
Από αριστερά: Μαρία Χρυσόγελου, Ελένη Σκλαβούνου, Εύχαρις Πετρίδου
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 από τον βασιλιά Όθωνα, γι’ αυτό κι αποκαλούνταν αρχικά «Οθώνειο». Σε αυτό αρχικά λειτούργησαν τέσσερις σχολές: Ιατρικής, Νομικών Επιστημών, Θεολογίας και Φιλοσοφίας και της άλλης εγκυκλίου παιδείας. Η Φιλοσοφική Σχολή, κατά το γερμανικό πρότυπο, αρχικά περιλάμβανε το Φιλολογικό, το Φυσικό και το Μαθηματικό τμήμα, τα οποία διαχωρίστηκαν και αυτονομήθηκαν με βασιλικό διάταγμα στις 3 Ιουνίου 1904.
Στον ιδρυτικό νόμο συστάσεως του πανεπιστημίου δεν αναφερόταν πουθενά ότι απαγορεύονται οι γυναίκες. Αναφερόταν όμως ρητώς ήταν ότι για να εγγραφεί κάποιος έπρεπε να προσκομίσει απολυτήριο γυμνασίου. Και αυτό το χορηγούσαν μόνο από τα δημόσια γυμνάσια τα οποία ήταν αποκλειστικά για αγόρια. Δημόσια Γυμνάσια Θηλέων δεν υπήρχαν.
Έτσι, το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας του πανεπιστημίου εισήχθησαν 52 άρρενες φοιτητές από τα τρία υπάρχοντα γυμνάσια αρρένων. Αργότερα, με τον νόμο ΒΤΒ 1895, δινόταν η δυνατότητα στις κοπέλες που ήθελαν να αποκτήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση να παρακολουθήσουν μαθήματα κατ’ οίκον με αναγνωρισμένους καθηγητές, ώστε να συμπληρώσουν γνώσεις που δεν παρείχαν τα Παρθεναγωγεία και κατόπιν να δώσουν εξετάσεις σε δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων για να λάβουν το πολυπόθητο απολυτήριο.
Η μέση εκπαίδευση ήταν ιδιωτική υπόθεση που απαιτούσε χρόνο και χρήμα. Αυτό σήμαινε ότι μόνο όσες γυναίκες είχαν την ανάλογη οικονομική δυνατότητα μπορούσαν να σπουδάσουν.
Αδιανόητο να υπερασπιστεί γυναίκα δικηγόρος έναν άνδρα στο δικαστήριο
Οι Ελληνίδες θα περάσουν το κατώφλι του Πανεπιστημίου το 1890, δηλαδή πενήντα τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του - και μάλιστα εκείνο το χρόνο το κατάφερε μόνο μία: Η Ιωάννα Στεφανόπολι, που γράφτηκε στο τμήμα Φιλολογίας.
Οι πρώτες γυναίκες που θα σπουδάσουν επιλέγουν τη Φιλολογία και την Ιατρική, σπουδές που θεωρούνταν πιο κοντά στη γυναικεία φύση και έδιναν δυνατότητες για επαγγελματική αποκατάσταση.
Θα χρειαστεί να περάσουν ακόμα είκοσι χρόνια από την είσοδο της πρώτης φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο, για να εγγραφεί η πρώτη φοιτήτρια στην Νομική Σχολή. Η αμφισβήτηση του επαγγελματικού ρόλου ήταν σχεδόν καθολική. Εθεωρείτο αδιανόητο μία γυναίκα να υπερασπιστεί στα δικαστήρια έναν άντρα, οπότε και οι δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης ήταν περιορισμένες. Οι γυναίκες νομικοί δούλευαν ως υπάλληλοι γραφείου σε δικηγορικά ή συμβολαιογραφικά γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες.
Η Λιλίκα Νάκου έγραφε το 1939 στην «Ακρόπολη» τι τράβηξαν, δέσμιες των κοινωνικών επιταγών, οι πρώτες εκείνες γυναίκες που είχαν την επιθυμία να σπουδάσουν νομικά: «Οι πρώτες δικηγορίνες εις την Ελλάδα είχαν να παλέψουν με την ειρωνεία, κακογλωσσιά και… μοχθηρία. Και το περίεργον είναι ότι και οι γυναίκες τους είχαν ριχτεί. Φυσικά, προς παντός οι αργόσχολες γυναίκες, οι λεγόμενες του καναπέ και του χαρτιού. Αντί να υποστηρίζουνε την πρόοδο της γυναίκας σε ένα κλάδον της επιστήμης, αντί να υποστηρίζουνε τις γυναίκες που πάλευαν με τόσα βάσανα, τους ρίχτηκαν πρώτα αυτές. Γνωστόν είναι ότι πολλές κυρίες και προ πάντων κοσμικές, μισούν σχεδόν την εργαζόμενη γυναίκα. Μίσος ή φθόνος άραγε να είναι; Ο Θεός ξέρει την ψυχολογία ενός ανθρώπου που ανιά και περιμένει τον άλλον για να τον ζήσει».

Αθήνα, Πανεπιστημίου και Πατησίων, 1890
«Το Συμβούλιον φρονεί ότι δεν πρέπει αι γυναίκες να γίνονται δικηγόροι»
Οι πρώτες φοιτήτριες της Νομικής, όπως προκύπτει από τα μητρώα του πανεπιστημίου, ήταν η Λουκία Σπουργίτου του Αναστασίου από τη Σύρο που γράφτηκε το 1910 και η Εύχαρις Πετρίδου με καταγωγή από Β. Ήπειρο, που γράφτηκε το 1911-1912. Όμως αισθητή αύξηση του αριθμού φοιτητριών στη Νομική παρουσιάζεται μετά το 1917, τη χρονιά που ιδρύονται και τα πρώτα γυμνάσια θηλέων.
Το θέμα εγγραφής γυναικών πτυχιούχων Νομικής στο Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων είχε απασχολήσει το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) από το 1920, με αφορμή το αίτημα της Ελένης Καρύδη, το οποίο είχε τότε απορριφθεί, όπως είχε απορριφθεί και το 1922 της αείμνηστης Αγνής Ρουσοπούλου και κάποιων άλλων γυναικών πτυχιούχων νομικής.
Στα Πρακτικά Συνεδριάσεως του ΔΣ του ΔΣΑ της 17.10.1922 διαβάζουμε:
«Αποφασίζεται ίνα εις απάντηση του υπ αριθ. 41487 εγγράφου του Υπουργείου, γίνει έγγραφο, δι ού θα απαντώμεν ότι αι πτυχιούχοι γυναίκες δεν εγγράφονται υπό του Συλλόγους ως ασκούμεναι ένεκα των εν ταις εν αντιγράφω υποβαλλομέναις αποφάσεσι του Συμβουλίου του Συλλόγου λόγων, καθόσον εκ των κειμένων νόμων απαγορεύεται το τοιούτον.
»Καθόσον όμως αφορά εις την επί του ζητήματος τούτου γνώμην, de lege ferenda, το Συμβούλιον φρονεί ότι δεν πρέπει αι γυναίκες να γίνονται δικηγόροι και συνεπώς ούτε ασκούμεναι, την αντίληψιν δε ταύτην διετύπωσε εν τω σχεδίω “Περί Κώδικος των Δικηγόρων” όπερ κατήρτισεν Επιτροπή του Συλλόγου και όπερ σχέδιον επεξεργασθήσεται η ορισθείσα νομοπαρασκευαστική Επιτροπή δια του Νόμου (ει και υπάρχουσι και μέλη τινά της άνω Επιτροπής του Συλλόγου, φρονούντα όπως επιτραπεί εις τας γυναίκας το δικηγορείν).
»Καταλήγον το Συμβούλιον νομίζει ότι αν παρασχεθεί δικαίωμα εις τα πτυχιούχους προς άσκησιν, δέον να μη επιτραπεί το εις τους άρρενας δικαίωμα της συμπαραστάσεως εν τοις Δικαστηρίοις».
Όπως είχε πει σε ομιλία του το 1978 ο Ευάγγελος Μαχαίρας, που διατέλεσε πρόεδρος του ΔΣΑ, το Διοικητικό Συμβούλιο της εποχής εκείνης, παρότι απαρτιζόταν από πολύ γνωστά ονόματα της δικηγορικής και της ευρύτερης νομικής οικογένειας (Χρ. Δουκάκης, Πρόεδρος, Σ. Γκίνης, Χ. Καρόλου, Π. Τσιτσεκλής. Στ. Παπαφράγκος, Αγγ. Σταυρόπουλος, Αρ. Ρωμανός, Γραμματέας), ερμήνευε τον νόμο «περί Δικηγόρων» που ίσχυε τότε, επηρεασμένο από τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής, «διότι στον νόμο δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ότι δικηγόροι διορίζονται μόνο άνδρες! Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αναφορά στο νόμο “ασκούμενος ή δικηγόρος”, οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Άλλωστε και αργότερα ο Κώδικας Δικηγόρων και οι νόμοι 346/76, 723/77 συνεχίζουν να χρησιμοποιούν την ίδια ορολογία».
Οι γυναίκες που άνοιξαν πρώτες τον δρόμο
Το 1924, η Ελένη Καρύδη θα επανέλθει και θα αιτηθεί εκ νέου την εγγραφή της στο Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων. Το αίτημά της αυτή τη φορά γίνεται δεκτό με την απόφαση 49/1924 του ΔΣΑ, μία απόφαση που άνοιξε τον δρόμο για την επίλυση του ζητήματος της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Σε συνέντευξή της στον Ελεύθερο Τύπο, στις 13.9.1925, η Καρύδη δήλωσε:
«(…) Δηλαδή επειδή ο νομοθέτης τότε δεν είχε υπόψη του το δυνατό της εγγραφής και θηλέων στην νομική σχολή, ζητούσε εκτός των άλλων επαγγελματικών προσόντων και το προσόν της εγγραφής στο μητρώο αρρένων, προφανώς φροντίζων όχι δια το φύλον. Ευτυχώς χάρις στις προσπάθειες μας το ζήτημά μας έλαβε την προσήκουσα οδό και στο σχετικό άρθρο 23 του νόμου ΓΕΟΚ προστέθηκαν δια του νέου διατάγματος οι λέξεις «και για τις γυναίκες απόσπασμα του Δημοτολογίου του Κράτους».
»Δημοσιογράφος: Είστε αισιόδοξος;
»Ε.Κ. – Παραπάνω από αισιόδοξος! Γιατί τί μας λείπει; Το μυαλό, η γλώσσα; Η θέληση; Η επαγγελματική μόρφωση; Τα έχουμε όλα αυτά με το παραπάνω και δεν εννοώ, γιατί δεν θέλουν να μας αφήσουν να δουλέψουμε οι κ. άρρενες συνάδελφοί μας όπως δουλεύουν και οι γυναίκες γιατροί κλπ. Θα κάνουμε αγώνα μέχρι τελείας επίλυσης του ζητήματος! Δεν είναι δυνατόν τόσες εκατοντάδες διδακτόρων της Νομικής γυναίκες, να στερηθούν των μέσων να ζήσουν. Ούτε το κράτος ούτε κανείς έχει το δικαίωμα αυτό. Αλλως τε το ζήτημά μας λύθηκε σχεδόν (…)».
Έτσι, το 1925, οι γυναίκες νομικοί κατορθώνουν κυρίως με τους αγώνες και το πείσμα της Ελένης Καρύδη και της συναδέλφου της Ελένης Σκλαβούνου, να γραφτούν στα Μητρώα Ασκήσεως Δικηγόρων.
Βέβαια η άδεια δόθηκε με τους «απαραίτητους» περιορισμούς: «Μη αναπλήρωση δικαστών υπό γυναικών δικηγόρων, η μη εκλογή των ως ενόρκων και απαγόρευση παραστάσεων των σε Ανώτερα Δικαστήρια (Εφετεία και Άρειο Πάγο)».
Στις εξετάσεις της πρακτικής δοκιμασίας του 1925 στον Άρειο Πάγο, μεταξύ των 180 εξεταζόμενων, για πρώτη φορά θα συμμετέχουν πέντε γυναίκες. Αν και η αυστηρότητα ήταν πρωτοφανής, και οι πέντε θα περάσουν επιτυχώς εκείνες τις ιστορικές εξετάσεις.
Οι επιτυχούσες ήταν: Η Μαρία Χρυσογέλου, η Ιουλία Αναστασίου, η Ελένη Σκλαβούνου, η Εύχαρις Πετρίδου και η Ελένη Καρύδη.
«Για να επιδοθεί στην επιστήμη η γυναίκα, πρέπει να είναι άσχημη»!
Ο Τύπος, μετά την εξέλιξη του θέματος, θα ανακαλύψει με έκπληξη ότι οι «δικηγορίνες» είναι «φυσιολογικά πλάσματα» όπως και οι άλλες γυναίκες. Και τις αντιμετωπίζει, φυσικά, όπως συνήθως κάνει με τις γυναίκες:
Η εφημερίδα Εσπερινή (27.1.1926) θα γράψει: «Αυτές τις μέρες πήραν την άδεια του δικηγορείν τέσσερις γυναίκες. (Σ.Σ: πέντε ήταν, αλλά η εφημερίδα κάνει εκπτώσεις). Είναι οι πρώτες στην Ελλάδα και το διακηρύττουν με υπερηφάνεια. Είναι κι αυτές όπως και οι άλλες με κομμένα μαλλιά, κοντά φορέματα και νύχια στιλβωμένα. Γνωρίσαμε μία σε ένα σπίτι και μίλαγε για θρησκευτικό γάμο, παιδιά, σπίτι. Όλα πολύ σωστά και δεν το περιμέναμε. Μπράβο της! Αλλά τότε τί την έκανε να σπουδάσει δικηγόρος; Και γιατί επέμεινε να πάρει και άδεια; (…)». Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Ένα δεν κατάλαβε η Ελληνίδα γυναίκα. Ότι για να επιδοθεί σε μία επιστήμη πρέπει να είναι πολύ άσχημη και κακωμένη, ειδ΄άλλως η ίδια η φύση της αργά ή γρήγορα θα την φέρει στην ευθεία και φυσική οδό»! Υπογραφή: «Πηνελόπη» (ψευδώνυμο του δημοσιογράφου Γεράσιμου Άννινου!).
Και η Βραδυνή, στις 5.2.1926, γράφει: «(…) Δεν σας εύχομαι να καθήσετε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αν όμως ο διάβολος τα φέρει ανάποδα και καθίσετε, εμπιστευθείτε τον εαυτό σας σε μία δικηγορίνα. Τί τα θέλετε; Έχουν επιχειρήματα ισχυρότατα, ακαταμάχητα, γρανιτένια. Και πρώτα απ’ όλα έχουν το επιχείρημα των δακρύων τα οποία ως γνωστόν, δια τα γυναίκας είναι υγρόν άνευ αξίας έτοιμον να ρεύσει σε πάσα στιγμή και με πρώτη ζήτηση». Υπογραφή: «Ίβυκος».
Οι πέντε πρώτες Ελληνίδες δικηγόροι
Όπως είχε πει η Μαργαρίτα Ντυράς, «το σημαντικό δεν είναι να σχεδιάζουμε μόνο πολιτικές αλλά να ανατρέπουμε τα καθιερωμένα». Αν οι άντρες εκείνη την εποχή σχεδίαζαν πολιτικές, οι γυναίκες αυτές κατάφεραν αυτό που ονομάζει η Ντυράς «σημαντικό»: Να ανατρέψουν τα καθιερωμένα.
Η Μαρία Χρυσογέλου από το Μεσολόγγι ήταν κόρη του δικηγόρου Νικολάου Γ. Χρυσογέλου και είχε τέσσερις αδελφούς δικηγόρους και μία αδελφή. Στις εξετάσεις θα πάρει τον μεγαλύτερο βαθμό απ΄ όλους τους εξεταζόμενους στα γραπτά, που ήταν το 4½ (επί 8 άριστα) και θα αριστεύσει στα προφορικά. Από τα προφορικά αποσύρθηκαν αρκετοί άνδρες και ένας άντρας λιποθύμησε. Η Χρυσογέλου άσκησε με μεγάλη επιτυχία το επάγγελμά της, αρχικά στο Μεσολόγγι για δέκα χρόνια και από το 1936 στην Αθήνα, στην οδό Σταδίου 45. Είναι η πρώτη γυναίκα που αποκτά το 1938 την άδεια παραστάσεως στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Υπήρξε δυναμική και πολυσχιδής προσωπικότητα. Μιλούσε πέντε γλώσσες. Ήταν θαυμάσια ζωγράφος και πιανίστρια. Έγραφε ποιήματα και πεζά, αγαπούσε την ιππασία και ήταν εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού. Πέθανε το 1973.
Ιουλία Αναστασίου, του Δημητρίου (Κτηματίας)
Απολυτήριο γυμνασίου Κερκύρας αρ. 53/ 16 Σεπτεμβρίου 1918, με βαθμό «Πάνυ Καλώς» (9). Γράφτηκε στις 31.12.1918, ετών 17, στη Φιλοσοφική και αμέσως έκανε μετεγγραφή στη Νομική.
Ελένη Σκλαβούνου, του Ευσταθίου (Ταχ. Επιθεωρητής)
Απολυτήριο Γυμνασίου Ζ΄ Αθηνών, αρ. 21/11 Ιουνίου 1918, βαθμός «Καλώς» (7). Γράφτηκε 29.10.1918, ετών 18, στη Νομική. Πήρε πτυχίο το 1925. Συμμετείχε στο «Νομοθετικό τμήμα και ψήφου» του Εθνικού Συμβουλίου Ελληνίδων Γυναικών. Πρωτοστάτησε μαζί με την Καρύδη στον αγώνα για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος των γυναικών.
Εύχαρις Πετρίδου, του Αθανασίου (Σχολάρχης). Ο πατέρας της είχε αποβιώσει όταν η Πετρίδου γράφτηκε στο πανεπιστήμιο. Δηλώνει καταγωγή από Β. Ήπειρο. Σε ηλικία 19 ετών, με το υπ. αρ. 342/6.7.1912 απολυτήριο του Β΄ Γυμνασίου Αθηνών με βαθμό «καλώς» (6,50) γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Το 1916 θα κάνει μετεγγραφή στην Φιλοσοφική και θα επιστρέψει αργότερα στην Νομική για να πάρει τελικά πτυχίο το 1925. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ρώμη. Το 1926 θα ορκιστεί δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πειραιά. Υπήρξε δραστήριο μέλος του Συνδέσμου Βορειοηπειρωτών Πειραιώς και μέλος του «Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναίκας» τον οποίο εκπροσώπησε σε ευρωπαϊκά συνέδρια. Το 1930 θα εκδώσει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Γυναίκα» της οποίας, δυστυχώς, δεν έχουν βρεθεί αντίτυπα. Επρόκειτο, από μαρτυρίες που υπάρχουν, για «μικρή κοινωνική εφημερίδα» που περιελάμβανε κυρίως άρθρα νομικά για την θέση της γυναίκας, φιλολογικά, καθώς και άλλη ποικίλη ύλη.
Ελένη Καρύδη, του Γεωργίου (Έμπορος). Η καταγωγή της ήταν από τα Κύθηρα. Έλαβε το Απολυτήριο Γυμνασίου από το Η΄ Αθηνών, αρ. 48/ 2 Ιουλίου 1916, με βαθμό «Καλώς» (6 6/11). Γράφτηκε 28.12.1917, ετών 16, στη Νομική. Στο Μητρώο σημειώνεται: «Η έναντι εγγραφή ισχύει δια το πανεπιστημιακό έτος 1916-17». Η Καρύδη υπήρξε πολύ δραστήρια και δυναμική γυναίκα. Στις δικές της, κυρίως, έντονες προσπάθειες οφείλεται η επιτυχία των γυναικών νομικών να εγγραφούν στον Δικηγορικό Σύλλογο το 1925 και να μπορούν πλέον από το 1926 να εκδικάζουν υποθέσεις στα δικαστήρια. Εργάστηκε αρχικά για κάποια χρόνια στο δικηγορικό γραφείο του Χρήστου Πράτσικα, ο οποίος χρημάτισε καθηγητής πανεπιστημίου και ήταν ιδιοκτήτης του νομικού περιοδικού Θέμις, στο οποίο η Καρύδη υπήρξε συνεργάτιδα. Δημοσίευε επίσης άρθρα στο περιοδικό Δικαιοσύνη και στην Καθημερινή, όπου κρατούσε στήλη με τον τίτλο «Φεμινισμός». Το 1928 μετέφρασε το βιβλίο Δικηγόρος που έγραψε το 1926 ο μέγας Γάλλος νομικός Ανρύ Ρομπέρ. Αργότερα διατηρούσε δικό της δικηγορικό γραφείο στην Στοά Ορφανίδη.