
Η θέση της γυναίκας ήταν ορισμένη και καθορισμένη «εκ φύσεως»: Οικοδέσποινα και μητέρα! Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι γυναίκες που ήθελαν ή έπρεπε να εργαστούν, είχαν μοναδική επαγγελματική διέξοδο το επάγγελμα της δασκάλας, το μόνο κατοχυρωμένο. Όσες μαθήτριες ολοκλήρωναν τη δημοτική εκπαίδευση (που θεσπίστηκε το 1936 και υποτίθεται ήταν υποχρεωτική και για τα δύο φύλα), αν ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, αναγκαστικά εγγράφονταν σε ιδιωτικά «Ανώτερα Παρθεναγωγεία», με προεξάρχοντα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Αυτά εκπαίδευαν εύπορες, υποψήφιες οικοδέσποινες και δασκάλες. Όμως το επάγγελμα της δασκάλας είχε προ χρόνων κορεσθεί και υπήρχε μεγάλη ανεργία γυναικών διδασκαλισσών. Το 1908 πρώτη φορά συζητείται με την ευκαιρία της ίδρυσης της τηλεφωνικής εταιρείας το θέμα της πρόσληψης γυναικών σε δημόσια υπηρεσία.
Στη Βουλή το θέμα αντιμετωπίστηκε με «Σοκ χωρίς Δέος»
Το τι συνέβη σε εκείνη τη γ΄ ανάγνωση του νομοσχεδίου για τον διορισμό γυναικών στην τηλεφωνική εταιρεία, δεν περιγράφεται!
«Μιμούμεθα τους Παρισινούς χωρίς να υπάρχει καμία επιβλητική ανάγκη. Κανείς λόγος δεν υπάρχει για την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου παρά …ένας πιθηκισμός», ξεσπάθωσε κατά του νομοσχεδίου ο Γεώργιος Σ. Καραϊσκάκης (εγγονός του ήρωα της Επανάστασης), ανεξάρτητος βουλευτής Καρδίτσας. Και τι δεν είπε ακόμα! Ότι παραγκωνίζονται οι άνδρες και χειραφετούνται επίσημα οι γυναίκες. Ότι δεν είμαστε κοινωνικώς τόσο προηγμένοι (προφανώς κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια). Ότι φρονεί πως η δουλειά της γυναίκας είναι στο σπίτι και όχι στις δημόσιες υπηρεσίες.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Δημ. Ράλλης: «Δεν έχουμε εκπολιτισθεί τόσο ώστε να ζητήσουμε την βοήθεια των γυναικών στις δημόσιες υπηρεσίες. Θα υπάρξει πληθώρα θεσιθήρων. Θα μείνουν νέοι χωρίς εργασία»!
Ο Ιωάννης Θ. Κουντουριώτης, βουλευτής Ύδρας (εγγονός του πρωθυπουργού Γεωργίου Κουντουριώτη) ζήτησε «να αποσυρθεί το «τρυφερό» νομοσχέδιο διότι δεν συμφωνεί με τα ήθη και έθιμα του τόπου».
Ο Ιωάννης Μπακόπουλος, βουλευτής Ολυμπίας, διαμαρτυρήθηκε: «Καταστρέφεται η οικογένεια»!
Το θέμα τέθηκε και από… ιατρικής άποψης από τον Γεώργιο Παπαβασιλείου, βουλευτή Αττικής, γιατρό: «Η γυναίκα να αφοσιωθεί στο μέγα έργο ανατροφής τέκνων και στην παρηγορία του νυχθημερόν κοπιάζοντα συζύγου της»!
Ο Βασίλειος Βουδούρης, βουλευτής Χαλκίδας, θα καταψηφίσει γιατί «δεν θα έχει ευχάριστα αποτελέσματα αυτή η κατάσταση», αν και ο ίδιος δήλωσε ότι υπήρξε εραστής του «ωραίου φύλλου», δημιουργώντας μία φαιδρή κατάσταση με αλληλοπειράγματα των βουλευτών και φυσικά πολλά γέλια.
Η κατάσταση γίνεται περισσότερο προσβλητική όταν στο στόχαστρο μπαίνουν οι εργαζόμενες γυναίκες στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός (ειδικής εκπαίδευσης «εθελόντριες», κυρίως, που τύχαιναν κάποιας εκπαίδευσης από το συγκεκριμένο νοσοκομείο, δεν επρόκειτο για κατοχυρωμένο επάγγελμα), από τους βουλευτές Καραϊσκάκη και Βουδούρη, για να εξυπηρετηθεί το αφήγημα της ακαταλληλότητας συγχρωτισμού ανδρών και γυναικών σε εργασιακό χώρο.
«Και στον Ευαγγελισμό επειδή υπηρετούν γυναίκες παρουσιάζει την ειδεχθή κατάσταση την οποίαν οι πάντες γνωρίζουν», θα υποστηρίξει ο Καραϊσκάκης και θα τον επιβεβαιώσει ο Βουδούρης, δημιουργώντας, ευτυχώς, αντιδράσεις διαμαρτυρίας κάποιων βουλευτών.
Ο Βουδούρης πρότεινε επίσης να γίνει τροποποίηση του νομοσχεδίου ως προς την ηλικία και να μην προσλαμβάνονται γυναίκες κάτω των 50 ετών, για να μην σκανδαλίζουν τους άντρες και για να μην έχουν δόντια να δαγκάσουν τους νέους. Και κάποιος μάλιστα φώναξε: «Μα δεν θα ακούνε ένεκα της ηλικίας»…
Υπέρ του νομοσχεδίου, που το υποστήριξε ο υπουργός Νικ. Κανελλόπουλος, τάχθηκαν ο Φώτιος Μοσχούλας (Βουλευτής Ολυμπίας), ο Παναγιώτης Πετρίδης (Βουλευτής Κορινθίας), ο Γεώργιος Λαναράς (βουλευτής Βόλου), ο Ιωάννης Δ. Ράλλης (βουλευτής Μεγάρων), μετέπειτα κατοχικός πρωθυπουργός, και ο Αθανάσιος Τυπάλδος - Μπασιάς (βουλευτής Κεφαλληνίας), που ζήτησε να γίνει τροπολογία και να συνταξιοδοτούνται οι τηλεφωνήτριες όταν συμπληρώνουν το 55 έτος ηλικίας τους, όπως και οι δασκάλες, η οποία έγινε αποδεκτή. Ο Ιωάννης Ράλλης μάλιστα ήρθε σε αντίθεση με την ψήφο του πατέρα του Δημ. Ράλλη και γι’ αυτό καταχειροκροτήθηκε. Οι βουλευτές αυτοί υποστήριξαν ότι επιβάλλεται να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και ότι όσα λέχθηκαν περί ηθικής για τις γυναίκες του Ευαγγελισμού ήταν άτοπα και δεν έπρεπε να λεχθούν και μακάρι να γίνει και για άλλα επαγγέλματα η πρόσληψη γυναικών.
Οι εφημερίδες της εποχής έφριξαν!
«Ουδέποτε η Βουλή παρουσίασε φαιδρότερο θέαμα της χθεσινής συζητήσεως για το νομοσχέδιου περί τηλεφωνητριών», έγραψε ο Π. Καλαποθάκης στο «Εμπρός» (21 Μαρτίου 1908). «Τα σοβαρά με τα αστεία επίκοιλαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και υπήρξε στιγμή που το γέλιο από την προεδρική έδρα και τα προεδρικά έδρανα έφθανε μέχρι τα λαϊκά θεωρεία και μέχρι των στρατιωτών φρουρών».
«Κάθε σοβαρότης είχε κατατεθεί κατά μέρος», θα γράψει το «Σκριπ» την ίδια μέρα.
Η συζήτηση για το νομοσχέδιο το οποίο έγινε σε τρεις φάσεις, βάσει του τότε ισχύοντος κανονισμού, θα απασχολήσει μέρες τον Τύπο με αναλύσεις αλλά και χρονογραφήματα όπως του Ιωάννη Κονδυλάκη («Διαβάτης»), του Δημ. Καλογερόπουλου («Δικ») και άλλων δημοσιογράφων.
Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε!
Ποιες ήταν οι προϋποθέσεις που έπρεπε να διαθέτουν οι υποψήφιες:
- Να είναι νέες ή χήρες χωρίς παιδιά, ηλικίας 21-35 (που θα επιβεβαιωνόταν από ληξιαρχική πράξη γέννησης ή άλλο επίσημο χαρτί όπως του Αρσακείου).
- Να έχουν πιστοποιητικό του Αρσακείου Παρθεναγωγείου ή άλλου αναγνωρισμένου εκπαιδευτηρίου που θα αποδείκνυε ότι έχουν πτυχίο δασκάλας.
- Να έχουν άριστη υγεία, αρτιμέλεια αλλά και οξεία ακοή, που θα επιβεβαιωνόταν με ένορκη διαβεβαίωση ειδικού ωτολόγου γιατρού ενώπιον ειρηνοδίκη και φυσικά «ωραία» φωνή.
«Απολύεστε εάν παντρευτείτε»
Τον διορισμό των πρώτων τηλεφωνητριών συνόδευε ένας δρακόντειος όρος:
«Οι τηλεφωνήτριες απολύονται της υπηρεσίας μόνο κατά τας επομένας περιπτώσεις (…)
ε΄. «Εν περιπτώσει τελέσεως γάμου»…..
Είναι αξιοσημείωτο ότι η προϋπόθεση της πρόσληψης άγαμων γυναικών καθώς και της «αυτοδίκαιης απόλυσης εάν παντρευτούν» ίσχυσε και για άλλους επαγγελματικούς κλάδους για πολλά χρόνια, όπως για τις υπαλλήλους στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Απαγορευόταν επίσης στις έγγαμες δασκάλες να ασκούν το διδασκαλικό επάγγελμα. Η δικαιολογία του υπουργείου ήταν ότι αυτό γίνεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά ήταν αναληθές. Μόνο στη Γερμανία επετράπη τελευταίως στις χήρες να εργάζονται, έγραφε η «Εφημερίς των Κυριών» (τεύχος 1018, 15-29 Φεβρουαρίου 1912).
Αν διέθεταν τα παραπάνω «προσόντα», οι γυναίκες αυτές θα έκαναν την πρακτική τους για ένα μήνα (μέχρι την 1η Αυγούστου) και στη συνέχεια θα έδιναν προφορικές εξετάσεις. Όσες κρίνονταν κατάλληλες θα εργάζονταν με προσωρινό μισθό 50 δραχμών το μήνα, για να ακολουθήσουν την ιεραρχία στις βαθμίδες Γ΄, Β΄ και Α΄ τάξεως μετά από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας και βέβαια την αναπροσαρμογή του μισθού τους (65, 75 και 90 δραχμές αντίστοιχα το 1908).
Αίτηση είχαν υποβάλει 47 απόφοιτες του Αρσακείου. Μάλιστα, δόθηκε παράταση στην προθεσμία, καθώς οι αιτήσεις υπολείπονταν των θέσεων που είχαν προκηρυχθεί, πιθανότατα λόγω του δρακόντειου όρου που απαγόρευε στις τηλεφωνήτριες να παντρευτούν εάν ήθελαν τη θέση.
Την πρώτη μέρα, 1 Ιουλίου 1908, παρουσιάστηκαν οι 24, οι οποίες έδωσαν τον όρκο υπηρεσίας και έπιασαν αμέσως δουλειά. Στο Τηλεγραφείο Πατρών είχαν υποβάλει αίτηση πέντε γυναίκες οι οποίες κλήθηκαν να μεταβούν στην Αθήνα για να εκπαιδευτούν επί ένα μήνα. Τον Αύγουστο του 1908, οι πρώτες, 39 δόκιμοι τηλεφωνήτριες διορίσθηκαν με απόφαση του Υπουργού των Εσωτερικών ΝΔ Λεβίδη.
Στο τηλεφωνικό κέντρο Αθηνών ήταν οι: Πηνελόπη Αδαμοπούλου, Αγγελική Βότση, Χριστίνα Λέοντος, Χαρίκλεια Μαυρομάτη, Ελλη Νίκα, Ειρήνη Σκιαδαρέση, Αθηνά Θεοδωράκη, Ρόζα Μαγκούση, Ελένη Αργυρίου, Κασσάνδρα Ζαλούχου,Ελένη Λέοντος, Ειρήνη Μαυρομάτη, Ιοκάστη Ζαλούχου, Μαρία Η. Ηλιάδου, Βασιλική Κασιμάτη, Αγγελική Κόλλια, Αμαλία Λιανδρή, Ελένη Πάγκαλη, Σοφία Παλαιολόγου, Μαρία Καρδαμίτση, Βασιλική Κολλιοπούλου, Ειρήνη Μουστάκα, Αικατερίνη Μπινιάρη, Ανδρομάχη Νικολαίδου, Ανθή Ολυμπίου, Ουρανία Παρδαλάκη, Μαρία Συνοδινοπούλου, Αγγελική Σκρεπετού, Παρασκευή Δοσίου και Ελένη Καρατζά. Στο τηλεφωνικό Κέντρο Πειραιώς διορίσθηκαν οι: Ευαγγελία Στέλλα, Ελένη Καρακάλου, Χρυσάνθη Ισηγόνη, Μαρία Β. Ηλιάδου, Παναγιωτίτσα Κουταλίδου, Ευτυχία Καρκανίδου, Φλωρεντία Κυριακού, Ευφροσύνη Μιχαλοπούλου και Κωνσταντία Παρασκευαϊδου.
Με τον νόμο ΓΣΟΖ΄/8.4.1908, ΦΕΚ 84(17.4.1908), έστω με αυτές τις προϋποθέσεις, γιατί αμιγώς προσόντα δεν μπορούμε να τα αποκαλούμε, έπεσε ένα ανδροκρατούμενο κάστρο.