
Στην Αττική από την αρχαιότητα το νερό ήταν είδος πολυτελείας. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι ο Ποσειδώνας τούς καταράστηκε να υποφέρουν στο διηνεκές από λειψυδρία, επειδή στη διαμάχη του με την Αθηνά για το ποιος θα γίνει προστάτης της πόλης, οι Αθηναίοι επέλεξαν την Αθηνά και όχι εκείνον.
Παρά τους αυστηρούς νόμους και τη θεοποίηση των ποταμών ως ζωής χορηγούς, οι κάτοικοι της Αττικής διαχρονικά δεν φέρθηκαν συνετά στο θέμα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Το 1834, που η Αθήνα κηρύσσεται πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους επικρατεί μια άθλια κατάσταση. Ερείπια, άναρχη δόμηση, χωμάτινοι δρόμοι στους οποίους οι άνθρωποι έριχναν τις ακαθαρσίες τους. Ο λόγος, τα ανύπαρκτα υδραυλικά έργα, τα ανύπαρκτα αποχετευτικά δίκτυα, οι ανύπαρκτοι κανόνες υγιεινής και άλλα.
Γύρω στο 1850 αρχίζουν να γίνονται οι πρώτοι υπόνομοι πάνω σε παλιές κοίτες ρεμάτων (και ακόμα είναι σε χρήση).

Τον 19ο αιώνα που συνέβαιναν αυτά υπήρχε εξήγηση και δικαιολογία. Οι μηχανικοί ήταν καλοί στο να μετατρέψουν το ρέμα σε υπόνομο γιατί τους χρειαζόταν, ήταν ζήτημα επιβίωσης. Έτσι κανείς δεν νοιάστηκε ούτε προέβλεψε επιστημονικές παραμέτρους περί «περιβαλλοντικής προστασίας». Κι επάνω στην ταφόπλακα των ρεμάτων , δημιουργήθηκαν σπίτια και κυρίως δρόμοι που βόλευαν το κράτος αφού έτσι παρουσίαζε έργο με το λιγότερο κόστος καθώς δεν χρειαζόταν να προβεί σε απαλλοτριώσεις και αποζημιώσεις πολιτών.
Ο Ιλισσός όπως και τα άλλα ποτάμια και ρέματα (Κηφισός, Κυκλοβόρος, Ηριδανός) θυσιάστηκαν στο βωμό μιας στρεβλής ανάπτυξης και οι κάτοικοι υποθήκευσαν το μέλλον τους.
Τι έπεφτε ή μάλλον «και τι δεν έπεφτε μέσα στον Ιλισσό»
Το υπέροχο αυτό ποτάμι που οι όχθες του περιγράφονται στον «Φαίδρο» (έναν από τους ωραιότερους και ο ποιητικότερους διαλόγους του Πλάτωνα) ως εξαιρετικής ομορφιάς ειδυλλιακό φυσικό τοπίο, σιγά-σιγά μεταβλήθηκε σε εστία μόλυνσης και δυσωδίας.
Σπίτια στις οδούς Ηροδότου, Ρηγίλλης, Κυνοσάργους (σημερινή Πατριάρχου Ιωακείμ) και Αλωπεκής, αλλά και νοσοκομεία (Ευαγγελισμός και Παίδων), καθώς δεν διέθεταν δικούς τους βόθρους, παροχέτευαν τα πάσης φύσεως απόβλητά τους μέσω αγωγού στον Ιλισσό.

Λίγο παρακάτω, το νοσοκομείο Συγγρού δεν υστερούσε, κι έριχνε νερά πλήρη υπερμαγγανικού καλίου και υπερχλωριούχου υδραργύρου, όπως διαβάζουμε σε εκθέσεις γιατρών της εποχής.
Το εργοστάσιο υφαντουργίας Πυρρή, που στο πίσω μέρος του είχε μέτωπο στο ποτάμι (εκεί που υπάρχει σήμερα η οδός Μιχαλακοπούλου), και το εργοστάσιο πλυσίματος χαλιών πίσω από το Αρεταίειο, που χρησιμοποιούσε διάλυμα χλωριούχου ασβεστίου και οξικού οξέος (ξύδι), παροχέτευαν επίσης τα απόβλητά τους στον Ιλισσό.
Εν τω μεταξύ επί δεκαετίες η ελονοσία θέριζε και «έφταιγε το βρώμικο ποτάμι».
Το 1908 ο Ιλισσός έγινε για ακόμα μία φορά θέμα στον Τύπο, και η υπόθεση έφθασε στην Βουλή.
Τι είχε συμβεί
Κάτοικοι που τα σπίτια τους γειτόνευαν με τον Ιλισσό, δηλαδή από τις περιοχές Ιλίσια, Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι (Βατραχονήσι) και Δουργούτι (περιοχή Φιξ), είχαν προ καιρού εντόνως παραπονεθεί στο υπουργείο Εσωτερικών για τα σπίτια και τα ευαγή ιδρύματα τα οποία δεν διέθεταν δικούς τους βόθρους αλλά διοχέτευαν, μέσω οχετού, λύματα στον Ιλισσό, τον οποίο έτσι μόλυναν, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι αυτοί να κινδυνεύουν από αρρώστιες. Ζήτησαν λοιπόν από το υπουργείο Εσωτερικών την άμεση επίλυση του θέματος.
Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Καλογερόπουλος έστειλε μηχανικό του υπουργείου στην περιοχή, ο οποίος έλεγξε την κατάσταση και τον διαβεβαίωσε ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο Καλογερόπουλος τότε αποφάσισε και διέταξε άμεσα να φραχθούν τα στόμια όλων των υπονόμων που εκβάλλουν στον Ιλισσό ώστε τα λύματα να μη φτάνουν στο ποτάμι. Αλλά και η λύση αυτή δημιούργησε άλλα προβλήματα. Τα ακάθαρτα νερά, μην έχοντας διέξοδο, γέμιζαν τα υπόγεια των οικοδομών.
Οι κάτοικοι των περιοχών που είχαν τους υπονόμους συνδεδεμένους με το ποτάμι, μεταξύ αυτών και ο υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές που είχε το μέγαρό του στην Ρηγίλλης, καθώς και το Αδελφάτο του Ευαγγελισμού, ενοχλημένοι σφόδρα βγαίνουν στην αντεπίθεση διότι «χάλασε η ησυχία τους» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Ακρόπολις»). Λέγεται μάλιστα ότι και η βασίλισσα επενέβη υπέρ της άρσης της διαταγής φραξίματος των υπονόμων «ενδιαφερόμενη» για τον Ευαγγελισμό.

Η υπόθεση, μεταφορικά αλλά και ουσιαστικά, έφτασε σε αδιέξοδο και… στη Βουλή.
«Τί διατάσσει; Τί επιθυμεί ο κ. υπουργός;» Ένας αποκαλυπτικός διάλογος
Στη συζήτηση επί του θέματος στη Βουλή, ο Στέφανος Δραγούμης πρότεινε τη σύσταση επιτροπής η οποία, αφού θα εξέταζε επί τόπου το ζήτημα, θα κατέθετε την καλύτερη λύση, διότι, όπως είχε πληροφορηθεί, κατά τη διάρκεια των εργασιών του φραξίματος παρενέβη ο κ. υπουργός Εξωτερικών Σκουζές καταχρώμενος της θέσεως του και εμπόδισε τους εργάτες να συνεχίσουν το έργο τους.
Όταν τον άκουσε ο Σκουζές, ζήτησε τον λόγο για να εξιστορήσει τα γεγονότα.
«Ουδεμία επίδραση άσκησα» -δήλωσε- «αλλά τους ρώτησα: Τί κάμνετε αυτού; Μου εξήγησαν περί τίνος πρόκειται και τους προσεκάλεσα να σταματήσουν την εργασία αυτή διότι είναι παράνομη και δεν νομίζω ότι ο κ. υπουργός εννοούσε αυτό το έργο που πάτε να κάνετε.
»Εν τω μεταξύ ήλθε ο επιστάτης των έργων και δύο-τρεις χωροφύλακες, μεταξύ των οποίων και ένας ενωμοτάρχης, ο οποίος με πολλή ευγένεια μου είπε:
“Τί διατάσσει ή τί επιθυμεί ο κ. Υπουργός;”»
Ο Σκουζές είπε ότι απάντησε στον ενωμοτάρχη:
«Ούτε διατάσσω, ούτε επιθυμώ κάτι. Δεν είμαι ούτε ως υπουργός εδώ, ούτε δίνω διαταγές. Να με θεωρήσεις ως πολίτη που διεκδικεί τα δικαιώματά του. Ως πολίτης έχω δικαίωμα να αμυνθώ. Εμείς που μένουμε εδώ έχουμε πληρώσει και χτίστηκε νόμιμα ο οχετός».
Έπειτα, ισχυρίστηκε ότι στον συγκεκριμένο υπόνομο χύνονται μόνο τα νερά της πλύσεως, των λουτρών «και τα τοιαύτα» (προφανώς τα όμβρια) και «ουδεμία σχέση έχουν οι βόθροι με την υπόνομο».
Δεν ξεκαθάρισε βέβαια ο Σκουζές πού πήγαιναν τα βοθρολύματα…
Τελικά, ο υπουργός Εσωτερικών Καλογερόπουλος, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τόσο μεγαλοσχήμονες ψηφοφόρους του, ανέστειλε την πρώτη του διαταγή, άνοιξε ξανά τους αγωγούς και διέταξε τα ακάθαρτα νερά να μεταφέρονται μέσω σωλήνα μέχρι την γέφυρα του Τροχιόδρομου, δηλαδή λίγο παρακάτω, και από κει να εκχέονται στο ποτάμι.
Σε αυτό τον τόπο ισχύει διαχρονικά το «Τί είχες Γιάννη, τί είχα πάντα»…
Ενδεικτικές πηγές:
Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής, Περίοδος ΙΗ, 1908.
Παντελής Μπουκάλας «Ένα ποτάμι που δεν είναι πιά ποτάμι» στο «Υποθέσεις ΙΙ, Επιφυλλίδες στην Καθημερινή», Άγρα, Αθήνα 2007
Εφημερίδες Ακρόπολις, Αθήναι, Εμπρός, Ιατρική Πρόοδος