Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
06.09.2024

Ο Στέλιος Ελληνιάδης θυμάται τη νύχτα του πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης 

Ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός θυμάται τη νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου του 1955, όπως τη βίωσε ο ίδιος ως μικρό παιδί, αλλά και τις επιπτώσεις που είχε στη ζωή της οικογένειας.

Πορτρέτο: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος /FOSPHOTOS

Στέλιος Ελληνιάδης © Άγγελος Χριστοφιλόπουλος

Τα έντονα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εθνικιστική τάση που προέκυπτε από την επιθυμία της Κύπρου να ενωθεί με την Ελλάδα, ήταν βασικές αφορμές για την τουρκική ηγεσία προκειμένου να στρέψει την κοινή γνώμη εναντίον της ελληνικής μειονότητας, διακόπτοντας μια ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη περίοδο για τον ελληνισμό της Πόλης. Είναι νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όταν τουρκικός όχλος, υποκινούμενος από την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές, εξαπολύει σκληρό πογκρόμ εναντίον 100.000 Ελλήνων πολιτών της Κωνσταντινούπολης. Αποτέλεσμα ήταν, από τους περίπου 100.000 Έλληνες, οι περισσότεροι να εγκαταλείψουν την Πόλη γεμάτοι έντονα συναισθήματα και να απομείνουν -σήμερα πλέον- μόλις 2.000.

Ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός Στέλιος Ελληνιάδης, σε μια αδημοσίευτη συνέντευξη του 2015, θυμάται τη νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου του 1955 όπως τη βίωσε ο ίδιος σαν μικρό παιδί, αλλά και τις επιπτώσεις που είχε στη ζωή της οικογένειας μέχρι να αποφασίσουν την μετάβασή τους στην Αθήνα:

«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη του ‘50, τη χρυσή εποχή του Ελληνισμού που διεκόπη με το πογκρόμ που εξαπέλυσε η Τουρκία εναντίον των Ελλήνων της Πόλης. Ήταν νύχτα της 6ης προς 7ης Σεπτέμβρη του 1955 όταν καταστράφηκαν χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, με τις φωτογραφίες της εποχής να είναι εκπληκτικές. Ήταν αναπάντεχο γεγονός, γιατί είχε προηγηθεί μια εξαιρετική περίοδος για τον ελληνισμό με μεγάλη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ανάπτυξη.

Εκείνο το βράδυ, όταν οργανωμένες ομάδες άρχισαν να καταστρέφουν, οι γονείς μας μάς έντυσαν με πολλά ρούχα. Ήμασταν ξύπνιοι και μας κράτησαν στα πίσω δωμάτια γιατί περνούσαν μπροστά από τον δρόμο και λεηλατούσαν. Το σπίτια εκείνη την εποχή δεν είχαν παντζούρια, παρά μόνο τζαμαρίες. Εμείς μέναμε στον τελευταίο όροφο ενός τριώροφου. Περνούσε όχλος ουρλιάζοντας από κάτω με ξύλα και λοστούς, πετώντας πέτρες που έσπαζαν τα τζάμια, τους πολυελαίους και έπεφταν επάνω στα έπιπλα. Βλέπαμε σπίτια που είχαν καταστραφεί. Θυμάμαι πολύ καθαρά ότι είχαμε μια εκκλησία του Αγίου Αθανασίου κοντά στο σπίτι που την πυρπόλησαν και καιγόταν η εκκλησία με μεγάλες φλόγες και φώτιζαν την γύρω περιοχή - ήταν ένα πολύ εφιαλτικό πράγμα που ζήσαμε σαν παιδιά.

Σε περίπτωση που κινδύνευε το σπίτι να πάρει φωτιά ή να μπουν μέσα, οι γονείς μας ήταν έτοιμοι να μας φυγαδεύσουν έχοντας βάλει μια σκάλα στο πίσω μέρος. Τα σπίτια των Κωνσταντινουπολιτών ήταν ξύλινα και ήταν πολύ εύκολο να πάρουν φωτιά. Στο δικό μας, προσπάθησαν να σπάσουν την ξύλινη πόρτα και να μπουν μέσα, αλλά βγήκαν οι Τούρκοι που κατοικούσαν στο διπλανό σπίτι και τους έδιωξαν. Έτσι, το σπίτι μας γλίτωσε με μικρές ζημιές, αλλά μετά από αυτό άλλαξε η ζωή στην Πόλη. Ιδιαίτερα, είχαν τρομοκρατηθεί όσοι είχαν παιδιά γιατί είχε επικρατήσει αυτό το κλίμα του εθνικισμού και μπορούσε ανά πάσα στιγμή κάποιος να σε διασύρει. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αλλάξουν ταμπέλες στα μαγαζιά τους, ενώ φοβούνταν να μιλήσουν ελληνικά. Προσπαθήσανε όλοι να ανασυγκροτήσουν τα κομμάτια τους γιατί είχαν καταστραφεί οικονομικά, αλλά δεν ήταν εύκολο.

Μετά, στους γονείς μου, όπως και σε πολλούς άλλους, μπήκε η σκέψη να φύγουμε γιατί θεωρούσαν ότι οι συνθήκες δεν θα βελτιώνονταν, μια και το κυπριακό συνεχιζόταν με ένταση και η κατάσταση στην πόλη ήταν πολύ τεταμένη.

Έτσι, ήρθαμε στην Ελλάδα, βρίσκοντας στέγη, αρχικά, σε ένα προσφυγικό της Κοκκινιάς που είχε η αδερφή της μητέρας μου, η οποία είχε έρθει με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μείναμε σ’ αυτό το πολύ μικρό, αλλά πολύ φιλόξενο σπίτι για έναν χρόνο και μετά, με τα χρήματα που είχαν απομείνει, αγοράσαμε δικό μας σπίτι στην πλατεία Καλλιγά. Ήταν ένα υπόγειο. Εμείς όμως, σαν παιδιά, απολαμβάναμε το γεγονός ότι ήμασταν στην Ελλάδα για την οποία είχαμε πολύ μεγάλη αγάπη...»

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
NEWS
Save