλουθα όλων αυτών.
Η παρακμή ήρθε, πριν από είκοσι χρόνια και εκείνο του Μουντιάλ στη Βόρειο Αμερική. Δεν πέρασε το αντιντόπινγκ κοντρόλ κι έμεινε εκτός ομάδας και συνεπώς εκτός ποδοσφαίρου. Γιατί, ο Μαραντόνα τότε είχε γίνει μεγαλύτερος κι από το ίδιο το σπορ κι αυτό μόνο καλό δεν έκανε ούτε σε κείνον, ούτε σε μας τους φιλάθλους. Σιχάθηκε το επόμενο Μουντιάλ -πιθανώς κι επειδή δε μπορούσε να συμμετάσχει, και τελικώς βρέθηκε εκεί που ονειρευόταν. Στον πάγκο της Εθνικής Αργεντινής, με τις ευλογίες όλων των φιλάθλων. Όμως, έπεσε πάνω στη ρομποτική-μηχανική Γερμανία, κι αυτή τη φορά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τη σταματήσει. Πλέον, κι αφού πέρασε περιπέτειες με την υγεία του, λόγω βάρους (θυμηθείτε τον το 2006 στο Καραϊσκάκη που ήταν προσκεκλημένος του Ολυμπιακού), τώρα το μόνο που τον ενδιαφέρει ποδοσφαιρικά μιλώντας, είναι να γυρίσει και πάλι στην Αργεντινή.
Μπορούμε να πούμε χίλια δυο προσωνύμια για το Μαραντόνα: Ροκ σταρ, αλήτης, σουπερσταρ, αντισυμβατικός και ούτω καθεξής. Το καλύτερο είναι να δούμε ο ίδιος πως συνόψισε τη στάση του απέναντι στους επικριτές του: Σε όσους δε με πιστεύουν: «Τώρα ρουφήξτε το -συγγνώμη από τις κυρίες για την έκφρασή μου- και συνεχίστε να το ρουφάτε. Είμαι ή μαύρο ή άσπρο. Δεν υπάρχει γκρίζα περιοχή στη ζωή μου. Μου φέρεστε με αυτόν τον τρόπο. Τώρα συνεχίστε να το ρουφάτε. Είμαι ευγνώμων στους παίκτες μου και στον Αργεντίνικο λαό. Ευχαριστώ μόνο αυτούς. Οι υπόλοιποι, συνεχίστε να το ρουφάτε». Αυτά, κι εμείς μπορεί ν'ανάψουμε ένα κεράκι στην Εκκλησία που έχουν φτιάξει για κείνον.
Και βέβαια, το τραγούδι του Manu Chao, από την ταινία του Emir Kustirica για το Μαραντόνα: